Στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων επτά ετών διαπραγματεύονται οι τιμές του πετρελαίου και το ερώτημα που απασχολεί πλέον τους αναλυτές είναι απλά το πότε θα σπάσουν το φράγμα των 100 δολαρίων το βαρέλι. Σύμφωνα με τη JP Morgan Global Equity Research, οι τιμές του μαύρου χρυσού αναμένεται να ξεπεράσουν εφέτος τα 125 δολάρια το βαρέλι και τα 150 δολάρια το 2023. Όλοι συμφωνούν πάντως πως ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι οι τιμές του πετρελαίου θα υποχωρήσουν εφέτος.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων επτά ετών διαπραγματεύονται οι τιμές του πετρελαίου και το ερώτημα που απασχολεί πλέον τους αναλυτές είναι απλά το πότε θα σπάσουν το φράγμα των 100 δολαρίων το βαρέλι.
Σύμφωνα με τη JP Morgan Global Equity Research, οι τιμές του μαύρου χρυσού αναμένεται να ξεπεράσουν εφέτος τα 125 δολάρια το βαρέλι και τα 150 δολάρια το 2023. Όλοι συμφωνούν πάντως πως ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι οι τιμές του πετρελαίου θα υποχωρήσουν εφέτος.
Tο Brent της Βόρειας Θάλασσας φλερτάρει με τα 90 δολάρια το βαρέλι και το αμερικανικό αργό πλησιάζει ήδη επικίνδυνα αυτό το φράγμα. Καταγράφοντας άνοδο 14% για το Brent και 16% για το αργό από την αρχή του χρόνου, η δίψα της αγοράς για μαύρο χρυσό απέχει πολύ από το να σβήσει.
Ο Γάλλος αναλυτής σε θέματα ενέργειας Σαρλ Σανά τονίζει ότι «η τιμή του Brent έφτασε σε υψηλό επταετίας μετά τα προβλήματα εφοδιασμού στη Λιβύη, τη Νιγηρία, την Αγκόλα και τον Ισημερινό μεταξύ άλλων, αλλά και από την άνοδο της ζήτησης, παρά την παραλλαγή Όμικρον «Οι αγορές παραμένουν εστιασμένες στη λεπτή ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, η οποία φαίνεται να έχει αρκετά σημαντικό αντίκτυπο στις διακυμάνσεις των τιμών κατά τη διάρκεια της οικονομικής ανάκαμψης μετά την πανδημία» εξηγεί ο Ουαλίντ Κουντμανί, αναλυτής της XTB.
Από την πλευρά των παραγωγών πετρελαίου του ΟΠΕΚ +, ουδεμία χώρα φαίνεται να θέλει να αυξήσει την παραγωγή, για να μειώσει τις τιμές. Υπάρχει μεγάλη λογική σε αυτό. Καταρχάς, οι απώλειες των πετρελαιοπαραγωγών χωρών ήταν σημαντικές κατά τη διάρκεια των περιορισμών και ειδικότερα της πρώτης φάσης της πανδημίας, με τις τιμές του πετρελαίου να υποχωρούν.
Με τη συνεχιζόμενη ενεργειακή μετάβαση σε πιο πράσινες μορφές ενέργειας, οι ανάγκες σε καύσιμα θα μειωθούν σημαντικά, επομένως οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες και οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου δεν πρόκεται να επενδύσουν δισεκατομμύρια δολάρια σε μη βιώσιμα έργα.
«Το πραγματικό πρόβλημα είναι η υπο-επένδυση στην αγορά πετρελαίου. Αυτή η υπο-επένδυση είναι πιθανό να είναι μόνιμη» λέει ο Σαρλ Σανά. «Θα υπάρχει όλο και λιγότερο πετρέλαιο και η ζήτηση, ακόμα και αν πέσει, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, γιατί θα υπάρξει ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, μετά τους περιορισμούς λόγω Covid. «Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να ρίξει τις τιμές του πετρελαίου θα ήταν μια επικίνδυνη νέα παραλλαγή του κορωνοϊού, που θα απαιτούσε το κλείσιμο των οικονομιών και του εμπορίου» προσθέτει ο Γάλλος αναλυτής.
Οι χώρες μέλη του ΟΠΕΚ+ αποφάσισαν άλλωστε στις αρχές Ιανουαρίου να διατηρήσουν το πρόγραμμά τους για ελάχιστη αύξηση των εξαγωγών πετρελαίου. «Αυτή είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, της Ρωσίας, της Νιγηρίας και της Λιβύης» λέει ο Αλάν Κορμπανί, επικεφαλής της εταιρείας διαχείρισης Finance SA. «Μόνο η Σαουδική Αραβία φαίνεται πραγματικά ικανή για κάτι τέτοιο, αλλά το Ριάντ δεν πρόκειται να αυξήσει μόνη του την παραγωγή, πέρα από τις ποσότητες που έχει αναλάβει» προσθέτει.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, απέχουν πολύ από το να έχουν επιστρέψει στο επίπεδο παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου, πριν από την κρίση.
Στην αρχή της πανδημίας, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου στη λεκάνη Πέρμιαν, στα σύνορα Τέξας με το Νιού Μέξικο, χρεοκόπησαν, με αποτέλεσμα η ανεργία να αυξηθεί από 3 σε 16%, ολόκληρες πόλεις να αδειάσουν και πολλά σχολεία να κλείσουν. Τώρα, πάντως, κάποιες επιχειρήσεις αυξάνουν την παραγωγή τους και τον Φεβρουάριο η λεκάνη Πέρμιαν αναμένεται να παράγει 5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, σύμφωνα με τους Financial Times. Αν και τα πηγάδια είναι και πάλι σε λειτουργία, οι επενδυτές είναι εντούτοις πιο προσεκτικοί αυτή τη φορά, επειδή γνωρίζουν ότι η ενεργειακή μετάβαση βρίσκεται σε εξέλιξη, τουλάχιστον στην Κίνα και στην Ευρώπη. Έτσι είναι πιθανό να είναι λιγότερο διατεθειμένοι να χρηματοδοτήσουν την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου, ώστε να φθάσει στα προ Covid επίπεδα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η επίτευξη αυτού του στόχου θα είναι περίπλοκη, προειδοποιεί ο Γάλλος αναλυτής Μπενζαμέν Λουβέ, επισημαίνοντας τη «μεγάλη δυσκολία για τις πετρελαϊκές εταιρείες να βρουν κεφάλαια για την εκμετάλλευση του σχιστολιθικού πετρελαίου που υπάρχει στο υπέδαφος της χώρας». Οι λόγοι; Η αύξηση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων και της ζήτησης από τους μετόχους για κερδοφόρα κοιτάσματα, ενώ η εξόρυξη σχιστολιθικού πετρελαίου είναι ιδιαίτερα ρυπογόνος και δαπανηρή. Όλες οι συνθήκες ευνοούν λοιπόν την αύξηση της τιμής του βαρελιού και κατ' επέκταση των καυσίμων. «Η τιμή του βαρελιού θα συνεχίσει να αυξάνεται και μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 100 δολάρια το 2022», εκτιμά ο Γάλλος ειδικός.
Και αυτό μπορεί να είναι μόνο η αρχή. Στα επόμενα χρόνια, οι τιμές του μαύρου χρυσού θα μπορούσαν να συνεχίσουν να αυξάνονται, ιδίως από τη στιγμή που οι επενδύσεις στον κλάδο εμφανίζονται ανεπαρκείς. Ο διευθύνων σύμβουλος της Total, Πατρίκ Πουαγιανέ, αναμένει έλλειμμα 10 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα το 2025, περίπου το 10% της κατανάλωσης πριν από την πανδημία.