Οι αγορές δείχνουν τα... δόντια τους στις ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και υπενθυμίζουν ποιος πραγματικά θα «εποπτεύει» την ελληνική οικονομία ακόμη και μετά την έξοδο από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Η ενεργειακή κρίση, που πλέον εξελίσσεται σε πληθωριστική κρίση, με τα... πονταρίσματα σχετικά με το πότε θα γίνουν οι πρώτες αυξήσεις επιτοκίων να έχουν ξεκινήσει, αποτυπώνεται έντονα στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Οι αγορές δείχνουν τα... δόντια τους στις ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και υπενθυμίζουν ποιος πραγματικά θα «εποπτεύει» την ελληνική οικονομία ακόμη και μετά την έξοδο από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Η ενεργειακή κρίση, που πλέον εξελίσσεται σε πληθωριστική κρίση, με τα... πονταρίσματα σχετικά με το πότε θα γίνουν οι πρώτες αυξήσεις επιτοκίων να έχουν ξεκινήσει, αποτυπώνεται έντονα στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου κινήθηκε και σήμερα σε επίπεδα άνω του 2,3%.
Η απότομη αύξηση των επιτοκίων -πάνω από μισή ποσοστιαία μονάδα μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα- έρχεται να θυμίσει ότι η Ελλάδα καλύπτει πλέον τις χρηματοδοτικές ανάγκες με εξόδους στις αγορές, ενώ είναι η μοναδική χώρα στην Ε.Ε. που δεν διαθέτει ακόμη επενδυτική βαθμίδα. Επίσης, η άνοδος των επιτοκίων έρχεται στο ξεκίνημα της χρονιάς, πριν ακόμη μπει καλά καλά σε εφαρμογή το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού (έχει εκδοθεί μόνο ένα ομόλογο 10ετούς διάρκειας μέσω του οποίου αντλήθηκαν 3 δισ. ευρώ), κάτι που σημαίνει ότι η χώρα θα χρειαστεί να βγει στις αγορές -χωρίς ευτυχώς να υπάρχει πίεση- προκειμένου να διατηρήσει τα υψηλά της ταμειακά διαθέσιμα.
Η άνοδος των αποδόσεων, όμως, θυμίζει και κάτι ακόμη: οι μη προγραμματισμένες παρεμβάσεις που επηρεάζουν το πρωτογενές αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού δεν περνούν απαρατήρητες, κάτι που κάνει ακόμη πιο δύσκολο το έργο του οικονομικού επιτελείου να βρει πόρους προκειμένου να ενισχύσει τα νοικοκυριά για να ανταποκριθούν στο κύμα ακρίβειας.
H αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων σε νέα υψηλά 2,5 ετών προβληματίζει έντονα το οικονομικό επιτελείο, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι το 2022 είναι... 2009. Τα πολύ μεγάλα αποθέματα ρευστότητας της χώρας -εξακολουθούν να κινούνται στα 37-38 δισ. ευρώ, καθώς πλέον προσμετριούνται και τα SDR που δικαιούται η χώρα από το ΔΝΤ- εξασφαλίζουν στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) το προνόμιο να προγραμματίσει τις επόμενες εξόδους όταν θα έχουν εκτονωθεί οι πιέσεις. Επίσης, τα σημερινά επίπεδα επιτοκίων, ακόμη και αν συνιστούν υψηλά 2,5 ετών, δεν κινούνται εκτός των προβλέψεων που έχουν γίνει στο πλαίσιο κατάρτισης των εκθέσεων βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, είτε εντός είτε και εκτός Ελλάδας.
Ουσιαστικά, με την αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους και τις μικρές ποσότητες που πρέπει να αναχρηματοδοτούνται σε ετήσια βάση, ο κίνδυνος να αυξηθεί το ετήσιο κονδύλι που πρέπει να καταβάλλει ο κρατικός προϋπολογισμός για τόκους είναι μηδενικός. Πόσο μάλλον όταν με τα swaps που έχουν συναφθεί για κομμάτι του χρέους περίπου 58 δισ. ευρώ, ο ΟΔΔΗΧ μπορεί να εγγράφει κέρδος και κατά την άνοδο των επιτοκίων.
