Στους ρυθμούς του σκληρού ροκ εξακολουθεί να «χορεύει» η βιομηχανία τροφίμων-ποτών, καθώς το πληθωριστικό «κοκτέιλ» σε πρώτες ύλες, υλικά συσκευασίας, logistic και ενεργειακό κόστος, σε συνδυασμό με την υποχώρηση της κατανάλωσης, αποτελεί ευθεία απειλή για την επιβίωση πολλών επιχειρήσεων, ενώ πλήττει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια του κλάδου. «Βιώνουμε παρατεταμένη περίοδο stress test στην αγορά από το καλοκαίρι, με την εξίσωση "βιωσιμότητας" που πρέπει να λύσουν αρκετές επιχειρήσεις να είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, με το "κόστος" του πληθωρισμού να επιβαρύνει όλο τον κλάδο», σημειώνουν, μιλώντας στη «Ν», στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Στους ρυθμούς του σκληρού ροκ εξακολουθεί να «χορεύει» η βιομηχανία τροφίμων - ποτών, καθώς το πληθωριστικό «κοκτέιλ» σε πρώτες ύλες, υλικά συσκευασίας, logistic και ενεργειακό κόστος σε συνδυασμό με την υποχώρηση της κατανάλωσης αποτελεί ευθεία απειλή για την επιβίωση πολλών επιχειρήσεων, ενώ πλήττει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια του κλάδου. «Βιώνουμε μια παρατεταμένη περίοδο stress test στην αγορά από το καλοκαίρι, με την εξίσωση "βιωσιμότητας" που πρέπει να λύσουν αρκετές επιχειρήσεις να είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Κανένας παίκτης δεν μένει αλώβητος από την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, με το "κόστος" του πληθωρισμού να επιβαρύνει όλο τον κλάδο», σημειώνουν, μιλώντας στη «Ν», στελέχη της βιομηχανίας τροφίμων.
Η πληθωριστική «ομηρία» των παραγωγικών εταιρειών είναι πολυεπίπεδη, με τις τιμές των πρώτων και δεύτερων υλών ανά προϊόν και κατηγορία να είναι αυτές που καθορίζουν την εκκίνηση κάθε δραστηριότητας. «Δραστηριότητες που έχουν βασική πρώτη ύλη τα άλευρα, τα έλαια, το γάλα, το κρέας, εκτός του χοιρινού, τη ζάχαρη, εδώ και έξι μήνες λειτουργούν σε συνθήκες ασφυξίας, εάν συνυπολογιστούν ότι οι αυξήσεις στις τιμές ξεπερνούν το 40%, ενώ για όλο τον κλάδο το κόστος υλικών συσκευασίας και μεταφορών έχει πάρει φωτιά», σημειώνουν τα ίδια στελέχη. Την ίδια ώρα, η συμμετοχή του κόστους ενέργειας ξεκινά από το 1% και βαίνει αυξανόμενο ανά δραστηριότητα και μέγεθος εταιρείας. «Το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος έχει τουλάχιστον διπλασιαστεί, όπως αντίστοιχα και του φυσικού αερίου. Τα χθεσινά στοιχεία, εξάλλου, της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής επιβεβαιώνουν και με το παραπάνω την εικόνα που επικρατεί», σημειώνουν τα ίδια στελέχη.
Σε επίπεδο εξαγωγών, που αποτελούν σημαντική διέξοδο για μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων τροφίμων-ποτών και δη μικρομεσαίων, η κατάσταση είναι σημαντικά επιβαρυμένη. Η πλειονότητα των συμφωνιών αφορά κλειστά συμβόλαια, ωστόσο όταν μεταβάλλονται τόσο σημαντικοί παράγοντες του κόστους αυτό δημιουργεί τεράστια ζημία ή αναγκάζει τις επιχειρήσεις να μην εκτελούν τελικά τις συμφωνίες τους, γεγονός που θίγει σημαντικά την αξιοπιστία τους.
Σε εγχώριο επίπεδο, στο κάδρο πρέπει να προσμετρηθεί και η επιτακτική ανάγκη για εντατικοποίηση των προσφορών στο ράφι, με τη βιομηχανία τροφίμων να είναι αυτή που καλείται να σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος των προωθητικών.
«Οι προσφορές, που ποτέ δεν έχουν εκλείψει από την αγορά, πλέον είναι μονόδρομος για τη βιομηχανία. Η "πίτα" της κατανάλωσης αναμένεται να συρρικνωθεί σε σχέση και με τις προ Covid περιόδους, αφού οι ανατιμήσεις στους καταλόγους χονδρικής είναι αναπόφευκτες δεδομένων όλων των επιβαρύνσεων, και κατ' επέκταση η σταδιακή μετακύλισή τους στο ράφι, σε μια χρονική περίοδο που τα εισοδήματα των πολιτών δέχονται εξίσου σημαντικό πλήγμα», αναφέρουν οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας.
Οι συνέπειες των ανατιμήσεων στη λειτουργία της αγοράς και η δύσκολη θέση που βρίσκονται οι επιχειρήσεις εξαιτίας του υψηλού λειτουργικού τους κόστους βρέθηκαν στο επίκεντρο συνάντησης του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα, με τον πρόεδρο της ΚΕΕΕ και του ΕΕΑ, Γιάννη Χατζηθεοδοσίου.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας διαβεβαίωσε τον πρόεδρο της ΚΕΕΕ και του ΕΕΑ ότι η στήριξη της κυβέρνησης προς την επιχειρηματική κοινότητα θα συνεχιστεί για όσο διαρκέσει η κρίση. Ο κ. Χατζηθεοδοσίου επισήμανε ότι παρά την κυβερνητική ενίσχυση οι επιχειρήσεις αδυνατούν να απορροφήσουν ένα τόσο μεγάλο κόστος, ενώ παράλληλα μειώνεται και το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, παράγοντας ο οποίος επίσης προκαλεί πρόβλημα στο επιχειρείν.