Το 2022 προδιαγράφεται, επενδυτικά, ως μια ακόμη παραγωγική χρονιά, με τις γερμανικές επιχειρήσεις να ενισχύουν την κεφαλαιακή τους παρουσία στην Ελλάδα, αλλά και τις θέσεις εργασίας που υποστηρίζουν.
Το 2022 προδιαγράφεται, επενδυτικά, ως μια ακόμη παραγωγική χρονιά, με τις γερμανικές επιχειρήσεις να ενισχύουν την κεφαλαιακή τους παρουσία στην Ελλάδα, αλλά και τις θέσεις εργασίας που υποστηρίζουν. Αυτό προκύπτει από τα συμπεράσματα του Φθινοπωρινού AHK World Business Outlook που διενήργησε, τον Νοέμβριο, η Κεντρική Ένωση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK), με το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο να συνδράμει στην έρευνα συγκεντρώνοντας σχετικό υλικό από την Ελλάδα.
Όπως σημειώνεται σε ανακοίνωση του Επιμελητηρίου, θετικές στο να αυξήσουν την επενδυτική τους δράση στην Ελλάδα εμφανίζονται 6 στις 10 γερμανικές εταιρείες με παρουσία στη χώρα.
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, οι 7 στις 10 εταιρείες γερμανικών συμφερόντων με παρουσία στη χώρα αισιοδοξούν για την πορεία των οικονομικών μεγεθών τους, οι 5 στις 10 προτίθενται να προβούν σε προσλήψεις νέων συνεργατών, ενώ οι περισσότερες εξ αυτών ανησυχούν για τις τιμές των εμπορευμάτων, το κόστος ενέργειας και την εξέλιξη της ζήτησης.
Αναλυτικότερα, τα βασικότερα συμπεράσματα της έρευνας έχουν ως εξής:
Οι τιμές των εμπορευμάτων (50%), το κόστος ενέργειας (44,2%), οι συνθήκες πλαισίου της οικονομικής πολιτικής (40,4%), η εξέλιξη της ζήτησης (36,5%) και η έλλειψη δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας (28,8%) αποτελούν, για τους ερωτηθέντες, τους πέντε βασικούς κινδύνους για την οικονομική ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων.
Οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί (64,7%), τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού (49%), η ακύρωση των εμπορικών εκθέσεων (39,2%), οι αναβολές σε επενδυτικά project (39,2%) και η μειωμένη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες (27,5%) αποτελούν, για τους συμμετέχοντες στην έρευνα, τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά.
Το 50% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν έχουν προβεί σε καμία προσαρμογή της αλυσίδας εφοδιασμού, το 36,5% αναζήτησαν νέους ή πρόσθετους προμηθευτές, ενώ το 15,4% προέβησαν σε αλλαγές ή συντομεύσεις των διαδρομών παράδοσης.
Το 84,2% των ερωτηθέντων ανέδειξαν την αξιοπιστία ως τον σημαντικότερο παράγοντα επιλογής νέων προμηθευτών, το 68,4% την ποιότητα του προϊόντος, το 63,2% τη σχέση της τιμής προς την απόδοση και το 36,8% τη γεωγραφική θέση του προμηθευτή.
Σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της έρευνας ο γενικός διευθυντής και μέλος του Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, σημείωσε πως «η σταδιακή επιστροφή της αγοράς στην "κανονικότητα" δημιουργεί συνθήκες βελτίωσης των προσδοκιών, που ήδη καταγράφονται συνολικά στην έρευνα του DIHK, αλλά και ειδικότερα στην Ελλάδα, η οποία διατηρεί την "ψήφο εμπιστοσύνης" των Γερμανών επενδυτών».
«Aπό τα στοιχεία της έρευνας καθίσταται ξεκάθαρο πως κατά το 2022 θα πρωταγωνιστήσουν όσες εταιρείες επενδύουν συστηματικά στην αξιοπιστία τους και στην ποιότητα των προϊόντων τους, έχοντας παράλληλα διαμορφώσει την καλύτερη δυνατή σχέση τιμής προς την ποιότητα», επισήμανε ο κ. Κελέμης.