Για τις μεγάλες διεθνείς τράπεζες και τους διαχειριστές κεφαλαίων που σχεδιάζουν την επενδυτική τους στρατηγική στην Κίνα το 2022 ο καταλυτικός παράγοντας είναι ένας και είναι πολιτικός: η ανανέωση της θητείας του Σι Τζινπίνγκ στην ηγεσία της χώρας για άλλα πέντε χρόνια.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νικόλ Λειβαδάρη
[email protected]
Για τις μεγάλες διεθνείς τράπεζες και τους διαχειριστές κεφαλαίων που σχεδιάζουν την επενδυτική τους στρατηγική στην Κίνα το 2022 ο καταλυτικός παράγοντας είναι ένας και είναι πολιτικός: η ανανέωση της θητείας του Σι Τζινπίνγκ στην ηγεσία της χώρας για άλλα πέντε χρόνια.
Ο πιο ισχυρός ηγέτης στα χρονικά της Κίνας από την εποχή του Μάο γράφει ιστορία, οδεύοντας σε μια άνευ προηγουμένου επίδειξη κυριαρχίας - σε μία τρίτη συνεχόμενη θητεία. Και ταυτόχρονα, τροφοδοτεί με νέους γρίφους και προκλήσεις τα χαρτοφυλάκια των επενδυτών που προσβλέπουν στη δυναμική της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη και στον, μετωπικό πλέον, ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ.
Ο Σι, προσώρας τουλάχιστον, δείχνει να διεκδικεί τη νίκη σ’ αυτό τον ανταγωνισμό διά της επιστροφής -με εκσυγχρονιστικούς όρους έστω- στο παρελθόν: Επανατοποθετεί την κινεζική οικονομία στις σοσιαλιστικές της ρίζες, κρατώντας σε διαρκή άμυνα τους επενδυτές.
Οι βασικές κινήσεις που έκανε μέσα στο 2020 ήταν ενδεικτικές. Η σύγκρουση με τους κολοσσούς του Internet και η επιχείρηση αποσύνδεσής τους από τη δυτική χρηματοδότηση, η απομόχλευση της φούσκας του real estate και η αναμέτρηση με την αγορά ιδιωτικής εκπαίδευσης οδήγησαν τον δείκτη MSCI της Κίνας σε πτώση 20%, την ώρα που η χρηματιστηριακή άνοδος παγκοσμίως φθάνει στο 15%. Και η αγορά ομολόγων της Κίνας, από τις πλέον δημοφιλείς κάποτε χάρη στις υψηλές αποδόσεις της, έδειξε στοιχεία κλονισμού.
Σ’ αυτό το σκηνικό οι διεθνείς αγορές δείχνουν να ζητούν πλέον από τον Σι ένα νέο «επενδυτικό συμβόλαιο». Δεν μπορούν, και δεν θέλουν, να αγνοήσουν την Κίνα -όπως λέει, άλλωστε, ο Τζιμ ΜακΚάφερτι της Nomura, «το μεγαλύτερο ρίσκο είναι να χάσεις την ευκαιρία της Κίνας και όχι το τι μπορεί να χάσεις επενδύοντας στην Κίνα»-, θέλουν όμως πιο καθαρούς όρους στο παιχνίδι.
«Το νέο καθεστώς του Σι», λέει ο επικεφαλής στρατηγικής της BNP Paribas Τσι Λο, «δείχνει ότι θα επιβάλει ένα μοντέλο πιο ρυθμισμένο, με σαφώς πιο αυστηρή εποπτεία. Τα επιχειρηματικά μοντέλα λειτουργίας θα αλλάξουν... Το κλειδί όμως που θα καθορίσει τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια είναι το ποιες ακριβώς αλλαγές θέλει να φέρει και πώς σχεδιάζει να τις εφαρμόσει».
Στην πραγματικότητα, η βασική πηγή προβληματισμού για τους επενδυτές δεν είναι το ίδιο το μοντέλο, αλλά ο τρόπος εφαρμογής του. Το δόγμα Σι, άλλωστε, είναι σε γενικές γραμμές γνωστό, από την εποχή του Μάο ακόμη - η «κοινή ευημερία», που αποτελεί και το κεντρικό σύνθημα στην πολιτική αναδιανομής του πλούτου, μείωσης των κοινωνικών και οικονομικών χασμάτων και δίκαιης ανάπτυξης που θα συμπεριλάβει όλη την κοινωνία.
Το ερώτημα είναι πόσους αιφνιδιασμούς, σαν αυτούς που έζησαν οι διεθνείς επενδυτές φέτος, θα περιλαμβάνει η εφαρμογή αυτού του δόγματος σε δεκαετή ορίζοντα πλέον.
Κατά την ΒΝP Paribas, μια ασφαλής διέξοδος για τις επενδύσεις στην Κίνα στην εποχή της παντοκρατορίας Σι είναι η εγκατάλειψη της βαριάς βιομηχανίας και μεταλλουργίας, του άνθρακα και του χάλυβα, και η στροφή στις premium τεχνολογικές εταιρείες και στα projects πράσινης ενέργειας.
Η Goldman Sachs επίσης παίζει άμυνα με ένα χαρτοφυλάκιο 50 μετοχών, στο οποίο κεντρικό βάρος έχουν οι όμιλοι ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ορισμένες επιλεγμένες εταιρείες καταναλωτικών ειδών και οι μεγάλοι τεχνολογικοί και κρατικοί επιχειρηματικοί όμιλοι.
Άπαντες οι επενδυτές στρέφονται πάντως μακριά πλέον από την αγορά του real estate που έδωσε μεγάλες αποδόσεις, έως ότου έσκασε η φούσκα. Το τέλος αυτών των επενδύσεων σφραγίζει με καταλυτικό τρόπο η υπόθεση της Evergrande, η οποία κηρύχθηκε και επισήμως προχθές σε καθεστώς «επιλεκτικής χρεοκοπίας» από τη Fitch και, από χθες, μπήκε στον δρόμο της -slow motion, όπως τη χαρακτηρίζουν οι Financial Times- διάλυσης: Με κρατική εντολή, και υπό κρατικό έλεγχο, πλέον ο ιδρυτής και πρόεδρος της Evergrande Χούι Κα Γιαν άρχισε να πουλά το μερίδιό του στην εταιρεία. Ήδη χθες πουλήθηκαν 277,8 εκατομμύρια μετοχές του Χούο, με άμεσο αποτέλεσμα να μειωθεί το μερίδιό του στην εταιρεία στο 59,78% από το 61,88%.