Στη «συνταγή» του προϋπολογισμού του 2022 για επιστροφή σε δημοσιονομική ισορροπία, με ώθηση από την αύξηση του ΑΕΠ – και για ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, εστιάζει ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας.
Στη «συνταγή» του προϋπολογισμού του 2022 για επιστροφή σε δημοσιονομική ισορροπία, με ώθηση από την αύξηση του ΑΕΠ – και για ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, εστιάζει ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της ΕΤΕ, ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2022 στοχεύει στην υλοποίηση ενός αποφασιστικού βήματος για τη συρρίκνωση του ελλείμματος, μετά από δύο συναπτά έτη έντονα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, προκειμένου να αντισταθμιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας.
Το πρωτογενές έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης (σε όρους Ενισχυμένης Εποπτείας) εκτιμάται ότι θα μειωθεί οριακά στο 7,3% του ΑΕΠ το 2021 (από 7,9% του ΑΕΠ το 2020). Η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών είναι ορατή στα μηνιαία στοιχεία υλοποίησης του κρατικού προϋπολογισμού (σε τροποποιημένη ταμειακή βάση), με το πρωτογενές έλλειμμα να περιορίζεται στο 4,4% στο ενδεκάμηνο του 2021 από 8,2% το αντίστοιχο διάστημα του 2020, και τα φορολογικά έσοδα ήδη να υπερβαίνουν το στόχο του προϋπολογισμού κατά 0,9 δισ. τους 11 πρώτους μήνες του 2021.
Σύμφωνα με την ΕΤΕ, η ισχυρότερη από το αναμενόμενο αύξηση του ΑΕΠ το 2021 – η οποία σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες προβλέψεις της ΕΤΕ θα διαμορφωθεί στο 8,5% σε σταθερές τιμές έναντι εκτίμησης του προϋπολογισμού για ανάπτυξη 6,9% – αναμένεται να οδηγήσει σε μικρότερο έλλειμμα το 2021 σε σχέση με το εκτιμώμενο από τον προϋπολογισμό (πλησίον 7% του ΑΕΠ), στηρίζοντας περαιτέρω τα έσοδα και ισχυροποιώντας την αφετηρία για το 2022.
Τα φορολογικά έσοδα το 2021 αυξήθηκαν κατά 4,7% ετησίως, λόγω της έντονης ανόδου των εσόδων από το ΦΠΑ (+11,4% ετησίως) και το φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων (ετήσια αύξηση 20,5%), με την κερδοφορία των υγιών επιχειρήσεων να εμφανίζει σημαντική ανθεκτικότητα το 2020. Στην πράξη, οι χρηματοοικονομικές επιδόσεις των κερδοφόρων επιχειρήσεων, που κατ’ ουσίαν συνιστούν τη φορολογική βάση, ήταν ακόμη πιο ανθεκτικές από ό,τι δείχνουν τα στοιχεία συνολικής κερδοφορίας, τα οποία αποδυναμώθηκαν από τη μεγέθυνση των ζημιών για πολλές, ήδη ζημιογόνες επιχειρήσεις.
Για το 2022 η ανάλυση σημειώνει ότι ο προϋπολογισμός προβλέπει δραστική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης κατά 10,6 δισ. ευρώ στο 1,2% του ΑΕΠ. Όπως εκτιμά η ΕΤΕ, η ενίσχυση των εσόδων εν μέσω ευνοϊκών μακροοικονομικών συνθηκών, με διατήρηση των ελαφρύνσεων που εφαρμόστηκαν και το 2021 μαζί με το αυξημένο μερίδιο επενδύσεων στις κρατικές δαπάνες το 2022, περιορίζουν τον κίνδυνο αρνητικών επιδράσεων από τη σταδιακή απόσυρση της στήριξης λόγω πανδημίας.
Οι πρωτογενείς δαπάνες θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημοσιονομική βελτίωση μειούμενες κατά 5,5% του ΑΕΠ το 2022, μέσω εξοικονόμησης 9,5 δισ. ευρώ από μη-επαναλαμβανόμενα μέτρα που εφαρμόστηκαν το 2021 λόγω Covid-19.
Το μεγαλύτερο μέρος του υπολειπόμενου τμήματος της δημοσιονομικής βελτίωσης το 2022 αντανακλά μια εκτιμώμενη αύξηση ύψους 3,5 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ) στα φορολογικά έσοδα (+7,5% ετησίως από +4,7% ετησίως το 2021), υποστηριζόμενη από την εν εξελίξει ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Όπως αναφέρεται στην ανάλυση, το 2022 προγραμματίζεται σημαντική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (+23,0% ετησίως στα 11,0 δισ. ευρώ) μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Επιπροσθέτως, όπως επισημαίνει η ΕΤΕ στην ανάλυσή της, «η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δραστηριότητας το 2022 εμφανίζεται ακόμη πιο εντυπωσιακή, εάν εξαιρεθούν από τις δαπάνες του ΠΔΕ το 2021 οι δαπάνες που αφορούν τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας (κυρίως προγράμματα επιδοτήσεων για στήριξη της απασχόλησης και το μέρος των επιστρεπτέων προκαταβολών που καταβλήθηκε μέσω ΠΔΕ)».
Συγκεκριμένα, εξαιρώντας τις εν λόγω δαπάνες, η αύξηση των δαπανών του ΠΔΕ μαζί με το Ταμείο Ανάκαμψης το 2022 ανέρχεται στο 94,0% (ήτοι + 5,3 δισ.), με το επίπεδό τους να προσεγγίζει το 6,0% του εκτιμώμενου ΑΕΠ. Αυτός ο φιλόδοξος στόχος αντιστοιχεί στο υψηλότερο ποσοστό δημοσίων επενδύσεων στο ΑΕΠ των τελευταίων, τουλάχιστον, 18 ετών, με βάση τα δημοσιονομικά στοιχεία, και στο υψηλότερο απόλυτο επίπεδο δημοσίων επενδύσεων για όσο υπάρχουν εναρμονισμένα στοιχεία από εθνικούς λογαριασμούς.
Η ενίσχυση αυτή αναμένεται να ασκήσει ιδιαίτερα θετική επίδραση στην οικονομική μεγέθυνση και την ανταγωνιστικότητα, δεδομένου ότι το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που συνεπάγεται η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων στο ΑΕΠ είναι σημαντικά μεγαλύτερο σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες δημόσιας δαπάνης.
Η ισχυρότατη αύξηση του ΑΕΠ το 2021 αποτέλεσε, επίσης, τον καθοριστικότερο παράγοντα της – καλύτερης από το αναμενόμενο – πορείας του δημοσίου χρέους. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι κορυφώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 206,3% (341 δισ. ευρώ) το 2020, ένα χρόνο νωρίτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις, και προβλέπεται να μειωθεί στο 197,1% του ΑΕΠ (350 δισ. ευρώ) το 2021 και στο 189,6% του ΑΕΠ το 2022 (355 δισ.). Η υποχώρηση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ το 2021 και το 2022 ενδεχομένως να είναι ακόμη μεγαλύτερη (στο 194% και 185%, αντιστοίχως) εάν συνεκτιμηθεί ο ισχυρότερος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΤΕ (8,5% σε σταθερές και 9,1% σε ονομαστικές τιμές το 2021).