Η συμπλήρωση 40 χρόνων αξιοποίησης των «εργαλείων» της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) στην Ελλάδα συμπίπτει με τον σχεδιασμό μιας ακόμα προγραμματικής περιόδου που εκπονείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η νέα ΚΑΠ θα εφαρμοστεί από τον Ιανουάριο του 2023 και ο προϋπολογισμός της ανέρχεται στα 387 δισ. ευρώ μέχρι το 2027 -δηλαδή σχεδόν το ένα τρίτο του πολυετούς προϋπολογισμού της Ε.Ε.-, εκ των οποίων τα 270 δισεκατομμύρια αφορούν άμεσες ενισχύσεις στους αγρότες.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Η συμπλήρωση 40 χρόνων αξιοποίησης των «εργαλείων» της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) στην Ελλάδα συμπίπτει με τον σχεδιασμό μιας ακόμα προγραμματικής περιόδου που εκπονείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η νέα ΚΑΠ θα εφαρμοστεί από τον Ιανουάριο του 2023 και ο προϋπολογισμός της ανέρχεται στα 387 δισ. ευρώ μέχρι το 2027 -δηλαδή σχεδόν το ένα τρίτο του πολυετούς προϋπολογισμού της Ε.Ε.-, εκ των οποίων τα 270 δισεκατομμύρια αφορούν άμεσες ενισχύσεις στους αγρότες.
Στόχος της Ε.Ε. είναι τη νέα προγραμματική περίοδο ο αγροτικός τομέας να «πρασινίσει» και να υιοθετήσει βέλτιστες πρακτικές στον άξονα της βιώσιμης ανάπτυξης.
Επί της ουσίας ο αγροτικός κόσμος στην Ευρώπη καλείται «να κάνει περισσότερα με λιγότερα», ενώ την ίδια στιγμή οφείλει να παραμείνει ανταγωνιστικός. Μολονότι στις Βρυξέλλες τέθηκαν οι βασικές κατευθυντήριες, η επιτυχία της νέας ΚΑΠ θα εξαρτηθεί από τις παρεμβάσεις και τις πολιτικές που θα υιοθετήσουν και θα εφαρμόσουν τα κράτη-μέλη. Ωστόσο από πλευράς Κομισιόν η νέα προγραμματική περίοδος θα συνοδευτεί με αυστηρή εποπτεία.
Στην Ελλάδα το οικονομικό αποτύπωμα των τεσσάρων δεκαετιών της ΚΑΠ στον πρωτογενή τομέα αφορά περίπου 95 δισ. ευρώ, των οποίων η αξιοποίηση όμως δεν κατάφερε να εμφανίσει τις προσδοκώμενες «αποδόσεις». Η νέα ΚΑΠ μεταφράζεται σε κονδύλια ύψους 19,3 δισ. ευρώ για τη χώρα.
Σε αυτό το πλαίσιο το βασικό ζητούμενο παραμένει η βέλτιστη αξιοποίηση των κοινοτικών και εθνικών πόρων στην κατεύθυνση της ενδυνάμωσης της εγχώριας παραγωγής στους άξονες της ανταγωνιστικότητας, της βιωσιμότητας, της περιβαλλοντικής υπευθυνότητας και κυρίως της «καλλιέργειας» προοπτικών, ώστε ο κλάδος να καταστήσει την Ελλάδα βασικό παίκτη στον αγροδιατροφικό τομέα διεθνώς.
Η «Ν» συνομίλησε με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Σπήλιο Λιβανό, καθώς και με τρεις διατελέσαντες υπουργούς Γεωργίας, τους Βαγγέλη Αποστόλου, Αθανάσιο Τσαυτάρη και Κώστα Σκανδαλίδη, οι οποίοι μοιράζονται τις σκέψεις τους τόσο για την παρακαταθήκη των τεσσάρων δεκαετιών της ΚΑΠ στον εγχώριο πρωτογενή τομέα όσο κυρίως για το μέλλον του κλάδου, στο πλαίσιο και των επιταγών της Κομισιόν για τη νέα εποχή του ευρωπαϊκού αγροτικού τομέα.
