«Πρέπει να μαζευτούμε δημοσιονομικά» διαμηνύουν, ακόμη και με δημόσιες τοποθετήσεις τους, τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου, θέλοντας να στείλουν μήνυμα σε αγορές, αλλά και κοινωνία ότι τα περιθώρια ελιγμών φέτος δεν είναι αντίστοιχα με αυτά που υπήρχαν τον Ιανουάριο του 2021.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
«Πρέπει να μαζευτούμε δημοσιονομικά» διαμηνύουν, ακόμη και με δημόσιες τοποθετήσεις τους, τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου, θέλοντας να στείλουν μήνυμα σε αγορές, αλλά και κοινωνία ότι τα περιθώρια ελιγμών φέτος δεν είναι αντίστοιχα με αυτά που υπήρχαν τον Ιανουάριο του 2021.
Η Ελλάδα από τον Μάρτιο και μετά, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δώσει το πρώτο «στίγμα» για τις δημοσιονομικές επιδόσεις που θα πρέπει να επιτύχει η κάθε χώρα -στίγμα βεβαίως το οποίο θα τελεί υπό αίρεση, δεδομένου ότι έχουμε μπροστά μας τις δύσκολες διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας-, θα μπορεί να κάνει και τον πρώτο χονδρικό προσδιορισμό της δημοσιονομικής εξυγίανσης που θα πρέπει να επιτύχει μέσα στην επόμενη χρονιά. Από τώρα, όμως, στο οικονομικό επιτελείο γνωρίζουν ότι και το 2023 -έτος προεκλογικό, τουλάχιστον με βάση τη συνταγματική επιταγή για 4ετή κυβερνητική θητεία- θα είναι έτος γενναίας δημοσιονομικής προσαρμογής. Όσο λοιπόν μεγαλύτερο είναι το πρωτογενές έλλειμμα του 2022, τόσο μεγαλύτερη θα πρέπει να είναι και η δημοσιονομική προσαρμογή που θα επιτευχθεί. H έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής που θα πρέπει να γίνει το 2023 μπορεί από τώρα να ποσοτικοποιηθεί έστω και με σημαντικό περιθώριο απόκλισης.
Η Ελλάδα χρειάζεται 5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση για να πληρώνει τους τόκους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
Έτσι, αν για το 2023 ζητηθεί από τη χώρα να παραγάγει πλεονάσματα ικανά να καλύψουν σημαντικό μέρος αυτών των τόκων -ούτε καν το σύνολο, κάτι που θα θεωρηθεί ως αρκετά «απαιτητική» απόφαση για χώρα που βγαίνει από 3ετή περίοδο ελλειμμάτων λόγω πανδημίας-, τότε το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να κλείσει ακόμη και πάνω από τα 3 δισ. ευρώ μέσα στο 2023. Ποια είναι η προβλεπόμενη απόδοση για το 2022;
Έλλειμμα της τάξεως των 2 δισ. ευρώ σε πρωτογενές επίπεδο. Άρα η χώρα θα πρέπει από τώρα να προετοιμάζεται για μια δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως των 5 δισ. ευρώ μέσα στο 2023. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο στο οικονομικό επιτελείο ζητούν «συγκράτηση» σε ό,τι αφορά τα μέτρα που μπορούν να ανατρέψουν την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού.
Όσο μεγαλύτερη η έκταση της ανατροπής, τόσο μεγαλύτερη θα πρέπει να είναι και η δημοσιονομική προσαρμογή που θα πρέπει να γίνει μέσα στο 2023. Σημειωτέον ότι το 2023 δεν περιέχει μόνο την ανάγκη επιστροφής στα πρωτογενή πλεονάσματα.
Χρηματοδότηση
Το οικονομικό επιτελείο πρέπει να βρει τις «δεξαμενές» που θα χρηματοδοτήσουν την παράταση σειράς μέτρων στήριξης που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπως -για παράδειγμα- της διατήρησης των μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και του «παγώματος» της εισφοράς αλληλεγγύης, ενδεχομένως και των χαμηλών συντελεστών ΦΠΑ σε μεταφορές, εστίαση κ.λπ. Μόνο η διατήρηση των μέτρων αυτών απαιτεί δημοσιονομικό χώρο περίπου 2 δισ. ευρώ.
Αν ληφθεί υπόψη και η πρόθεση να επεκταθεί η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και στο Δημόσιο, αλλά και στους συνταξιούχους, ο «λογαριασμός» ανεβαίνει ακόμη περισσότερο προς τα 2,5 δισ. ευρώ. Επίσης, το 2023 περιέχει και το «ξεπάγωμα» των μισθών του Δημοσίου, αλλά και των συντάξεων ύστερα από 12 χρόνια «πάγου», κάτι που επίσης θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί με αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Απόσυρση μέτρων στήριξης
Στη δεδομένη χρονική συγκυρία, το οικονομικό επιτελείο δεν μπορεί να έχει πλήρη εικόνα για την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής που θα πρέπει να επιτευχθεί το 2023. Είναι όμως απολύτως κατανοητό ότι ο προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς κρύβει πολλές δυσκολίες. Η δημοσιονομική προσαρμογή μέσα στο 2022, στηρίζεται, πρώτον, στην ισχυρή ανάπτυξη και, δεύτερον, στην «απόσυρση» του κύριου όγκου των μέτρων στήριξης που εφαρμόστηκαν μέσα στο 2021 λόγω πανδημίας, ανεβάζοντας το έλλειμμα στην περιοχή των 13 δισ. ευρώ.
Για φέτος, λοιπόν, θα επιχειρηθεί μια δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως των 11 δισ. ευρώ (από τα 13 δισ. ευρώ στα 2 δισ. ευρώ), η οποία όμως θα «χρηματοδοτηθεί» σε μεγάλο βαθμό από τη μη υλοποίηση ανάλογου πακέτου μέτρων στήριξης μέσα στο 2022 (σ.σ.: ο φετινός προϋπολογισμός περιέχει βασικά μόνο το πάγωμα της εισφοράς αλληλεγγύης, αλλά και κάποια μέτρα στήριξης που συνδέονται με την πανδημία). Για το 2023, τέτοια «πολυτέλεια» δεν υπάρχει. Πρακτικά, ολόκληρο το πακέτο μέτρων στήριξης του 2022 θα πρέπει να επαναληφθεί και το 2023, καθώς θα ήταν αδιανόητο σε έτος εκλογών να «ξεπαγώσει» η εισφορά αλληλεγγύης για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα ή να αυξηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές.
Το αντίθετο θα επιδιώξει η κυβέρνηση να συμβεί: να βρεθεί δημοσιονομικός χώρος και για την πλήρη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στο Δημόσιο.
Η δημοσιονομική προσαρμογή του 2023 -η έκταση της οποίας αναμένεται να φανεί πλήρως στο β’ εξάμηνο για να υπάρξουν στοιχεία εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού, δεδομένα για την πορεία της οικονομίας, αλλά και μια πρώτη σαφής εικόνα για τον στόχο της επόμενης χρονιάς- θα πρέπει να στηριχτεί κατά κύριο λόγο στην ανάπτυξη και στα πρόσθετα φορολογικά έσοδα που αυτή θα δημιουργήσει.