Οικονομία & Αγορές
Κυριακή, 09 Ιανουαρίου 2022 12:10

Σήμα κινδύνου από την εστίαση: Χάθηκε το 50% του τζίρου την περασμένη διετία

«Διασωληνωμένος» παραμένει ο κλάδος της εστίασης, που εξακολουθεί να νοσεί βαριά από την Covid-19, έχοντας απολέσει ήδη το 50% του τζίρου του στη διετία 2020-2021, ενώ το «ποδαρικό» στο 2022 έγινε με πτώση που υπολογίζεται ότι το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου σε κάποιες επιχειρήσεις θα προσεγγίσει το 70%. Υπό τον φόβο του «λουκέτου» ζει πλέον η πλειονότητα των επιχειρήσεων εστίασης, καθώς έπειτα από δύο χρόνια παρατεταμένων lockdowns, άτυπων και μη, οι συσσωρευμένες ζημιές έχουν προκαλέσει ασφυξία.

Από την έντυπη έκδοση

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]

«Διασωληνωμένος» παραμένει ο κλάδος της εστίασης, που εξακολουθεί να νοσεί βαριά από την Covid-19, έχοντας απολέσει ήδη το 50% του τζίρου του στη διετία 2020-2021, ενώ το «ποδαρικό» στο 2022 έγινε με πτώση που υπολογίζεται ότι το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου σε κάποιες επιχειρήσεις θα προσεγγίσει το 70%.

Υπό τον φόβο του «λουκέτου» ζει πλέον η πλειονότητα των επιχειρήσεων εστίασης, καθώς έπειτα από δύο χρόνια παρατεταμένων lockdowns, άτυπων και μη, οι συσσωρευμένες ζημιές έχουν προκαλέσει ασφυξία.

Στη διετία 2020-2021 η συνολική απώλεια των εσόδων για την εστίαση εκτιμάται ότι κυμαίνεται στο 50%, εάν συνυπολογιστεί ότι το 2020 χάθηκε το 38% του τζίρου και το πρώτο εξάμηνο του 2021 η απώλεια κυμάνθηκε στο 51%. Προ πανδημίας ο τζίρος της εστίασης διαμορφωνόταν σε 6,5 δισ. ευρώ και πλέον η «πίτα» της αγοράς έχει συρρικνωθεί στα περίπου 3 δισ. ευρώ.  Όπως αναφέρει μιλώντας στη «Ν» ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) Γιώργος Καββαθάς, «ο χαμένος τζίρος δεν θα αναπληρωθεί ποτέ. Από τη λήξη της πανδημίας θα χρειαστεί τουλάχιστον ένας χρόνος για τις επιχειρήσεις να μπουν σε τροχιά βιωσιμότητας. Τα συσσωρευμένα χρέη των επιχειρήσεων είναι πάρα πολλά. Η πρόκληση είναι μεγάλη, και ήδη τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις εκφράζουν αβεβαιότητα και ανησυχία για τη δυνατότητα διατήρησης της λειτουργίας των καταστημάτων τους φέτος».

Τα μηνύματα εξάλλου από την κίνηση κατά την εορταστική περίοδο υποδεικνύουν ότι η καταναλωτική συμπεριφορά έχει αλλάξει άρδην. Οι εκτιμήσεις θέλουν ότι στην περίοδο Χριστουγέννων - Πρωτοχρονιάς η κατανάλωση κινήθηκε με ρυθμό πτώσης 40%.

«Ο κόσμος ανησυχεί και φοβάται. Η αρνητική ψυχολογία δεν δημιουργεί τη διάθεση για κατανάλωση. Η εξάπλωση των κρουσμάτων επιδεινώνει την κατάσταση. Σε συνδυασμό με τις επιβαρύνσεις στο εισόδημα, το επόμενο διάστημα θα είναι ακόμα πιο δύσκολο για τον κλάδο. Εάν παραδοσιακά μετά τον εορτασμό των Φώτων μέχρι και τις Απόκριες ήταν μια υποτονική περίοδος για την αγορά, τώρα τι μπορούμε να περιμένουμε από τη Δευτέρα 10 Ιανουαρίου;», αναφέρει στην «Ν» ο κ. Δημήτρης Παναγόπουλος, ιδιοκτήτης εστιατορίων σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη.

Αναφερόμενος στην ευελιξία της αγοράς μετά τη δύσκολη διετία, ο ίδιος επισημαίνει: «Οι επιχειρήσεις με “νοικοκυρεμένους” οικονομικούς δείκτες κατάφεραν μαζί με χρηστή διαχείριση των κρατικών παροχών στήριξης που δόθηκαν στον κλάδο να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Ωστόσο, ακόμα και αυτές οι επιχειρήσεις χωρίς τη κρατική στήριξη δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Ακόμα και να τελείωνε η πανδημία τον Μάρτιο, ο κλάδος της εστίασης για να παραμείνει βιώσιμος θα χρειαστεί την κρατική στήριξη για τουλάχιστον έναν χρόνο».

Σε ό,τι αφορά τα μέτρα στήριξης, σχολιάζοντας τις χθεσινές αναγγελίες που αφορούν την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, ο κ. Καββαθάς ανέφερε ότι η επιδότηση στα εμπορικά τιμολόγια κινείται στη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο εκτίμησε ότι για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα χρειάζεται επιπλέον στήριξη.

Αναστολές συμβάσεων

Σχετικά με το αίτημα για διεύρυνσης της λίστας των ΚΑΔ για αναστολή συμβάσεων εργασίας, ο κλάδος της εστίασης βρίσκεται σε αναμονή της έκδοσης της σχετικής ΚΥΑ, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες θα δίνει τη δυνατότητα ένταξης όλων των επιχειρήσεων με την ποσόστωση να ανέρχεται στο 25% του προσωπικού.

Παράλληλα, οι επιχειρηματίες της εστίασης επισημαίνουν ότι υπάρχει ανάγκη για χρηματοδότηση, είτε άμεση είτε έμμεση, όπως π.χ. με την επιδότηση ενοικίων, τις επιστρεπτέες προκαταβολές, αλλά και τη μείωση του ΦΠΑ στο 6%, αίτημα το οποίο, ωστόσο, δεν φαίνεται να έχει πέσει στο τραπέζι των αποφάσεων του οικονομικού επιτελείου.