Στην Ισπανία, το απίστευτο «λάθος» ενός βουλευτή του κεντροδεξιού Λαϊκού Κόμματος, επέτρεψε στη σοσιαλιστική κυβέρνηση να περάσει στη Βουλή την τελευταία στιγμή, τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Στην Ισπανία, το απίστευτο «λάθος» ενός βουλευτή του κεντροδεξιού Λαϊκού Κόμματος, επέτρεψε στη σοσιαλιστική κυβέρνηση να περάσει στη Βουλή την τελευταία στιγμή, τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Η μεταρρύθμιση που εγκρίθηκε με μία ψήφο διαφορά, καταργεί το νομικό πλαίσιο για τις συμβάσεις εργασίας που ίσχυε από το 2012. Οταν η τότε κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι θέλησε να δώσει στους εργοδότες μεγαλύτερη ευελιξία στην πρόσληψη και την απόλυση εργαζομένων, σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσει την ισπανική οικονομία, που είχε καταστραφεί από την οικονομική κρίση του 2008. Το γεγονός αυτό είχε εκτοξεύσει στα ύψη την ανασφάλεια, με την Ισπανία να κατέχει το ευρωπαϊκό ρεκόρ στο ποσοστό των προσωρινών συμβάσεων.
Μετά από διαπραγματεύσεις για μήνες με τα συνδικάτα και τους εργοδότες, ο νέος νόμος περιορίζει δραστικά τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Καθιστά τις προσλήψεις με συμβάσεις αορίστου χρόνου «τον κανόνα και όχι πλέον την εξαίρεση» και περιορίζει τη χρήση υπεργολαβίας. Απαγορεύει επίσης την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων για οικονομικούς λόγους, ενισχύει την εκπαίδευση και επιτρέπει στις εταιρείες να παρεκκλίνουν προσωρινά από τους κανόνες που ισχύουν σε περιόδους κρίσης για να αποφύγουν τις απολύσεις. Οι συλλογικές συμβάσεις υπερισχύουν των εταιρικών σε μισθολογικά ζητήματα.
Η υπουργός Εργασίας Γιολάντα Ντίαζ, μιλώντας στην El Pais, έκανε λόγο για «ιστορική μεταρρύθμιση» που «απορρίπτει ξεκάθαρα την κουλτούρα της επισφαλούς εργασίας. «Με το νέο νόμο, τελείωσε η απόλυση την Παρασκευή και η επαναπρόσληψη τη Δευτέρα», λέει η Ντίαζ. «Εν ολίγοις, θα υπάρχουν περισσότεροι εργαζόμενοι με μόνιμες και αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας- και λιγότεροι άνεργοι. Μέχρι τώρα, πάνω από το ένα τέταρτο των μισθωτών είχαν προσωρινή σύμβαση. Ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι γύρω στο 14%. Δηλαδή είμαστε η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό προσωρινής απασχόλησης, γεγονός που μας απομάκρυνε από τους Ευρωπαίους εταίρους μας», τονίζει η Ισπανίδα υπουργός Εργασίας.
Η έγκριση της μεταρρύθμισης ήταν άλλωστε μια από τις προϋποθέσεις που είχε θέσει η Κομισιόν στην Ισπανία για την αποδέσμευση ενός μέρους της οικονομικής βοήθειας για την ανάκαμψη της χώρας μετά την πανδημία. Η Ισπανία πρόκειται να λάβει συνολικά 140 δισεκατομμύρια ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Και αν στην Ισπανία, η εργασιακή μεταρρύθμιση εγκρίθηκε από ένα «λάθος» στην ψηφοφορία και μάλιστα με μία ψήφο διαφορά, και στη Γερμανία η αντιπολίτευση κάνει λόγο επίσης, για «λάθος» της κυβέρνησης: Αιτία; Η απόφαση της νέας κυβέρνησης του καγκελάριου Ολαφ Σολτς να αυξήσει από τον Οκτώβριο τον κατώτατο μισθό στα 12 ευρώ την ώρα για όλους. Αυτό σημαίνει ότι θα ωφεληθούν πάνω από 10 εκατομμύρια εργαζόμενοι, αλλά και το 44% των γερμανικών εταιρειών θα πρέπει να αναθεωρήσουν προς τα πάνω τους μισθούς.
Οι Ενώσεις των εργοδοτών έχουν πάντως εξοργιστεί. Κάνουν λόγο για ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην αυτονομία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και φοβούνται την απώλεια θέσεων εργασίας. Ο Πρόεδρος των εργοδοτών Ράινερ Ντάλγκερ εξετάζει το ενδεχόμενο να κινηθεί νομικά κατά της αύξησης του ωρομίσθιου στα 12 ευρώ.
Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εργασίας Ουμπέρτουε Χέιλ αντικρούει τέτοια επιχειρήματα. Όπως λέει, η γερμανική αγορά εργασίας έχει πρόβλημα εργατικών -και μάλιστα ειδικευμένων-χεριών. Πολλές βιομηχανίες αναζητούν απεγνωσμένα εργαζόμενους. Εν όψει αυτής της κατάστασης, η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 12 ευρώ, δεν τρομάζει πλέον. «Ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για την αγορά εργασίας θα ήταν μεγάλης κλίμακας και μακροχρόνια lockdown για τον κορονοϊό», λέει ο οικονομολόγος Φρανκ Μάρτιν.
Σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εργασίας, το ένα πέμπτο όλων των εργαζομένων στη Γερμανία λαμβάνει ωρομίσθιο που είναι μικρότερο από τα δύο τρίτα του μέσου ακαθάριστου ωρομισθίου. Αυτό τοποθετεί τη Γερμανία στην έκτη θέση στην Ευρώπη. Μόνο στη Βουλγαρία, την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής υπάρχει υψηλότερο το ποσοστό των χαμηλόμισθων. Ο πρόεδρος της συνδικαλιστικής Ενωσης IG BAU, Ρόμπερτ Φάιγκερ υποστηρίζει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ενισχύσει την αγοραστικής δύναμης εκατομμυρίων εργαζομένων. «Συνολικά, ο θεσμοθετημένος κατώτατος μισθός θα οδηγήσει σε αύξηση της αγοραστικής δύναμης περίπου κατά 9,8 δισ. ευρώ ετησίως», είναι πεπεισμένος ο Φάιγκερ. Μια «αισθητή οικονομική ανάκαμψη» μπορεί να διασφαλιστεί μέσω της αύξησης των καταναλωτικών δαπανών.
Στη Γαλλία πάντως, που έχει την προεδρία της ΕΕ για αυτό το εξάμηνο, αλλά και σε όλη την Ευρώπη, έχει ξεκινήσει και μια άλλη συζήτηση: για την αναθεώρηση των σφικτών δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Μια συζήτηση με στόχο να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της μεταπανδημικής ανασυγκρότησης και της οικολογικής μετάβασης.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση που υποβλήθηκε στο Γαλλικό Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης από μια ομάδα της οποίας ηγείται ο οικονομολόγος Ζαν Πισανί-Φερί, ο «αρχιτέκτονας» του οικονομικού προγράμματος του Εμμανουέλ Μακρόν, αξιώνει την αλλαγή των κανόνων του ελλείμματος και του χρέους στην Ευρώπη για να αναζωογονηθεί η ανάπτυξη, μακροπρόθεσμα.
«Χρειάζεται ριζικός μετασχηματισμός του κριτηρίου των σταθερών κανόνων», λέει ο Γάλλος οικονομολόγος. «Η βιωσιμότητα του χρέους, πρέπει να γίνει κατανοητή με την ευρεία έννοια και ως ικανότητα ανθεκτικότητας. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της διεθνούς πολιτικής για τον έλεγχο των παγκόσμιων ανισορροπιών και, ιδίως, του ανανεωμένου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης», λέει ο Ζαν Πισανί-Φερί. «Αυτό συνεπάγεται την εγκατάλειψη ενιαίων αριθμητικών κριτηρίων (για το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα) και την υιοθέτηση κοινών προτύπων ποιότητας, η εφαρμογή των οποίων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές καταστάσεις στις χώρες μέλη», τονίζει και προσθέτει: Στην πράξη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάθε κυβέρνηση θα έθετε έναν στόχο για το χρέος, η επάρκεια του οποίου θα αξιολογείται από ανεξάρτητο φορολογικό ίδρυμα (IFI), βάσει κοινής μεθοδολογίας, πριν επικυρωθεί από το Ecofin. Ο Γάλλος οικονομολόγος καλεί μάλιστα την Ευρώπη να μάθει περισσότερα από την οικονομική πολιτική του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν
Ακόμη και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ που θεωρεί τον εαυτό του «γεράκι» και «νεοφιλελεύθερο», δεν διστάζει σε συνέντευξη στην ιταλική La Repubblica, να στείλει, μια σειρά από σημαντικά μηνύματα ενόψει της ευρωπαϊκής συζήτησης για το Σύμφωνο Σταθερότητας. «Δεν είμαι ιδεολόγος. Αλλά έχω νεοφιλελεύθερες ιδέες και βλέπω τον εαυτό μου σε μια ορισμένη συνέχεια, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα της χώρας μου. Αλλά πιστεύω επίσης ότι τα συμφέροντα και οι αξίες της Γερμανίας είναι απολύτως συμβατά με τα κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα: Ανταγωνιστικότητα, προσανατολισμός προς το μέλλον, δικαιοσύνη μεταξύ γενεών», τονίζει ο Λίντνερ στην ιταλική εφημερίδα και εξηγεί: «Τα δημόσια χρέη πρέπει να μειωθούν», αλλά και το Σύμφωνο Σταθερότητας μπορεί να βελτιωθεί: «Είναι απαραίτητο να χαραχτούν τα περιθώρια για επενδύσεις με μέλλον», με άλλα λόγια, να βρεθούν οι χώροι για τις επενδύσεις που είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί η οικολογική και ψηφιακή μετάβαση στην ΕΕ.»
Ο Γάλλος οικονομολόγος Ζαν Πισανί -Φερί είναι πάντως αισιόδοξος για τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας: «Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ θέλουν να το αλλάξουν».