«Η Κοινή Αγροτική Πολιτική υπήρξε από το ξεκίνημα του εγχειρήματος της Ενωμένης Ευρώπης έως σήμερα η πρώτη και καθοριστική κοινή πολιτική. Διατυπώθηκε από πολύ νωρίς, ήδη από το 1962, με βάση τους στόχους που έθετε η Συνθήκη της Ρώμης. Έκτοτε, μετεξελίχθηκε, αναθεωρήθηκε και εκσυγχρονίστηκε. Τα τελευταία 40 χρόνια η χώρα μας έχει επωφεληθεί πολλαπλά από τους κοινοτικούς πόρους για τον αγροτικό τομέα. Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ε.Ε. το συνολικό ποσό που έχει λάβει η Ελλάδα από την ένταξή της στην Κοινότητα (1981) έως και το 2020 από πόρους της ΚΑΠ ανέρχεται σε 95,07 δισ. ευρώ.
Η φετινή χρονικά είναι μια χρονιά ορόσημο, καθώς έκλεισε ο κύκλος διαπραγματεύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη νέα ΚΑΠ και μέχρι το τέλος του έτους θα καταθέσουμε το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο. Ένα σχέδιο που εξειδικεύει την ΚΑΠ και τον τρόπο διαχείρισης των 19,3 δισ. ευρώ για τον πρωτογενή τομέα. Μέσα από την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μας προσφέρουν οι ενωσιακοί πόροι, θέλουμε: να κάνουμε την αγροτική μας οικονομία πιο ανταγωνιστική, να διασφαλίσουμε βιώσιμα και φιλικά προς το περιβάλλον συστήματα τροφίμων, να εξασφαλίσουμε επαρκή και ασφαλή τρόφιμα για όλους.
Η νέα ΚΑΠ 2023-27 αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για τη μετεξέλιξη του παραγωγικού μοντέλου του αγροδιατροφικού τομέα μας και την προσαρμογή του στα ζητούμενα της νέας εποχής, με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας.
Μια ευκαιρία που θα αξιοποιήσουμε στο έπακρο προς όφελος της αγροτικής ανάπτυξης και των παραγωγών μας. Έπειτα από γόνιμο διάλογο σε 13 συνδιασκέψεις σε όλη την επικράτεια και σκληρή δουλειά φτάσαμε στην τελική πρόταση για το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιό μας, που: στηρίζει τους νέους αγρότες, αποκαθιστά τη διαγενεακή δικαιοσύνη, στηρίζει τους πραγματικούς αγρότες, ενισχύει τις μικρές και μεσαίες καλλιέργειες και προάγει τα προϊόντα μας προσδίδοντάς τους προστιθέμενη αξία.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η πράσινη μετάβαση είναι τα κλειδιά για την άσκηση σύγχρονης γεωργίας. Μέσα από τη νέα ΚΑΠ προσφέρονται τα απαραίτητα εργαλεία για την προσαρμογή των αγροτών μας στα νέα δεδομένα.
Ήδη, για τη μεταβατική περίοδο 2021-22 έχουμε ενεργοποιήσει τα 2 δισ. ευρώ που έχουμε στη διάθεσή μας, με την προκήρυξη καινοτόμων προγραμμάτων, όπως: 420 εκατ. για τους νέους αγρότες, 490 εκατ. για τους βιοκαλλιεργητές και εκτροφείς, 180 εκατ. για τα σχέδια βελτίωσης, 43 εκατ. για την Αγροτική Οδοποιία, 40 εκατ. για τα μικρά αρδευτικά έργα, 45 εκατ. για την ενίσχυση της ποιότητας στην παραγωγή, 150 εκατ. για την Απονιτροποίηση των εδαφών, 90 εκατ. για τη Δάσωση Γεωργικών Γαιών, 45 εκατ. για την Ευζωία Ζώων».
«Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, η παλαιότερη των κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών, που για σαράντα χρόνια διαμόρφωσε τους όρους άσκησης της γεωργίας σε ολόκληρη την Ένωση, επηρέασε καθοριστικά την πορεία και εξέλιξη του αγροδιατροφικού τομέα και της χώρας μας, συνεισφέροντας σημαντικότατους πόρους για την εισοδηματική στήριξη των παραγωγών μας, τον εκσυγχρονισμό των γεωργικών μας εκμεταλλεύσεων, την ανάπτυξη του μεταποιητικού μας τομέα, καθώς και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις αγροτικές μας περιοχές.
Σε αυτή την εξελικτική πορεία της ΚΑΠ, η οποία χαρακτηρίστηκε αφενός από την απαίτηση συγκερασμού των αναγκών και ιδιαιτεροτήτων των διαφορετικών παραγωγικών συστημάτων των κρατών-μελών της Ε.Ε. στις διάφορες φάσεις διεύρυνσής της και αφετέρου από τις μεταρρυθμίσεις σταδιακής μετατόπισης του παραγωγικού μοντέλου της Ε.Ε. από τη σύνδεση των ενισχύσεων με την παραγωγή προς τις αποσυνδεδεμένες ενισχύσεις, την περιβαλλοντική μέριμνα και τις επενδύσεις στην αγροτική ανάπτυξη, η χώρα μας έκανε τις δικές της εθνικές επιλογές εφαρμογής, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένες.
Ενδεικτικά αναφέρω τις επιλογές που έγιναν διαχρονικά ως προς το μοντέλο διατήρησης της ιστορικότητας των δικαιωμάτων στη χορήγηση των άμεσων ενισχύσεων, γεγονός που δημιούργησε ένα προνομιακό καθεστώς επιδοματικής στήριξης παλαιών παραγωγών, αποδυναμώνοντας πολιτικές αναπτυξιακού χαρακτήρα, όπως για την προσέλκυση νέων στη γεωργία ή την ενθάρρυνση επενδύσεων, με αντίκτυπο στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς μας τομέα.
Σε κάθε περίπτωση, ζητούμενο παραμένει εν όψει και της εφαρμογής της νέας ΚΑΠ οι πολύτιμοι πόροι της, συνοδευόμενοι από τις κατάλληλες εθνικές πολιτικές, να πιάσουν τόπο και να συμβάλουν ουσιαστικά στον διαρθρωτικό αναπροσανατολισμό της γεωργίας μας, διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων της χώρας.
Το πραγματικό στοίχημα της μεταρρύθμισης που επιχειρείται στη νέα ΚΑΠ 2023-2027 συνίσταται στον βαθμό που θα καταφέρει να διαψεύσει την κριτική που της ασκείται ως προς τη ρεαλιστικότητα των περιβαλλοντικών - κλιματικών της στόχων, καθώς και την ικανότητά της να ανταποκριθεί στις μεγάλες και σοβαρές κρίσεις, εξασφαλίζοντας επισιτιστική ασφάλεια και επάρκεια στην Ε.Ε., ταυτόχρονα με αξιοπρεπή εισοδήματα στους παραγωγούς της.
Τα συγκεκριμένα ζητήματα βρέθηκαν στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων στα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. επί τρία και πλέον έτη έως την ψήφιση των βασικών κανονισμών της νέας ΚΑΠ, γεγονός που καταδεικνύει τον έντονο προβληματισμό και τις δυσκολίες στον δρόμο για τον τελικό συμβιβασμό που επήλθε.
Η πρόκληση συνεπώς είναι μεγάλη, καθώς, όπως επανειλημμένα έχω επισημάνει, δύο είναι οι βασικοί παράγοντες που θα καθορίσουν την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων της νέας ΚΑΠ στη χώρα μας και θα κρίνουν βεβαίως την αποτελεσματικότητα των επιλογών της σημερινής κυβέρνησης.
Αφενός ο σωστός σχεδιασμός, ο οποίος θα διασφαλίσει μέσα από το κατάλληλο μίγμα πολιτικών τους δίκαιους, βιώσιμους και ρεαλιστικούς όρους μετάβασης στο νέο ''ανθεκτικό, πράσινο και ψηφιακό'' αναπτυξιακό πρότυπο που υπαγορεύουν οι στόχοι της νέας ΚΑΠ, και αφετέρου η σωστή εφαρμογή και αξιοποίηση των εργαλείων της νέας ΚΑΠ προς όφελος των νέων και των μικρομεσαίων παραγωγών μας, με προτεραιότητα στις περισσότερο ευάλωτες αγροτικές περιοχές της χώρας μας, όπως οι ορεινές και οι νησιωτικές».