Αυτό που δεν θα ήθελαν να δουν οι αγορές και οι ελεγκτικοί οίκοι από την Ελλάδα είναι να ξεκινάει ένας γύρος εκτεταμένων παροχών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ενεργειακή και η πληθωριστική κρίση, ο οποίος και θα έχει ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των ελλειμμάτων για τρίτη διαδοχική χρονιά. Το 2022 ούτως ή άλλως έχει προγραμματιστεί να κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως των 2 δισ. ευρώ. Από την περασμένη εβδομάδα έχει προστεθεί και ένα ποσό της τάξεως των 280 εκατ. ευρώ επιπλέον, καθώς η ελάφρυνση στον ΕΝΦΙΑ, από τα 70 εκατ. ευρώ που είχαν εγγραφεί στον προϋπολογισμό, αυξήθηκε στα 353 εκατ. ευρώ. Και η χρονιά βρίσκεται ακόμη στο ξεκίνημά της, με το πληθωριστικό φαινόμενο να είναι ακόμη σε πλήρη εξέλιξη και χωρίς ακόμη να μπορεί να πει κανείς αν έχουμε δει τα χειρότερα ή όχι.
Το οικονομικό επιτελείο δέχεται έντονες πιέσεις τα τελευταία 24ωρα να εισηγηθεί στον πρωθυπουργό μειώσεις των έμμεσων φόρων, προκειμένου να συγκρατηθεί το κύμα ανατιμήσεων που ήδη πλήττει όλη την αγορά, «ξεφεύγοντας» από το πεδίο της ενέργειας. Οι χθεσινές δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης, ότι δεν θα υπάρξουν μειώσεις στον ειδικό φόρο των καυσίμων, έρχονται ακριβώς να συγκρατήσουν αυτές τις πιέσεις, καθώς οι δημοσιονομικές συνέπειες από παρεμβάσεις στην έμμεση φορολογία είναι πολύ μεγάλες.
Όπως έχει αναφέρει η «Ν» από την προηγούμενη εβδομάδα, μόνο ο φόρος κατανάλωσης και ο ΦΠΑ στα καύσιμα αποφέρουν περίπου 6 δισ. ευρώ τον χρόνο, δηλαδή περίπου το 12% των συνολικών φορολογικών εσόδων της χώρας. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον ΦΠΑ στα τρόφιμα (εκεί υπάρχει και η πρόσθετη δυσκολία ότι δεν είναι σίγουρο αν θα περάσει το όφελος στην τελική τιμή). Γι’ αυτό και σε αυτή τη φάση φαίνεται να κερδίζουν έδαφος μέτρα που δεν έχουν άμεση επίπτωση στον κρατικό προϋπολογισμό. Τέτοια είναι η συνέχιση της επιδότησης για το ηλεκτρικό ρεύμα και το φυσικό αέριο (οι πόροι εξασφαλίζονται από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης), όπως και το περαιτέρω «κούρεμα» των επιστρεπτέων προκαταβολών.
Οι επιστροφές που πρέπει να κάνουν οι επιχειρήσεις δεν έχουν προϋπολογιστεί στα έσοδα του 2022, οπότε και το περαιτέρω κούρεμα θα κοστίσει ταμειακά και όχι δημοσιονομικά. Η ενίσχυση των επιχειρήσεων (π.χ., η αύξηση της επιδότησης για το ηλεκτρικό ρεύμα από το 50% στο 75% για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις ή το περαιτέρω κούρεμα της επιστρεπτέας προκαταβολής) εκτιμάται ότι θα βοηθήσει στο να αποτραπούν περαιτέρω αυξήσεις στα προϊόντα και να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός.