Οι τιμές του φυσικού αερίου απογειώνονται στην Ευρώπη και το ερώτημα είναι πλέον αν θα λειτουργήσει ποτέ ο αμφιλεγόμενος αγωγός Nord Stream 2, που υποτίθεται ότι θα μεταφέρει αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία, μέσω της Βαλτικής Θάλασσας. Την ίδια ώρα, η Ευρώπη παγώνει, με τους πολίτες να βρίσκονται «όμηροι» στην αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και των δυτικών χωρών, με αφορμή την Ουκρανία.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Οι τιμές του φυσικού αερίου απογειώνονται στην Ευρώπη και το ερώτημα είναι πλέον αν θα λειτουργήσει ποτέ ο αμφιλεγόμενος αγωγός Nord Stream 2, που υποτίθεται ότι θα μεταφέρει αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία, μέσω της Βαλτικής Θάλασσας. Την ίδια ώρα, η Ευρώπη παγώνει, με τους πολίτες να βρίσκονται «όμηροι» στην αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και των δυτικών χωρών, με αφορμή την Ουκρανία.
Η «Πράσινη», νέα υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Ανναλένα Μπέρμποκ προειδοποίησε ότι εάν συνεχιστεί η κλιμάκωση στα Ουκρανικά σύνορα, ο Nord Stream 2 «δεν θα μπορέσει να συνδεθεί με το γερμανικό δίκτυο». «Οι δηλώσεις της Μπέρμποκ προκάλεσαν αύξηση 11% στις τιμές του φυσικού αερίου», έγραψαν οι Financial Times ,αφήνοντας να εννοηθεί ότι η γερμανική κυβέρνηση επαναξιολογεί την έως τώρα πολιτική της για τον Nord Stream.
Η θέση της γερμανικής κυβέρνησης είναι μάλλον δύσκολη: Ο νέος καγκελάριος Ολαφ Σολτς είπε ,απευθυνόμενος στη Μόσχα, ότι θα ήταν «σοβαρό λάθος» να θεωρεί ότι «η παραβίαση των συνόρων μιας ευρωπαϊκής χώρας θα μπορούσε να παραμείνει χωρίς συνέπειες».
Σε αντίθεση πάντως με τους Πράσινους, που είναι πολύ επικριτικοί για τον Nord Stream 2, ο Σολτς αφήνει να αιωρείται μια ασάφεια, σχετικά με τις κυρώσεις που θα μπορούσαν να επιβληθούν κατά της Μόσχας. Ο νέος καγκελάριος Σολτς ήταν ανέκαθεν, υπέρ του αγωγού.
Ο σοσιαλδημοκράτης, πρώην καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ είναι επίσης, από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Nord Stream 2. Όπως και ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, Ρολφ Μίτzενιχ που δηλώνει στη Rheinische Post: «Θα κάνουμε τα πάντα για να μειώσουμε τον κίνδυνο πολέμου και να σπάσουμε το σπιράλ των απειλών και των αντιποίνων».
Η κατασκευή του αγωγού έχει ολοκληρωθεί από τον περασμένο Σεπτέμβριο, η πλήρωσή του με φυσικό αέριο ξεκίνησε τον Οκτώβριο, αλλά η Γερμανική Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας «φρέναρε» τη λειτουργία του και πλέον όλοι περιμένουν από την Ευρωπαϊκή Ενωση να αποφασίσει το μέλλον του Nord Stream 2.
Αλλά και για την ΕΕ, η οποία καλύπτει από τη Μόσχα το 40% των αναγκών της σε φυσικό αέριο, η απόφαση δεν είναι εύκολη. Οι «27» εμφανίζονται διχασμένοι, καθώς η μη λειτουργία του αγωγού θα είχε επώδυνες συνέπειες στις τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, που ήδη έχουν σκαρφαλώσει σε ιστορικά επίπεδα. Σύμφωνα μάλιστα με αναλυτές στις Βρυξέλλες , η Ρωσία, η οποία έχει υποσχεθεί να αυξήσει τις ποσότητες φυσικού αερίου στην Ευρώπη για να εκτονώσει την κρίση, θα μπορούσε τώρα να αλλάξει στάση , ανάλογα με την εξέλιξη του ζητήματος του Nord Stream 2.
Στο ενεργειακό «παιγνίδι», καθοριστικός είναι και ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών. Για την Ουάσιγκτον, ο Nord Stream 2 δεν είναι απλώς ένα έργο υποδομής για τον εφοδιασμό της Δυτικής Ευρώπης με ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά μια γεωπολιτική διαμάχη. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν δήλωσε ότι είναι απίθανο ο αγωγός Nord Stream 2 να τεθεί σε λειτουργία «αν η Ρωσία επιτεθεί στην Ουκρανία».Ο Μπλίνκεν πρόσθεσε ότι «είμαστε έτοιμοι να εφαρμόσουμε τα μέτρα ,που έχουμε αποφύγει στο παρελθόν εάν η Ρωσία δεν αποσυρθεί».
Την ίδια ώρα ο Λευκορώσος δικτάτορας, Αλεξάντερ Λουκασένκο, επανέλαβε την πρόθεσή του να εμποδίσει τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη σε περίπτωση αυστηρότερων κυρώσεων κατά του Μινσκ.
Σε αυτό το πολύ τεταμένο γεωπολιτικό κλίμα, οι τιμές της ενέργειας καταγράφουν ιστορικά ρεκόρ, καθώς η προσφορά φυσικού αερίου και πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά είναι μικρότερη από τη ζήτηση. Αυτή τη στιγμή υπάρχει πραγματική έλλειψη φυσικού αερίου στην παγκόσμια αγορά και ο βασικός λόγος είναι η τεράστια ενεργειακή «δίψα» της κινεζικής οικονομίας μετά την ανάκαμψή της από την κρίση του κορονοϊού.
Ο εφοδιασμός με φυσικό αέριο της Δυτικής Ευρώπης βασίζεται εδώ και πολύ καιρό σε τρεις πυλώνες: το αέριο της Βόρειας Θάλασσας, το LNG από τη Βόρεια Αφρική και την περιοχή του Κόλπου ,και το ρωσικό φυσικό αέριο.
Η εξάντληση των βρετανικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη Βόρεια Θάλασσα επιδεινώνει επίσης τα πράγματα, γι' αυτό και η Μεγάλη Βρετανία από εξαγωγέας φυσικού αερίου έγινε εισαγωγέας.
Πολλοί είναι λοιπόν οι λόγοι, που το φυσικό αέριο είναι σήμερα σπάνιο και ακριβό στην παγκόσμια αγορά, αλλά και επειδή η τιμή του φυσικού αερίου συνδέεται με την τιμή του πετρελαίου.
Όσον αφορά την τιμή του πετρελαίου , αυτή καθορίζεται από τρεις μεγάλους παίκτες: τις Ηνωμένες Πολιτείες ,τη Ρωσία και τον ΟΠΕΚ, που έχουν συνήθως διαφορετικά συμφέροντα. Πριν από 20 χρόνια, οι ανάγκες των Ηνωμένων Πολιτειών σε πετρέλαιο καλύπτονταν με εισαγωγές, κυρίως από την περιοχή του Κόλπου. Αυτός είναι ο λόγος που οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδιαφέρονταν για χαμηλές τιμές του πετρελαίου.
Σήμερα, περισσότερες από τις μισές ανάγκες σε πετρέλαιο της Αμερικής καλύπτονται από το εγχώριο σχιστολιθικό πετρέλαιο, η παραγωγή του οποίου είναι όμως πολύ πιο ακριβή και συνεπώς επικερδής, μόνο αν σε τιμές ξεπερνούν τα 60 έως 70 δολάρια το βαρέλι. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ σήμερα δεν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μια χαμηλή τιμή πετρελαίου, η οποία ωφελεί πρωτίστως την Ευρώπη και την Κίνα, δηλαδή τους ανταγωνιστές τους, ενώ καθιστά τη δική τους πετρελαϊκή βιομηχανία ασύμφορη. Αντίθετα, οι χώρες του ΟΠΕΚ έχουν φυσικά μεγάλο συμφέρον να διατηρούνται ψηλά οι τιμές του πετρελαίου, αλλά για να επιβληθούν αυτές είναι απαραίτητο να περιοριστεί η προσφορά .