Αυξημένες σε σχέση με το 2020 (σε περιοχές της Αττικής 20,3% και του Πειραιά 36%), χωρίς να φθάνουν όμως στο επίπεδο του 2019, δηλαδή πριν από την πανδημία, όταν η κτηματαγορά έδειχνε σαφή σημάδια ανάκαμψης, ήταν οι μεταβιβάσεις ακινήτων (κυρίως οικιστικών) το 2021, σύμφωνα με συγκεντρωτικά στοιχεία που προκύπτουν από το Μητρώο Μεταβιβάσεων Ακινήτων (ΜΜΑ) της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων.
Από την έντυπη έκδοση
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
Αυξημένες σε σχέση με το 2020 (σε περιοχές της Αττικής 20,3% και του Πειραιά 36%), χωρίς να φθάνουν όμως στο επίπεδο του 2019, δηλαδή πριν από την πανδημία, όταν η κτηματαγορά έδειχνε σαφή σημάδια ανάκαμψης, ήταν οι μεταβιβάσεις ακινήτων (κυρίως οικιστικών) το 2021, σύμφωνα με συγκεντρωτικά στοιχεία που προκύπτουν από το Μητρώο Μεταβιβάσεων Ακινήτων (ΜΜΑ) της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων.
Στις μετρούμενες μεταβιβάσεις που δεν είναι όλες (το ΜΜΑ χρησιμοποιείται προκειμένου να καταγράψει την τάση) περιλαμβάνονται και οι γονικές παροχές, οι οποίες εκτιμάται ότι πέρσι ήταν αυξημένες σε σχέση με άλλες χρονιές, καθώς τέθηκε σε ισχύ η απαλλαγή από τον φόρο (για ακίνητη περιουσία αξίας μέχρι 800.000).
«Θα περίμενε κανείς μια μεγαλύτερη αύξηση στις μεταβιβάσεις με δεδομένο ότι κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους η κυβέρνηση έδωσε τη δυνατότητα οι γονικές παροχές, μέχρι ενός ποσού, να προχωρήσουν χωρίς να φορολογηθούν και ακόμα η αγορά τελούσε σε αναμονή των νέων αντικειμενικών αξιών και παράλληλα είχε δοθεί παράταση στην εφαρμογή της Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτηρίων» σημειώνει σχετικά ο Θέμης Μπάκας, πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E Real Estates
Ο ίδιος εκτιμά ότι γενικότερα η αγορά το διάστημα αυτό κινείται (στον βαθμό που κινείται) προεξοφλώντας το θετικό κλίμα που αναμένεται να δημιουργηθεί με το πέρας της πανδημίας, όποτε αυτό έρθει.
Στελέχη του real estate σημειώνουν γενικότερα ότι η αγορά της κατοικίας βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο, «κτυπημένη» και αυτή από την πανδημία και κυρίως τις επιπτώσεις της στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος, τέως πρόεδρος Ελληνικού Ινστιτούτου Εκτιμητικής, ορκωτός εκτιμητής και επιστημονικός σύμβουλος της Solum Property Solutions, «υπάρχουν παράγοντες που ωθούν την αγορά ανοδικά, αλλά και άλλοι που δρουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Στην πορεία του χρόνου θα δημιουργηθεί μια νέα βάση (ή και περισσότερες) η οποία θα ποικίλλει ανάλογα με την πόλη, την τοποθεσία, το μέγεθος του ακινήτου, την ποιότητα και την κατάστασή του, την παλαιότητα και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του».
«H πανδημία έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία, που δεν επιτρέπει σε μεγάλο ποσοστό της μεσαίας τάξης να προγραμματίσει την αγορά κατοικίας και έτσι στρέφεται στο ενοίκιο» και την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον κ. Χαραλαμπόπουλο, «αυξάνεται η ζήτηση ποιοτικών, πράσινων και έξυπνων κτηρίων, η τάση (που δημιουργήθηκε λόγω της πανδημίας) για εργασία από το σπίτι διεκδικεί ένα έστω μικρό επιπλέον χώρο στην κατοικία και σε κάποιο βαθμό υπάρχει αγοραστικό κοινό που επιθυμεί και έχει τη δυνατότητα να αγοράσει νεόδμητα σύγχρονα διαμερίσματα».
«Βάσει των στοιχείων του δικτύου μας», συμπληρώνει ο κ. Μπάκας, «στην Αττική το διάστημα αυτό δεν υπάρχει ιδιαίτερη κινητικότητα στα οικιστικά αξίας 140.000 έως 220.000, δηλαδή σε αυτά που μια μεσαίου εισοδήματος οικογένεια στεγάζεται αξιοπρεπώς. Οι περισσότερες αγοραπωλησίες αφορούν μικρότερης αξίας παλιά ακίνητα ή μεγάλα και πολυτελή. Επίσης, μια άλλη παρατήρηση είναι ότι οι τιμές δεν μεταβάλλονται το ίδιο σε όλες τις περιοχές. Π.χ., οι τιμές αυξάνονται στην Αττική, αλλά όχι το ίδιο στην περιφέρεια της χώρας. Και εντός Αττικής η αύξηση των τιμών είναι μεγαλύτερη στα νότια προάστια, δεν συμβαίνει το ίδιο στα δυτικά, κάτι προφανώς που σχετίζεται με τη ζήτηση που υπάρχει».
Προς επίρρωση των ανωτέρω, η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία έκθεσή της σημειώνει ότι «ειδικά στον τομέα της κατοικίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει το τμήμα της αγοράς που σχετίζεται με τον τουρισμό και τις επενδύσεις και αφορά τόσο τις αγοραπωλησίες όσο και τις μισθώσεις, βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες. Έπειτα από ένα παρατεταμένο διάστημα υποτονικής οικοδομικής δραστηριότητας, η ανάπτυξη νέων ακινήτων και η αναβάθμιση του υφιστάμενου αποθέματος επανέρχονται σταδιακά στο προσκήνιο, με τις επενδύσεις σε προνομιακές θέσεις να καταγράφουν αξιοσημείωτους ρυθμούς μεγέθυνσης και τη ζήτηση νέων στεγαστικών δανείων να παρουσιάζει κάποιες αρχικές ενδείξεις τόνωσης.
Το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό, το οποίο τροφοδότησε την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων υψηλών προδιαγραφών και εισοδήματος, ειδικά τη διετία 2018-2019, ανέκαμψε κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου του 2021 (34,7%, έναντι μείωσης 42,5% την αντίστοιχη περίοδο του 2020), παρά τον περιορισμένο αριθμό αδειών διαμονής ιδιοκτητών ακινήτων του προγράμματος Golden Visa.
Οι επενδύσεις σε κατοικίες συνέχισαν να ενισχύονται το εννεάμηνο του 2021, με σημαντικά υψηλό ετήσιο ρυθμό (34,7%) έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2020 (19,3%), ωστόσο παρέμειναν σε χαμηλό επίπεδο ως ποσοστό του ΑΕΠ (1,4%). Επίσης, οι επιχειρηματικές προσδοκίες για την κατασκευή κατοικιών, όπως αποτυπώνονται στον σχετικό δείκτη του ΙΟΒΕ, ενισχύθηκαν σημαντικά το ενδεκάμηνο του 2021 (47,1% σε σχέση με το αντίστοιχο ενδεκάμηνο του 2020)».
Αναφορικά με την πορεία των αξιών με βάση τους δείκτες και τα στοιχεία εκτιμήσεων που συλλέγονται από την ΤτΕ το εννεάμηνο του 2021 οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) αυξήθηκαν 6,1% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης 4,9% το αντίστοιχο διάστημα του 2020.
Σε τοπικό επίπεδο οι τιμές των κατοικιών διατήρησαν την ετερογένεια στις μεταβολές τους, με σημαντικές αυξήσεις σε περιοχές με έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον και οριακές μεταβολές σε άλλες. Στην αύξηση των τιμών διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας κατά το εννεάμηνο του 2021 (τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος) συνέβαλαν σημαντικά οι υψηλοί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των τιμών στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, δηλαδή την Αθήνα (8,3%) και τη Θεσσαλονίκη (6,3%), καθώς και στις άλλες μεγάλες πόλεις. Στις λοιπές περιοχές της χώρας οι ρυθμοί που καταγράφονται είναι μεν θετικοί, αλλά αρκετά ηπιότεροι.