«Παράθυρο» αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της ΔΕΗ σε ορίζοντα 6-12 μηνών ανοίγει ο οίκος Standard & Poor’s σε χθεσινή έκθεσή του, στην οποία διατηρεί αξιολόγηση της εταιρείας σε Β+ και χαρακτηρίζει ως «θετικές» τις προοπτικές μετά τη μείωση της συμμετοχής του Δημοσίου κάτω από το 51%, σε συνέχεια της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου ύψους 1,35 δις. ευρώ της εισηγμένης.
«Παράθυρο» αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της ΔΕΗ σε ορίζοντα 6-12 μηνών ανοίγει ο οίκος Standard & Poor’s σε χθεσινή έκθεσή του, στην οποία διατηρεί αξιολόγηση της εταιρείας σε Β+ και χαρακτηρίζει ως «θετικές» τις προοπτικές μετά τη μείωση της συμμετοχής του Δημοσίου κάτω από το 51%, σε συνέχεια της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου ύψους 1,35 δις. ευρώ της εισηγμένης.
Οι αναλυτές της S&P επισημαίνουν ότι οι θετικές προοπτικές για τη ΔΕΗ «αντανακλούν τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας» και σημειώνουν ότι η αναβάθμιση θα μπορούσε να έρθει, εφόσον προχωρήσει απρόσκοπτα η υλοποίηση του επενδυτικού της πλάνου και εξακολουθήσει να εμφανίζει απρόσκοπτες λειτουργικές επιδόσεις. Μια άλλη παράμετρος είναι η πιθανή αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελληνικής Δημοκρατίας σε ΒΒ+, με δεδομένο ότι η στήριξη του Δημοσίου παραμένει ισχυρή ως εγγυητικός παράγοντας.
Ο οίκος αξιολόγησης αναγνωρίζει επίσης την πρόοδο που έχει συντελεστεί σε επίπεδο Ομίλου σε ό,τι αφορά τη μείωση του επιχειρησιακού κινδύνου και για το λόγο αυτό αναβαθμίζει τον ανάλογο δείκτη (αντιμετώπιση επιχειρησιακού ρίσκου) σε «εύλογο» (fair) από «αδύναμο» (weak), σημειώνει πως η ΔΕΗ έχει ένα πλήρως χρηματοδοτούμενο επενδυτικό σχέδιο, αξιολογεί θετικά το πλάνο απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων και τονίζει την αποδεδειγμένη ικανότητα της ΔΕΗ να έχει πρόσβαση σε κεφάλαια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της S&P, οι επενδυτικές δαπάνες της ΔΕΗ θα ανέλθουν στα 2 δις. ευρώ το 2023 (από 376 εκατ. ευρώ το 2020), ενώ υπογραμμίζεται ότι η πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ στη Macquarie θα λειτουργήσει καταλυτικά για τη μείωση της μόχλευσης του Ομίλου -όπως αποτυπώνεται στον δείκτη καθαρός δανεισμός προς EBITDA) 3 για την περίοδο 2021-2023 από 5,9 που ήταν το 2020.