Ψηφιοποίηση, καινοτομία και ενίσχυση της παραγωγικότητας είναι το τριπλό στοίχημα για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη μεταπανδημική εποχή.
Της Λέττας Καλαμαρά
[email protected]
Ψηφιοποίηση, καινοτομία και ενίσχυση της παραγωγικότητας είναι το τριπλό στοίχημα για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη μεταπανδημική εποχή. Η παραγωγικότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Το γεγονός αυτό συνδέεται, σε σημαντικό βαθμό, με το γεγονός ότι οι ελληνικές ΜμΕ υστερούν σε θέματα ψηφιοποίησης και χρήσης νέων τεχνολογιών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το ποσοστό των ελληνικών ΜμΕ που πραγματοποιούν ηλεκτρονικές πωλήσεις ανέρχεται σε 10,8%, το οποίο είναι το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, μαζί με το αντίστοιχο της Βουλγαρίας.
Επιπρόσθετα, μία στις πέντε ΜμΕ χρησιμοποιεί κάποιο λογισμικό (π.χ. σχετικό με την εξυπηρέτηση πελατείας) με το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ-27 να ανέρχεται σε 32,4%.
Από την άλλη πλευρά, αν και τα ποσοστά των ΜμΕ στην Ελλάδα που χρησιμοποιούν υψηλές τεχνολογίες (π.χ. cloud computing, 3D printing, analysing big data) είναι σε γενικές γραμμές χαμηλότερα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η χρήση των κοινωνικών δικτύων σε ό,τι αφορά στην προώθηση των προϊόντων τους, την επικοινωνία με τους πελάτες, την ανάπτυξη συνεργασιών, ακόμα και τη διενέργεια προσλήψεων είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη με τα αντίστοιχα ποσοστά να υπερβαίνουν σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. για τις αξιολογήσεις των προϊόντων τους από τους πελάτες) τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ-27.
Η παραγωγικότητα των ελληνικών ΜμΕ δέχτηκε σημαντικό πλήγμα το 2020 (-18,6%). Το 2021 ο αρνητικός αντίκτυπος της πανδημίας αμβλύνθηκε χωρίς, ωστόσο, να καλυφθούν οι απώλειες της προηγούμενης χρονιάς. Η παραγωγικότητα της εργασίας υπολογίζεται ότι κατέγραψε άνοδο κατά 3,2%, το 2021, σε ετήσια βάση. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε., η παραγωγικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 11.400 ευρώ (Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία, ανά απασχολούμενο) για το 2020 έναντι 40.000 ευρώ στην ΕΕ-27, ενώ οι ΜμΕ στη χώρα μας απασχολούν κατά μέσο όρο 3 εργαζόμενους σε σύγκριση με 3,7 εργαζόμενους στην ΕΕ-27.
Ωστόσο η πανδημική κρίση είχε επίσης έμμεσες θετικές επιδράσεις, πρωτίστως όσον αφορά στην ψηφιακή μετάβαση. Το 53% των ελληνικών ΜμΕ δήλωσε ότι η πανδημία άλλαξε τον βαθμό στον οποίο χρησιμοποιεί την τεχνολογία, ενώ το 65% ότι σκοπεύει να ενσωματώσει ψηφιακές τεχνολογίες στη λειτουργία του στο μέλλον. Και τα δύο ποσοστά ήταν τα υψηλότερα που καταγράφηκαν στο πλαίσιο της έρευνας της Ε.Ε., στην οποία συμμετείχαν επιχειρήσεις από άλλες 8 ευρωπαϊκές χώρες.
Όπως δείχνουν τα μέχρι τώρα στοιχεία η άνοδος των επενδύσεων σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό το πρώτο εννεάμηνο του 2021 -συνεισφέροντας το 41% περίπου της συνολικής αύξησης των επενδύσεων - έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η καθίζησή τους την περασμένη δεκαετία, αποδυνάμωσε τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά το φυσικό κεφάλαιο της χώρας λόγω συγκριτικά μικρότερης ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών καινοτομιών, οδηγώντας σε υποχώρηση της παραγωγικότητας.
Ωστόσο, παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις στην παραγωγικότητα από τις διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες κατά την περίοδο της πανδημίας, η σημαντική άνοδος των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, σε συνδυασμό με την ψηφιοποίηση και την τεχνολογική αναβάθμιση που πραγματοποιείται την τελευταία διετία, αναμένεται να προσδώσουν σημαντικά οφέλη σε όρους παραγωγικότητας, ενισχύοντας, κατά συνέπεια, την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα έχει η εξέλιξη της παραγωγικότητας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ). Πιο αναλυτικά, η παραγωγικότητα της εργασίας υπολογίζεται ως το πραγματικό ΑΕΠ προς τον αριθμό των απασχολουμένων, ή, εναλλακτικά, προς το σύνολο των ωρών που εργάστηκαν οι απασχολούμενοι, για ένα δεδομένο χρονικό διάστημα (παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο, ή ανά ώρα εργασίας).
Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης μπορεί να εκφραστεί -μεταξύ άλλων- ως το άθροισμα των μεταβολών της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας.
Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο μειωνόταν, κατά το μεγαλύτερο διάστημα της προηγούμενης δεκαετίας (με εξαίρεση τα έτη 2015, 2017 και 2019), καθώς, κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης, η επενδυτική δαπάνη υποχώρησε αισθητά, το ποσοστό των αποσβέσεων ήταν υψηλότερο από το σχηματισμό παγίου κεφαλαίου και το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας εξασθένισε. Ως αποτέλεσμα, ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας αλληλεπιδρούσε στην παραγωγική διαδικασία με χαμηλότερης ποιότητας κεφάλαιο, αφού αυτό δεν είχε ανανεωθεί επαρκώς και δεν είχε ενσωματώσει πλήρως τη νέα τεχνολογία και τις καινοτομίες της τελευταίας δεκαετίας.
