Η αλευροβιομηχανία αποτελεί έναν από τους παραδοσιακούς, «ανθεκτικούς» κλάδους της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που οφείλεται στη σχετικά ανελαστική ζήτηση των προϊόντων αλεύρου (ψωμί και είδη αρτοποιίας), όπως προκύπτει από την κλαδική μελέτη «Αλευροβιομηχανία», που εκπόνησε η ΣΤΟΧΑΣΙΣ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων ΑΕ (www.stochasis.com), στο πλαίσιο της σειράς μελετών αγοράς που φέρουν τη διακριτική ονομασία «Κλαδικές Στοχεύσεις».
Η αλευροβιομηχανία αποτελεί έναν από τους παραδοσιακούς, «ανθεκτικούς» κλάδους της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που οφείλεται στη σχετικά ανελαστική ζήτηση των προϊόντων αλεύρου (ψωμί και είδη αρτοποιίας), όπως προκύπτει από την κλαδική μελέτη «Αλευροβιομηχανία», που εκπόνησε η ΣΤΟΧΑΣΙΣ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων ΑΕ (www.stochasis.com), στο πλαίσιο της σειράς μελετών αγοράς που φέρουν τη διακριτική ονομασία «Κλαδικές Στοχεύσεις».
Όπως αναφέρει ο κ. Αδάμ Ρεγκούζας, Senior consultant της ΣΤΟΧΑΣΙΣ, το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς αλεύρων σίτου και σιμιγδαλιού υπολογίζεται σε 855 χιλ. τόνους το 2020, παρουσιάζοντας μείωση 3,1% σε σχέση με το 2019, γεγονός που οφείλεται στην πανδημία Covid-19, η οποία επηρέασε αρνητικά το «κανάλι» HO.RE.CA. Σημειώνεται ότι, ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής (ΜΕΡΜ) διαμορφώθηκε σε -0,4% τη χρονική περίοδο 2011-2020.
Ειδικότερα, η εγχώρια αγορά αλεύρων σίτου παρουσίασε μείωση 4,7% το 2020 σε σχέση με το 2019 και ΜΕΡΜ -0,7% τη χρονική περίοδο 2011-2020. Αντίθετα, η εγχώρια αγορά σιμιγδαλιού παρουσίασε αύξηση 3,2% το 2020 σε σχέση με το 2019 και ΜΕΡΜ 0,4% την περίοδο 2011-2020. Η εν λόγω αύξηση (2020/2019) οφείλεται στην αύξηση της κατανάλωσης και αποθεματοποίησης ζυμαρικών και συναφών προϊόντων σιμιγδαλιού από το κανάλι της λιανικής, λόγω της πανδημίας του Covid-19.
Όσον αφορά στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής αλευροβιομηχανίας, προβλέπεται ότι η αγορά θα παρουσιάσει αύξηση με ΜΕΡΜ 1,0% περίπου την περίοδο 2021-2023.
Ο ανταγωνισμός στον κλάδο είναι έντονος και εστιάζεται στην προσπάθεια των υφιστάμενων επιχειρήσεων για αύξηση του μεριδίου τους σε μία αγορά η οποία είναι σχετικά σταθερή. Η ένταση του ανταγωνισμού αυξάνεται μεταξύ των επιχειρήσεων ίσης δυναμικότητας και μεγέθους, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν την υψηλή διαπραγματευτική δύναμη των πελατών του κλάδου (κυρίως supermarket και αρτοβιομηχανίες).
Το γεγονός αυτό εντάθηκε ακόμα περισσότερο τη διετία 2020-2021 στον τομέα του λιανεμπορίου, καθώς το «κανάλι» HO.RE.CA. έχει πληγεί σημαντικά, λόγω της πανδημίας του Covid-19. Σημειώνεται ότι, οι 10 μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου κατέχουν το 80% της συνολικής εγχώριας αγοράς, σε ποσότητα, το 2020.
Όσον αφορά στη χρηματοοικονομική κατάσταση του κλάδου, σύμφωνα με την υπεύθυνη των κλαδικών μελετών κυρία Κατερίνα Ματσούκα, χαρακτηρίζεται από θετικές συνθήκες ρευστότητας σε όλη την περίοδο 2010-2020, λόγω της χρηματοδότησης των παγίων, σχεδόν εξ ολοκλήρου, από ίδια κεφάλαια.
Σημειώνεται ότι, οι χρηματοοικονομικοί δείκτες αποδοτικότητας ιδίων και απασχολουμένων κεφαλαίων «κινούνται» σε χαμηλά επίπεδα σε όλη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο (2010-2020), παρουσιάζοντας μικρές αυξομειώσεις, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη σχετική σταθερότητα του περιθωρίου μικτού κέρδους.
Σημειώνεται το θετικό πρόσημο του περιθωρίου του λειτουργικού και του καθαρού κέρδους σε όλη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο (2010-2020).
Σύμφωνα με στοιχεία της European Flour Millers «Manual on the European Flour Milling Industry 2020 edition» η βιοτεχνική αρτοποιία είναι ο κυριότερος κλάδος κατανάλωσης αλεύρων στην Ελλάδα, με ποσοστό 55%, εάν και την τελευταία διετία παρατηρείται μείωση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, εκ των οποίων οι πέντε (5) μετατοπίστηκαν στη βιομηχανική αρτοποιία και οι υπόλοιπες (5) στους φούρνους των σούπερ-μάρκετ.