Με αυξήσεις μισθών - ακόμη και στον δημόσιο τομέα -, στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις, αλλά και μειώσεις φόρων θα επιδιώξει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το πληθωριστικό κύμα που πλήττει τη χώρα, ενώ οι σχετικές αποφάσεις θα ξεδιπλωθούν κατά τη διάρκεια του έτους.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Με αυξήσεις μισθών - ακόμη και στον δημόσιο τομέα -, στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις, αλλά και μειώσεις φόρων θα επιδιώξει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το πληθωριστικό κύμα που πλήττει τη χώρα, ενώ οι σχετικές αποφάσεις θα ξεδιπλωθούν κατά τη διάρκεια του έτους.
Το ακριβές περιεχόμενο των αποφάσεων θα είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, η ένταση των πληθωριστικών πιέσεων -κυρίως αυτών που προκαλούνται από τις τιμές της ενέργειας- και η πορεία εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού αλλά και των δημοσιονομικών στόχων που θα κληθεί να επιτύχει η χώρα την επόμενη χρονιά. Γι' αυτό και το πλάνο θα ξεδιπλώνεται σταδιακά κατά τη διάρκεια του έτους ανάλογα με τις εξελίξεις.
Στο ξεκίνημα της χρονιάς, το βάρος θα πέσει στη συνέχιση της επιδότησης της ενέργειας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις ώστε να αντεπεξέλθουν στις πολύ υψηλές τιμές ρεύματος και φυσικού αερίου, αλλά και στην παρουσίαση του νομοσχεδίου για τον νέο ΕΝΦΙΑ, ο οποίος αναμένεται να φέρει μειώσεις βαρών για την πλειονότητα των νοικοκυριών, παρά τις αυξήσεις των αντικειμενικών αξιών.
Τους επόμενους μήνες, και ανάλογα με την πορεία εξέλιξης των τιμών, θα εξεταστεί το ενδεχόμενο άμεσων εισοδηματικών ενισχύσεων σε κοινωνικές ομάδες που θα πληγούν σφοδρά από τις ανατιμήσεις (π.χ., άνεργοι), αλλά και στοχευμένες παρεμβάσεις στην έμμεση φορολογία ώστε να συγκρατηθούν οι τιμές. Οι μειώσεις ΦΠΑ απορρίφθηκαν σε αυτή τη φάση ως μέτρο «απάντησης» στον πληθωρισμό, λόγω του τεράστιου δημοσιονομικού κόστους (σ.σ.: εκτιμήθηκε σε πάνω από 1,2 δισ. ευρώ για μειώσεις μόνο σε βασικά είδη). Ωστόσο, στο οικονομικό επιτελείο αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο να επανεξεταστεί το ζήτημα μέσα στους επόμενους μήνες και ανάλογα με την πορεία εκτέλεσης και του προϋπολογισμού. Ούτως ή άλλως, στο κυβερνητικό πρόγραμμα έχει συμπεριληφθεί ως στόχος η μόνιμη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ, τόσο του κανονικού (24%) όσο και του χαμηλού (13%).
Μέχρι τον Μάρτιο αναμένεται ότι θα έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος των διαβουλεύσεων για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού ώστε να είναι όλα έτοιμα για την εφαρμογή του μέτρου από την 1η Μαΐου. Ενώ τυπικά η αύξηση περνά άμεσα μόνο στους εργαζόμενους που αμείβονται βάσει του κατώτατου μισθού, θεωρείται πολύ πιθανό ότι θα δημιουργηθεί και ένα «κύμα» αυξήσεων που θα προκληθεί από την υπογραφή νέων επιχειρησιακών ή κλαδικών συμβάσεων.
Μέχρι τον Μάιο, άλλωστε, θα έχει φανεί και ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας τόσο για ολόκληρο το 2021 όσο και για το πρώτο τρίμηνο του 2022, ενώ θα έχει ξεκαθαρίσει περισσότερο το τοπίο και στο μέτωπο της ενεργειακής κρίσης.
