Οικονομία & Αγορές
Τρίτη, 14 Δεκεμβρίου 2021 12:51

Η φούσκα του Μισισιπή: Ο Σκωτσέζος χρηματιστής που «λύγισε» τη γαλλική οικονομία

Το ημερολόγιο δείχνει 14 Δεκεμβρίου 1720 και ο John Law εγκαταλείπει τη Γαλλία με τον γιο του τη χώρα, έχοντας στιγματιστεί ως υπεύθυνος για μία από τις μεγαλύτερες φούσκες στα χρονικά. Έχει ελάχιστα χρήματα στη διάθεσή του: 2.000 λίβρες - όταν μία και μόνη μετοχή της εταιρείας του είχε φτάσει στο απόγειό της να αξίζει 5 φορές περισσότερα. Έναν νωρίτερα ο Σκωτσέζος Law ήταν ένας «ήρωας» για τους Γάλλους και πιστωνόταν την αναζωογόνηση της οικονομίας. 

Το ημερολόγιο δείχνει 14 Δεκεμβρίου 1720 και ο John Law εγκαταλείπει τη Γαλλία με τον γιο του τη χώρα, έχοντας στιγματιστεί ως υπεύθυνος για μία από τις μεγαλύτερες φούσκες στα χρονικά. Έχει ελάχιστα χρήματα στη διάθεσή του: 2.000 λίβρες - όταν μία και μόνη μετοχή της εταιρείας του είχε φτάσει στο απόγειό της να αξίζει 5 φορές περισσότερα. Λίγους μολις μήνες νωρίτερα ο Σκωτσέζος Law ήταν ένας «ήρωας» για τους Γάλλους και πιστωνόταν την αναζωογόνηση της οικονομίας. 

Η Εταιρεία του Μισισιπή είχε ιδρυθεί το 1864 με στόχο να εξερευνήσει την Αμερική και ελπίδα να ανακαλύψει χρυσό. Η προσπάθειά της δεν στέφθηκε από επιτυχία και η εταιρεία εξαγοράστηκε από τον Law το 1717. Ας δούμε όμως πώς έφτασε να αποκτήσει την επιχείρηση αυτή και πώς δημιούργησε μία τεράστια φούσκα, από την οποία πάντως δεν έβγαλε κέρδος ούτε ο ίδιος. 

Τον Μάιο του 1716, ο Σκωτσέζος οικονομολόγος John Law, ο οποίος είχε διοριστεί Γενικός Ελεγκτής των Οικονομικών της Γαλλίας υπό τον Δούκα της Ορλεάνης ίδρυσε την Banque Générale Privée. Ήταν το πρώτο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που ανέπτυξε τη χρήση του χαρτονομίσματος. Ήταν μια ιδιωτική τράπεζα, αλλά τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου αποτελούνταν από κρατικά γραμμάτια και χαρτονομίσματα εγγυημένα από το κράτος. Τον Αύγουστο του 1717, ο Law αγόρασε την Εταιρεία του Μισισιπή για να βοηθήσει τη γαλλική αποικία στη Λουιζιάνα. Ανέλαβε τη διεύθυνση της εταιρείας αυτής, στην οποία παραχωρήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση το εμπορικό μονοπώλιο των Δυτικών Ινδιών και της Βόρειας Αμερικής. 

Η τράπεζα εν τω μεταξύ μετονομάστηκε σε Banque Royale (Βασιλική Τράπεζα) το 1718, που σημαίνει ότι τα χαρτονομίσματα ήταν εγγυημένα από τον βασιλιά Λουδοβίκο XV της Γαλλίας. Η Εταιρεία του Μισισιπή απορρόφησε την Compagnie des Indes Orientales ("Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών"), την Compagnie de Chine ("Company of China") και άλλες αντίπαλες εμπορικές εταιρείες και δημιούργησε τη Compagnie Perpétuelle des Indes στις 23 Μαΐου 1719 με μονοπώλιο στο γαλλικό εμπόριο σε όλες τις θάλασσες. Ταυτόχρονα άρχισε να εκδίδει περισσότερα χαρτονομίσματα από όσα θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει σε νομίσματα. Αυτό οδήγησε σε υποτίμηση του νομίσματος, το οποίο τελικά οδήγησε σε μαζικές εκροές καταθέσεων από την τράπεζεα όταν η αξία του νέου χαρτονομίσματος μειώθηκε στο μισό.

 

Πώς δημιουργήθηκε η φούσκα 

 

Η δημοτικότητα των μετοχών της Εταιρείας του Μισισιπή της εταιρείας ήταν τέτοια που πυροδότησε την ανάγκη για περισσότερα χαρτονομίσματα και όταν οι μετοχές απέφεραν κέρδη, οι επενδυτές πληρώνονταν σε χαρτονομίσματα. Το 1720, η τράπεζα και η εταιρεία συγχωνεύτηκαν και ο Law διορίστηκε από τον Φίλιππο Β', Δούκα της Ορλεάνης, τότε Αντιβασιλέα του Λουδοβίκου XV, ως Γενικός Γραμματέας των Οικονομικών για να προσελκύσει κεφάλαια.

Η πρωτοποριακή τράπεζα έκδοσης χαρτονομισμάτων του Law άνθισε μέχρι που η γαλλική κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο αριθμός των χαρτονομισμάτων που εκδίδονταν από την Banque Royale υπερέβαινε την αξία του ποσού των μεταλλικών νομισμάτων που κατείχε. Η αγοραία τιμή των μετοχών της εταιρείας έφτασε τελικά στο ανώτατο όριο των 10.000 λιβρών. Καθώς οι μέτοχοι πουλούσαν τις μετοχές τους, η προσφορά χρήματος στη Γαλλία διπλασιάστηκε ξαφνικά και ο πληθωρισμός απογειώθηκε. Έφτασε έως και το 23% τον Ιανουάριο του 1720 «κατατρώγοντας» το εισόδημα των νοικοκυριών και προκαλώντας τριγμούς στην οικονομία. Η «φούσκα» έσκασε στα τέλη εκείνου του έτους. Ο Law διέφυγε sτις Βρυξέλλες και τελικά μετακόμισε στη Βενετία, όπου ζούσε από τον τζόγο του.