Το 2019, ωστόσο, παράλληλα με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης στην Ελλάδα, η συνεισφορά της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούμενο στη μεταβολή του ΑΕΠ ήταν θετική. Την ανοδική αυτή πορεία ανέκοψε η πανδημία, εξαιτίας της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και των μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεών της, τα οποία αφορούσαν στην αναστολή της λειτουργίας συγκεκριμένων κλάδων της οικονομίας και στην υιοθέτηση ευέλικτων μορφών εργασίας (εργασία με μειωμένες ώρες με καταβολή συμπληρωματικών αποδοχών από το κράτος, άδειες ειδικού σκοπού κ.λπ.).
Τα μέτρα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση -σε σημαντικό βαθμό- των θέσεων απασχόλησης, με αξιοσημείωτη, ωστόσο, πτώση του χρόνου απασχόλησης των εργαζομένων. Η τελευταία αποτυπώθηκε σε δείκτες όπως η άνοδος των απουσιών από την εργασία και η πτώση των ωρών εργασίας και με τη σειρά της οδήγησε στη μείωση του παραγόμενου προϊόντος.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του 2020, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο κατέγραψε πτώση κατά 7,9% σε σύγκριση με το 2019, καθώς οι απασχολούμενοι μειώθηκαν σχετικά ήπια, ενώ το παραγόμενο προϊόν της οικονομίας, αντίστοιχα, μειώθηκε έντονα. Αντίθετα, η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, ειδικά στο δεύτερο και τέταρτο τρίμηνο του 2020, όταν ήταν σε εφαρμογή τα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας (lockdown) και οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 28,1% και 9,4% αντίστοιχα, σε ετήσια βάση, σημείωσε άνοδο.
Από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και μετά, ωστόσο, παρατηρείται εκ νέου σημαντική άνοδος της απασχόλησης αλλά και του εργατικού δυναμικού. Σημαντικά ανέκαμψαν, το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και οι ώρες εργασίας (+29,9%, σε ετήσια βάση), ενώ η άνοδος του ΑΕΠ, το τρίτο τρίμηνο του έτους, οδήγησε σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας τόσο ανά απασχολούμενο άτομο, όσο και ανά ώρα εργασίας.
Η ψηφιακή μετάβαση αποτελεί προτεραιότητα της Ε.Ε., καθώς είναι μαζί με την «πράσινη» μετάβαση οι δύο βασικοί στόχοι του Ταμείου Ανάκαμψης. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό δράσεων, επενδύσεων αλλά και μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση αυτή που αφορούν τόσο το δημόσιο τομέα όσο και τις ΜμΕ.
Συγκεκριμένα, ο δεύτερος πυλώνας του ελληνικού Σχεδίου αφορά στην ψηφιακή μετάβαση (συνδεσιμότητα, ψηφιακός μετασχηματισμός κράτους και επιχειρήσεων) έχει συνολικό προϋπολογισμό Ευρώ 2,1 δισ. και περιλαμβάνει, ειδικά για τις ΜμΕ επενδύσεις ύψους 375 εκατ. ευρώ που θα δοθούν με τη μορφή επιδοτήσεων για την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών ηλεκτρονικών πληρωμών, εργασίας από απόσταση, ψηφιακού γραφείου, digital marketplace, Κυβερνοασφάλειας κ.λπ., με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς τους.
Συμπεραίνεται, επομένως, ότι η αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης είναι ύψιστης σημασίας, καθώς αναμένεται να έχει πολλαπλαστικά αποτελέσματα στην οικονομική δραστηριότητα, μέσω της ενίσχυσης του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας αλλά και της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την επόμενη διετία 2022-2023 η οικονομική μεγέθυνση θα στηριχτεί, πρωτίστως, στην άνοδο της παραγωγικότητας (productivity driven growth) και, δευτερευόντως, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Άνοδο αναμένεται να σημειώσει την επόμενη διετία και η συνολική παραγωγικότητα, με τη συμβολή του κεφαλαίου να είναι ελαφρώς υψηλότερη από τη συμβολή της εργασίας.
Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά στοιχεία, η απασχόληση και, πρωτίστως, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αναμένεται να αυξηθούν την επόμενη διετία. Συγκεκριμένα, η απασχόληση προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα, ετησίως, την τριετία 2021-2023, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 5,9%, το 2021, σε ετήσια βάση και ότι θα σημειώσει περαιτέρω άνοδο κατά 4% το 2022 και κατά 2,6% το 2023.
Την επόμενη διετία, στην Ελλάδα, αναμένεται άνοδος της συνολικής παραγωγικότητας, με τη συμβολή της παραγωγικότητας του κεφαλαίου να είναι ελαφρώς υψηλότερη από της εργασίας.
Η αύξηση αυτή συνδέεται με την αναμενόμενη άνοδο των επενδύσεων (κατά 13,4% το 2022 και 8,2% το 2023 σε ετήσια βάση), στο πλαίσιο της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των ιδιωτικών επενδύσεων που αναμένεται να κινητοποιηθούν. Ομοίως, στην Ευρωζώνη, η συνολική παραγωγικότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί αλλά η άνοδος θα προέλθει, πρωτίστως, από το συντελεστή εργασία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται σε σύγκριση με την έναρξη της οικονομικής κρίσης στη χώρα, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.