Η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού κατά το τρέχον έτος, αλλά και η πορεία των διαπραγματεύσεων για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας (σ.σ.: θα κορυφωθούν μετά το καλοκαίρι) θα κρίνουν και το περιεχόμενο των αποφάσεων για το 2023. Ουσιαστικά, το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας θα καθορίσει το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος που θα πρέπει να εμφανίσει η χώρα για το 2023 και πρακτικά τον δημοσιονομικό χώρο που θα έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση για τις περαιτέρω μειώσεις φόρων που θα ισχύσουν για το 2023.
Προτεραιότητα αποτελεί φυσικά η διατήρηση των ελαφρύνσεων που έχουν υιοθετηθεί μέχρι τώρα και έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Αυτές είναι: 1. Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και για όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων που ουσιαστικά αφορούν τον ιδιωτικό τομέα. 2. Η διατήρηση των μειωμένων συντελεστών υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών.
Από την προεκλογική δέσμευση της κυβέρνησης για συνολική μείωση των εισφορών κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, προς το παρόν, έχουν υλοποιηθεί οι 3,9 μονάδες, ενώ δρομολογείται και η μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα από τα μέσα της χρονιάς, Έτσι, υπάρχει μια «εκκρεμότητα» της τάξεως του 0,6%, η οποία για να υλοποιηθεί απαιτεί έναν δημοσιονομικό χώρο της τάξεως των 300 εκατ. ευρώ. Συνολικά, για να καταργηθεί πλήρως η εισφορά αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και για να υλοποιηθεί η δέσμευση για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες θα χρειαστεί δημοσιονομικός χώρος της τάξεως του 1,2-1,3 δισ. ευρώ για το 2023.
Πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος θα απαιτηθεί για να ενισχυθούν περαιτέρω και οι κοινωνικές ομάδες που δεν καλύπτονται από τα παραπάνω μέτρα, ουσιαστικά, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι.
Το ενδιαφέρον θα επικεντρωθεί το επόμενο χρονικό διάστημα και στους μισθούς του Δημοσίου για τρεις λόγους: πρώτον, διότι θα «ξεπαγώσουν» οι μισθοί μετά και την ολοκλήρωση της μεταμνημονιακής εποπτείας της χώρας. Δεύτερον,
διότι το υπουργείο Οικονομικών, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα μέσα στο Σαββατοκύριακο, τάσσεται υπέρ του να ανοίξει η συζήτηση συνολικά για το μισθολόγιο στο Δημόσιο.
Ο υπουργός Οικονομικών επισήμανε ότι δεν είμαστε πλέον στην περίοδο των οριζόντιων περικοπών και ότι πρέπει να μπει στο τραπέζι της συζήτησης η επιβράβευση κατηγοριών εργαζομένων του Δημοσίου που σηκώνουν αυξημένο βάρος, όπως -για παράδειγμα- το υγειονομικό προσωπικό.
Και, τρίτον, διότι από την 1η Ιανουαρίου του 2023 προγραμματίζεται να υλοποιηθεί η βασική δέσμευση της κυβέρνησης για συνολική και μόνιμη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Αυτό συνεπάγεται και αύξηση καθαρών αποδοχών ήδη από την 1η/1/2023 για τον μεγαλύτερο αριθμό των εργαζομένων στο Δημόσιο, καθώς οι περισσότεροι υπερβαίνουν το όριο των 12.000 ευρώ ετησίως και ως εκ τούτου επιβαρύνονται ακόμη και σήμερα με την εισφορά αλληλεγγύης. Ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος που απαιτείται προκειμένου να επεκταθεί η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στους δημοσίους υπαλλήλους εκτιμάται σε περίπου 400 εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά τους συνταξιούχους, η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης τους αγγίζει και αυτούς εφόσον το άθροισμα των αποδοχών τους από τις κύριες και τις επικουρικές συντάξεις υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ μηνιαίως (σ.σ.: διότι η εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται σε έχοντες ατομικό εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ τον χρόνο). Η αύξηση από την άλλη των ονομαστικών αποδοχών τους θα μπει στην εξίσωση από το 2023, αλλά θα καλύψει μόνο τους συνταξιούχους που δεν έχουν αρνητική προσωπική διαφορά. Η συγκεκριμένη ομάδα συνταξιούχων πρώτα θα μηδενίσει την προσωπική διαφορά και μετά θα δει τις ονομαστικές αποδοχές να αυξάνουν.