Την πολιτική επιλογή να στηρίξει τα νοικοκυριά προκειμένου να αντιμετωπίσουν την απώλεια εισοδήματος λόγω πληθωρισμού με μόνιμες μειώσεις φόρων, αλλά και αυξήσεις εισοδημάτων θέτει σε εφαρμογή η κυβέρνηση. Γιατί προτιμήθηκε το «κούρεμα» του ΕΝΦΙΑ έναντι άλλων ελαφρύνσεων. Ποιες είναι οι προσδοκίες του οικονομικού επιτελείου από την κίνηση αυτή. Και πώς έπεισε τους θεσμούς.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Την πολιτική επιλογή να στηρίξει τα νοικοκυριά προκειμένου να αντιμετωπίσουν την απώλεια εισοδήματος λόγω πληθωρισμού με μόνιμες μειώσεις φόρων, αλλά και αυξήσεις εισοδημάτων θέτει σε εφαρμογή η κυβέρνηση. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ από φέτος κατά 355 εκατ. ευρώ ισοδυναμεί με ισόποση ένεση ρευστότητας προς τουλάχιστον 5,7 εκατομμύρια νοικοκυριά, ενώ θα ακολουθήσει η αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό σημαντικά υψηλότερο συγκριτικά με το +2% που εφαρμόστηκε από την Πρωτοχρονιά.
Η μείωση του ΕΝΦΙΑ -σε συμφωνία με τους θεσμούς- επιλέχθηκε και για έναν ακόμη λόγο: έτσι διασφαλίζεται ότι το όφελος θα φτάσει στον τελικό αποδέκτη που είναι το νοικοκυριό, κάτι που δεν θα ήταν διασφαλισμένο με άλλα μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας, όπως -για παράδειγμα- η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ. Βέβαια, το οικονομικό επιτελείο αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο λήψης και άλλων μέτρων στήριξης, κάτι που θα εξαρτηθεί από την πορεία του πληθωρισμού και την εξέλιξη της ενεργειακής και της υγειονομικής κρίσης.
Τα στενά, ωστόσο υπαρκτά δημοσιονομικά περιθώρια -κατόπιν και των σχετικών συνεννοήσεων που έγιναν τις τελευταίες εβδομάδες με τους θεσμούς- αξιοποίησε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για να «χρηματοδοτήσει» τη νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 353 εκατ. ευρώ. Σε έτος με ενεργή τη «ρήτρα διαφυγής» όπως αυτό που διανύουμε, η κυβέρνηση ναι μεν έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει ελλειμματικό προϋπολογισμό, ωστόσο τα περιθώρια περαιτέρω παρεμβάσεων σε σχέση με το τι προβλέπει ήδη ο κρατικός προϋπολογισμός περιορίζονται σε ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 0,1%-0,15% του ΑΕΠ.
Αυτό το ποσοστό -και με την «παραδοχή» ότι πλέον το ΑΕΠ θα διαμορφωθεί σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με αυτά που αποτυπώνει ο προϋπολογισμός- αντιστοιχεί σε περίπου 350 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι η νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ θα οδηγήσει και σε αύξηση της εισπραξιμότητας (σ.σ.: οι συντελεστές για τον συγκεκριμένο φόρο κυμαίνονται κάθε χρόνο στην περιοχή του 75%), με αποτέλεσμα οι τελικές δημοσιονομικές απώλειες να είναι ακόμη μικρότερες από τα 353 εκατ. ευρώ που έχουν προβλεφθεί αυτή τη στιγμή. Αυτό, βέβαια, θα φανεί κατά τη διάρκεια του έτους και ειδικά από την άνοιξη και μετά.
Υπάρχει, άλλωστε, η εκτίμηση ότι το γεγονός πως η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ θα ξεκινήσει νωρίτερα από κάθε άλλη χρονιά (Μάρτιο ή Απρίλιο, ώστε ο φόρος να πληρωθεί σε έως και 10 δόσεις) θα βοηθήσει ακόμη περισσότερο στην αύξηση της εισπραξιμότητας. Και αυτό διότι οι πρώτες δόσεις (Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου) θα καταβάλλονται σε περίοδο κατά την οποία δεν θα υπάρχουν άλλες υποχρεώσεις από την πλευρά των φορολογουμένων.
Οι προσδοκίες
Συνολικά, το ποσό που αναμένεται να εισπραχθεί μέσα στο 2022, αναμένεται να κινηθεί στην περιοχή των 2,23 δισ. ευρώ έναντι περίπου 2,57 δισ. ευρώ που συγκεντρώθηκαν το 2021. Στον προϋπολογισμό του 2022 είχε ενσωματωθεί πρόβλεψη ότι η είσπραξη του ΕΝΦΙΑ θα μειωθεί φέτος κατά περίπου 70 εκατ. ευρώ, αλλά η κυβέρνηση κατέληξε τελικώς στην απόφαση να αυξήσει το ποσό της έκπτωσης στα 353 εκατ. ευρώ. Τι προσδοκά να επιτύχει με αυτή την κίνηση;
1. Να κάνει μια άμεση ένεση ρευστότητας (διά της μείωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων) σε περισσότερα από 5,7 εκατομμύρια νοικοκυριά, τα οποία θα δουν το ποσό της εκκαθάρισης να μειώνεται από μερικές δεκάδες ευρώ έως και αρκετές εκατοντάδες ή σε ορισμένες περιπτώσεις και χιλιάδες ευρώ). Αυτή η ένεση έρχεται σε μια περίοδο που το εισόδημα των νοικοκυριών πιέζεται έντονα εξαιτίας των αλλεπάλληλων ρεκόρ στο μέτωπο του πληθωρισμού. Κρίθηκε μάλιστα προτιμότερο η ενίσχυση να φτάσει στα νοικοκυριά διά αυτής της οδού (σ.σ.: που είναι δεδομένο ότι το όφελος αποτυπώνεται άμεσα στο εκκαθαριστικό) παρά να επιλεγεί άλλος τρόπος, όπως -για παράδειγμα- η μείωση του ΦΠΑ για συγκεκριμένα προϊόντα.
2. Να αυξήσει την απόδοση στις επενδύσεις επί των ακινήτων. Ο ΕΝΦΙΑ θα αποδίδει 2,2 δισ. ευρώ σε σύνολο περιουσίας περίπου 850 δισ. ευρώ. Έτσι, η μέση επιβάρυνση διαμορφώνεται πλέον στο 0,25% όταν το 2018 είχε ξεπεράσει το 0,5%. Η μείωση έχει επέλθει και εξαιτίας της αύξησης των αξιών των ακινήτων (σ.σ.: τα 850 δισ. ευρώ είναι το αποτέλεσμα από την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών) και από τη μείωση του φόρου κατά περίπου 850 εκατ. ευρώ από το 2019 μέχρι σήμερα. Η κατάργηση μάλιστα του συμπληρωματικού φόρου εκτιμάται ότι θα οδηγήσει και σε αύξηση των συναλλαγών επί των ακινήτων, καθώς πλέον δεν υπάρχει ο προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσο η επένδυση θα προκαλέσει και αύξηση της συνολικής επιβάρυνσης διά των κλιμακωτών συντελεστών του συμπληρωματικού φόρου.