«Το αποτύπωμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής είναι τρομερά θετικό, τόσο για τη γεωργία της χώρας μας όσο για την Ευρώπη, αλλά και τον κόσμο ολόκληρο. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η πρώτη και μοναδική έως σήμερα κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Ακόμα και τώρα που μιλάμε η Ε.Ε. δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική, πολιτική άμυνας, πολιτική υγείας. Έχει όμως 40 χρόνια κοινής αγροτικής πολιτικής που συνέβαλε σημαντικά στο μαζικό βάθεμα της ενοποίησής της, στην προσέλκυση και άλλων κρατών και τη διεύρυνσή της, στη διασφάλιση της επάρκειας τροφίμων, όχι μόνο για τον πληθυσμό της αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Δημιούργησε, μάλιστα, ένα σημαντικό πρότυπο για την υγιεινή διατροφή, την πρόληψη εκδήλωσης και την ορθή αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας, τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων και των εισροών στη γεωργία (έδαφος, νερό, βιοποικιλότητα, φιλικοί μικροοργανισμοί κ.ά.), κυρίως όμως κράτησε ζωντανή την ύπαιθρο, περιορίζοντας την έκταση της αστυφιλίας μέσω της υποστήριξης της ζωής στην επαρχία και τις πολυμελείς οικογένειες, συνέβαλε σημαντικά στον μετριασμό της μεγάλης μάστιγας της δημογραφικής συρρίκνωσης που ζει ο δυτικός κυρίως κόσμος.
Η υποστήριξη της αγροτικής έρευνας και τεχνολογίας, των υποδομών, συνέβαλε στην υποστήριξη της αειφορίας, αλλά και στη διασφάλιση ακόμα περισσότερο της βιωσιμότητάς της. Τέλος, η υποστήριξη της ποιότητας των ευρωπαϊκών γεωργικών προϊόντων (τρόφιμα, ίνες, ζωοτροφές, γεωργικά εφόδια, σπόροι κ.λπ.) και των εξαγωγών τους συνέβαλε στην ταχύτερη ανάπτυξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, που ταχύτατα ζήτησαν και πέτυχαν την ενσωμάτωσή τους στην Ε.Ε. διευρύνοντάς τη σημαντικά.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον, ο ρόλος της ΚΑΠ είναι σημαντικός και αναγκαίος, λαμβάνοντας υπόψη τις μεγάλες προκλήσεις της ανθρωπότητας που επηρεάζουν ήδη και θα επηρεάσουν στο μέλλον καθώς η δημογραφική συρρίκνωση της Δύσης, η συρρίκνωση των φυσικών πόρων, η ψηφιοποίηση δεδομένων (συμπεριλαμβανομένων και των γονιδιωματικών δεδομένων ανθρώπων, ζώων, φυτών, μικροβίων), των αυτοματισμών, κάνουν επιτακτική την ανάγκη υποστήριξης της αγροτικής παραγωγής, της επάρκειας σε τρόφιμα, της προστασίας του περιβάλλοντος και ορθότερης διαχείρισης των πόρων και την κάλυψη αναγκών πέραν της διατροφής, όπως π.χ. παραγωγή ινών για ένδυση, ανθέων για την αναψυχή μας, αρωμάτων και φαρμάκων, βιοκαυσίμων κ.λπ.
Η ΚΑΠ της Ε.Ε. βοήθησε τους Ευρωπαίους να αποκτήσουν εμπειρίες τόσο σε επίπεδο πολιτικής στις Βρυξέλλες όσο και στα υπουργεία των κρατών-μελών. Η αποκτηθείσα εμπειρία στο "ΜΑΖΙ" των ευρωπαϊκών κρατών, κυβερνήσεων και πολιτών αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημά της.
Κλείνοντας, με την ταμπέλα του επιστήμονα καθηγητή και ερευνητή, πιστεύω ότι οι ως τώρα σημαντικές προσπάθειες της Ευρώπης στην υποστήριξη της Έρευνας και Τεχνολογίας, της κινητικότητας και διασύνδεσης του ανθρώπινου δυναμικού με κάνουν αισιόδοξο ως προς το μέλλον της».
«Η χώρα έχει εν δυνάμει στα ταμεία της 20-22 δισ. ευρώ από τη νέα ΚΑΠ (2021-2027), αλλά δεν διαθέτει στοιχειώδες σχέδιο αξιοποίησής τους.
Το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο που διατείνεται ότι διαθέτει η κυβέρνηση και το οποίο υποτίθεται ότι καταθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν συνιστά σοβαρή πρόταση. Ο διάλογος που επιχειρήθηκε έγινε επί γενικών αρχών και θέσεων χωρίς καμία ιδιαίτερη σημασία.
Και όμως, είμαστε σε μια εποχή που οι προηγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάνοντας ολοκληρωμένους απολογισμούς της χρήσης της προηγούμενης περιόδου (2014-2020), υποδέχονται τους πόρους της νέας ΚΑΠ. Εδώ, πέρα από τα συνεχιζόμενα έργα σε διάφορους τομείς, αδυνατούμε να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε ένα συνολικό, κοστολογημένο και ιεραρχημένο πρόγραμμα. Κι αυτό γιατί επιπλέον οι διαδοχικές κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ. δεν προχώρησαν θεσμοθετημένες δομικές αλλαγές, ούτε αυτές που υπαγορεύουν οι διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Έτσι ο κρίσιμος τομέας για την ανάπτυξη της χώρας, ο αγροδιατροφικός και μεταποιητικός, ουσιαστικά παρέμεινε στάσιμος. Δεν εξελίχθηκε όπως θα μπορούσε και επιβαλλόταν από τις περιστάσεις σε ατμομηχανή της ανάπτυξης. Ιδιαίτερα στην εποχή της πανδημίας που ήρθε στο προσκήνιο ο πρωτογενής τομέας και συνδέεται αποφασιστικά με τα μείζονα προβλήματα της διατροφικής ασφάλειας και της κλιματικής αλλαγής, η χώρα πορεύεται και εδώ χωρίς σχέδιο, χωρίς προοπτική, χωρίς γενναίες και επιβαλλόμενες από τα πράγματα αποφάσεις. Πορεύεται την πεπατημένη.
Πιο συγκεκριμένα:
1ο Απουσιάζει οποιοσδήποτε περιφερειακός σχεδιασμός για τις ανάγκες και τους στόχους της παραγωγής, για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, για την προβολή και την επικοινωνιακή στήριξη του τοπικού προϊόντος.
2ο Δεν προωθεί τις οργανώσεις των παραγωγών. Και τη στήριξη των εξαγωγών και των εθνικών προϊόντων που συνιστούν την ταυτότητα της χώρας μέσα από συγκροτημένες πρωτοβουλίες και προγράμματα.
3ο Δεν ενισχύει θετικά τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας σε επίπεδο ατομικής και συλλογικής αγροτικής παραγωγής, ώστε να μειώσει δραστικά το κόστος.
4ο Δεν επενδύει στη διατροφική επάρκεια των ορεινών, μειονεκτικών και νησιωτικών περιοχών ενισχύοντας και προβάλλοντας την ποιότητα.
5ο Δεν αντιμετωπίζει δραστικά το μειονέκτημα του μικρού και τεμαχισμένου κλήρου μέσα από αποδόσεις, συμπράξεις, συνεταιριστικές πρακτικές που αυξάνουν την παραγωγικότητα του προϊόντος.
Επιπλέον η διασύνδεση του αγροδιατροφικού τομέα με τον τουρισμό, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, που θα δώσει την εικόνα μιας ολικής ποιότητας στην παροχή υπηρεσιών, απουσιάζει από τους σχεδιασμούς της κυβερνητικής πολιτικής.
Οι πρακτικές του παρελθόντος που κρατούν καθηλωμένη τη συμβολή του αγροτικού τομέα στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας θα έπρεπε να έχουν παραγκωνιστεί στην αξιοποίηση των πόρων της νέας ΚΑΠ. Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος ότι η εμμονή φραστικά στον μεταρρυθμιστικό οίστρο που συνέχει την κυβέρνηση και κονταροχτυπιέται με την πρακτική τού βλέποντας και κάνοντας μπορεί να αποδώσει οποιουσδήποτε θετικούς καρπούς. Δυστυχώς κάτω απ' αυτή τη λογική φοβάμαι ότι άλλη μια ευκαιρία θα πάει χαμένη».