Οι πιο απαισιόδοξοι καταναλώτες της Ευρώπης παραμένουν οι Έλληνες σύμφωνα με την έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ για τον μήνα Ιανουάριο.
Οι πιο απαισιόδοξοι καταναλώτες της Ευρώπης παραμένουν οι Έλληνες σύμφωνα με την έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ για τον μήνα Ιανουάριο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, παρουσιάζεται οριακή βελτίωση των προβλέψεων για την οικονομική κατάσταση της χώρας, από τα νοικοκυριά, επιδείνωση στις προβλέψεις για την ανεργία, αισθητή ενίσχυση των προβλέψεων για άνοδο των τιμών, ενώ παραμένει υψηλό το ποσοστό των ελληνικών οικογενειών που «μόλις τα βγάζουν πέρα». Πάντως το ποσοστό των νοικοκυριών που είναι αβέβαια για τη μελλοντική οικονομική κατάστασή τους, μειώθηκε.
Αναλυτικά, συμφωνα με το ΙΟΒΕ:
Παρά την ισχυρή κλιμάκωση της πανδημίας και την επαναφορά περιοριστικών μέτρων στο τέλος Δεκεμβρίου, το γεγονός ότι αυτά ήταν ηπιότερα και πιο στοχευμένα από ό,τι σε προηγούμενες εξάρσεις της πανδημίας, χωρίς να αφορούν στις μετακινήσεις, φαίνεται ότι δεν επηρέασε ιδιαίτερα τις προσδοκίες των νοικοκυριών.
Όμως, οι πιέσεις στο εισόδημά τους από την κλιμάκωση του πληθωρισμού εντάθηκαν περαιτέρω.
Οι Έλληνες καταναλωτές εξακολουθούν να διατηρούνται στην πρώτη θέση στην κατάταξη ως προς τους περισσότερο απαισιόδοξους καταναλωτές στην ΕΕ, με σημαντική διαφορά από τους υπόλοιπους.
Ακολουθούν η Σλοβενία και η Σλοβακία, με επίπεδο δείκτη –24,4 και -20,4 μονάδες αντίστοιχα, ενώ στην τέταρτη και πέμπτη θέση βρίσκονται οι καταναλωτές της Βουλγαρίας, με -18,4 και της Κύπρου, με -18,2 μονάδες. Στις χαμηλότερες θέσεις αυτής της κατάταξης βρίσκονται η Δανία (+1,9), η Σουηδία (-0,5) και η Φιλανδία (-0,6)
Οι προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους τους προσεχείς 12 μήνες βελτιώθηκαν τον Ιανουάριο, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -33,4 (από -38,2) μονάδες. Το 46% των νοικοκυριών αναμένει εκ νέου ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, ενώ το 7% προβλέπει μικρή βελτίωση.
Ο δείκτης των προβλέψεων των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας τους το προσεχές 12-μηνο παρουσίασε ενίσχυση τον Ιανουάριο και διαμορφώθηκε στις -48,5 (από -49,5) μονάδες. Το 66% των καταναλωτών (από 61%) προβλέπει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, έναντι του 19% το οποίο αναμένει σταθερότητα. Οι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις -17,1 και -10,3 μονάδες αντίστοιχα.
Η πρόθεση των καταναλωτών για σημαντικές αγορές τους προσεχείς 12 μήνες (επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.) εξασθένισε ήπια, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -52,1 (από -47,4) μονάδες. Το 59% των καταναλωτών (από 51%) προέβλεψε ότι θα προβεί σε λιγότερες ή πολύ λιγότερες δαπάνες, ενώ το 5% (από 6%) αναμένει το αντίθετο. Οι ευρωπαϊκοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις -11,5 μονάδες στην ΕΕ και στις -13,3 μονάδες στην Ευρωζώνη.
Ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες ενισχύθηκε τον Ιανουάριο και διαμορφώθηκε στις –63,3 μονάδες (από -64,3). Το 83% (από 81%) των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 17% τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή. Οι σχετικοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις +5,9 μονάδες στην ΕΕ και στις +5,7 μονάδες στην Ευρωζώνη.
Ο δείκτης πρόβλεψης για την εξέλιξη της ανεργίας τους προσεχείς 12 μήνες επιδεινώθηκε τον Ιανουάριο, στις +41,7 μονάδες, από +36,9 τον Δεκέμβριο. Το ποσοστό των νοικοκυριών που προβλέπει μικρή ή αισθητή άνοδο της ανεργίας ενισχύθηκε στο 61% (από 55%) με το 13% των ερωτηθέντων να αναμένει ελαφρά μείωσή της. Οι αντίστοιχοι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις +15,8 και +13,8 μονάδες.
Ο θετικός δείκτης για τις προβλέψεις μεταβολών στις τιμές τους προσεχείς 12 μήνες παρουσίασε αισθητή ανάκαμψη τον Ιανουάριο και διαμορφώθηκε στις +36,4 μονάδες, έναντι +27,0 μονάδων τον Δεκέμβριο. Το 58% (από 49%) των νοικοκυριών προέβλεψε άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό και το 17% (από 24%) αναμένει σταθερότητα. Οι δείκτες σε ΕΕ και Ευρωζώνη διαμορφώθηκαν στις +39,8 και +38,4 μονάδες αντίστοιχα.
Σχετικά με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» υποχώρησε στο 65% (από 69%), ενώ στο 6% (από 7%) εξασθένισε το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Οι καταναλωτές που δήλωσαν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ αποτελούν το 22% του συνόλου, ενώ το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι «έχουν χρεωθεί» διαμορφώθηκε σε 6%.
Στην έρευνα έχει εισαχθεί πλέον μία νέα ερώτηση η οποία προσπαθεί να αξιολογήσει το βαθμό αβεβαιότητας που επικρατεί στα νοικοκυριά. Συγκεκριμένα, ζητά από τα νοικοκυριά να αξιολογήσουν κατά πόσο η μελλοντική οικονομική κατάστασή τους μπορεί να προβλεφθεί εύκολα ή δύσκολα. Τον Ιανουάριο, το 37,0% έκρινε η οικονομική κατάστασή του μπορεί να προβλεφθεί δύσκολα ή σχετικά δύσκολα, ποσοστό σαφώς χαμηλότερο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (44,0%).
Τον Ιανουάριο, εξετάζονται σε τριμηνιαία βάση στην έρευνα καταναλωτών τρία πρόσθετα ζητήματα, τα οποία εξειδικεύουν περισσότερο την πρόθεση για μείζονες αγορές διαρκών καταναλωτικών αγαθών (αυτοκίνητο, κατοικία) και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως πρόδρομοι δείκτες για την ιδιωτική κατανάλωση.
Αναλυτικά: