Ως σημαντικό στήριγμα για τα ελληνικά ομόλογα αξιολογεί ο αμερικανικός οίκος Fitch την πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα. Αναβαθμίζει παράλληλα αισθητά τις εκτιμήσεις του για την εφετινή ανάπτυξη της οικονομίας και προβλέπει μείωση του δημοσίου χρέους την επόμενη διετία.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ως σημαντικό στήριγμα για τα ελληνικά ομόλογα αξιολογεί ο αμερικανικός οίκος Fitch την πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα. Αναβαθμίζει παράλληλα αισθητά τις εκτιμήσεις του για την εφετινή ανάπτυξη της οικονομίας και προβλέπει μείωση του δημοσίου χρέους την επόμενη διετία.
«Η ανακοίνωση της ΕΚΤ ότι μπορεί να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα έως και τα τέλη του 2024 περιορίζει τον κίνδυνο για μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού μετά τη λήξη του PEPP» αναφέρει σε σημεώμά του με ημερομηνία 21/12/2021 ο Fitch, o οποίος και αναβαθμίζει στο 8,3% από 6% την πρόβλεψή του για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας φέτος.
Ο οίκος εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμούς 4,1% το 2022 και 3,6% το 2023. «Τα χαμηλότερα ελλείμματα σε συνδυασμό με την βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη θα στηρίξουν τη μείωση του χρέους επισημαίνει». Το 2023 υπολογίζει ότι το δημόσιο χρέος θα έχει μειωθεί λίγο κάτω από το 188% του ΑΕΠ.
Ο Fitch υπενθυμίζει ότι η ΕΚΤ επιβεβαίωσε την Πέμπτη πως το PEPP θα τερματιστεί τον Μάρτιο, ωστόσο οι επανεπενδύσεις των ομολόγων του έκακτου προγράμματος θα συνεχιστούν έως και τα τέλη του 2024. Στο πλαίσιο αυτό θα βρουν στήριγμα και τα ελληνικά ομόλογα. «Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει και ομόλογα, που εκδίδονται από το ελληνικό δημόσιο, πέρα και πάνω από τα όρια του roll over προκειμένου να αποτραπούν πιέσεις στην ελληνική οικονομία όσο ακόμη θα ανακάμπτει από τον αντίκτυπο της πανδημίας» ανέφερε χαρακτηριστικά στην απόφασή της η κεντρική τράπεζα.
Όπως σχολιάζoυν οι αναλυτές του οίκου «το PEPP υπήρξε σημαντική πηγή ευελιξίας για τη χρηματοδότηση της Ελλάδας, της οποίας τα ομόλογα δεν είναι επισήμως επιλέξιμα για αγορά από την ΕΚΤ αφου βρίσκονται χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα». Έως τα τέλη Νοεμβρίου η ΕΚΤ είχε αγοράσει ελληνικά ομόλογα αξίας 34,9% (19,3% του εκτιμώμενο ΑΕΠ για το 2021). Οι αγορές αυτές βοήθησαν να υποχωρήσει η απόδοση του 10ετους ομολόγου κοντά στο 1,3% από πάνω από 2% τον Μάιο του 2020.
Άλλοι παράγοντες που στηρίζουν τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, σημειώνει ο Fitch, είναι το «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων που προβλέπεται να κλείσει κοντά στο 18% του ΑΕΠ στα τέλη το έτους. Επιπλέον η διάρκεια ωρίμανσης του ελληνικού χρέους είναι μεταξύ των μεγαλύτερων στα 19 έτη. Ο οίκος αναφέρεται επίσης στις πληροφορίες για πρόσωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ.
Η ECB θα παραμείνει αρκετά ευέλικτη ώστε να αποφευχούν προβλήματα στη ρευστότητα και το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, εκτιμά ο Fitch. Σημειώνει δε ότι το προφίλ χρηματοδότησης και ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, χάρη στην πιο υγιή ανάπτυξη των καταθέσεων και την καλύτερη πρόσβαση στις αγορές. Η επόμενη αξιολόγηση του Fitch για την Ελλάδα έχει προγραμματιστεί για τις 14 Ιανουαρίου.
Υπενθυμίζεται ότι σε πρόσφατες δηλώσεις του στη «Ν» ο Michele Napolitano, Senior Director, Head of Western European Sovereigns Global Sovereign & Supranationals του Fitch, είχε σχολιάσει ότι η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει έναν σημαντικό βαθμό ανθεκτικότητας φέτος. Τόνιζε ότι και το 2022 η ανάκαμψη θα συνεχιστεί χάρη στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα ανεβάσει τις πραγματικές δαπάνες. Οι χορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης στην Ελλάδα ανέρχονται σε 18,4 δισ. ευρώ (10,1% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2019), γεγονός που τοποθετεί τη χώρα στους μεγάλους ωφελημένους.
Όσον αφορά στους κινδύνους, παρατηρούσε: «Η εξέλιξη της πανδημίας, με την πιθανότητα νέων περιοριστικών μέτρων εξαιτίας της εξάπλωσης της μετάλλαξης Όμικρον, είναι ένας κίνδυνος για τις οικονομικές προοπτικές τους επόμενους μήνες. Ένας άλλος έχει να κάνει με τους περιορισμούς στην προσφορά και τις υψηλές τιμές ενέργειας, που επηρεάζουν σειρά κλάδων, με αντίκτυπο στα κόστη λειτουργίας των επιχειρήσεων, την παραγωγή και τη συνολική ζήτηση. Μία βραδύτερη του αναμενομένου διάθεση των κεφαλαίων θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα χαμηλότερες προβλέψεις για το ΑΕΠ».