Ένα «τοξικό κοκτέιλ» για τους εργαζόμενους δημιουργούν η πανδημική κρίση και το κύμα ανατιμήσεων στην αγορά, προειδοποιεί το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Έχασε το 7% της αγοραστικής του δύναμης το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα τον Δεκέμβριο.
Ένα «τοξικό κοκτέιλ» για τους εργαζόμενους δημιουργούν η πανδημική κρίση και το κύμα ανατιμήσεων στην αγορά, προειδοποιεί το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να υπάρξουν άμεσα παρεμβάσεις ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού.
Καταγράφοντας τις επιπτώσεις του κύματος ακρίβειας στα εισοδήματα το Ινστιτούτο σημειώνει πως η απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων λόγω των ανατιμήσεων συνεχίστηκε και τον Δεκέμβριο του 2021, με το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα να χάνει περίπου το 7% της αγοραστικής του δύναμης σε ετήσια βάση. Η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού άγγιξε το 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης ανήλθε στο 13,7%.
Σύμφωνα με το νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, το 2020 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) έναντι του 2019. Επίσης, στην Ελλάδα οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Οπως αναφέρεται, το 2020 ο μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης της Ελλάδας είχε την πέμπτη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ε.Ε., η οποία ήταν σχεδόν ίση με της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας. Παράλληλα, η αγοραστική δύναμη του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης στη Βόρεια και τη Δυτική Ευρώπη ήταν υπερδιπλάσια της ελληνικής.
«Αν και ο χρονικός ορίζοντας των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην οικονομία και στην αγορά εργασίας παραμένει ακόμη αβέβαιος, το σίγουρο είναι ότι οι επιπτώσεις αυτές συνδυαστικά με το κύμα ανατιμήσεων στην αγορά λειτουργούν σωρευτικά και σε συνέχεια εκείνων της κρίσης χρέους και της «μεγάλης ύφεσης» δημιουργώντας ένα «τοξικό κοκτέιλ», του οποίου το κύριο συστατικό είναι η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή της ευημερίας» τονίζει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ. Όπως σημειώνει, «η οριζόντια συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων καθιστά αναγκαίο να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού και οριζόντιας διάχυσης αυτής της αύξησης στους ονομαστικούς μισθούς του συνόλου των μισθωτών μερικής και πλήρους απασχόλησης».
Εξίσου μεγάλη, σύμφωνα με όσα αναφέρει το Ινστιτούτο, είναι η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης έναντι των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το γ’ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, με την απόκλιση μεταξύ του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της Ελλάδας να είναι ίση με 8,8 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, στην Ελλάδα το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών το γ’ τρίμηνο του 2021 ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό των ανδρών.
Στο ίδιο διάστημα, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη όσον αφορά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (67,1%).
Παράλληλα, μεγάλη είναι η μισθολογική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τον Δεκέμβριο του 2020 μεγαλύτερος αριθμός γυναικών απασχολήθηκε σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας. Ενδεικτικά, στα χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 11% περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες, ενώ στα υψηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 43% περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες.