Με τη «δαμόκλειο σπάθη» του πληθωρισμού να επικρέμαται από τον περασμένο Ιούλιο πάνω από όλο το φάσμα της παραγωγικής δραστηριότητας της οικονομίας, η εκτίναξη του κόστους περνάει, ως «φυσικό» επακόλουθο, από «το χωράφι στο ράφι».
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Με τη «δαμόκλειο σπάθη» του πληθωρισμού να επικρέμαται από τον περασμένο Ιούλιο πάνω από όλο το φάσμα της παραγωγικής δραστηριότητας της οικονομίας, η εκτίναξη του κόστους περνάει, ως «φυσικό» επακόλουθο, από «το χωράφι στο ράφι».
Τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προϊδεάζουν για περαιτέρω κλιμάκωση του πληθωριστικού κύματος στο τελευταίο «μίλι» του έτους, ενώ και τα μηνύματα που στέλνει το οικονομικό επιτελείο προειδοποιούν ότι τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα.
Οι άνθρωποι της αγοράς τοποθετούν την αρχή της αποκλιμάκωσης από την άνοιξη της νέας χρονιάς, με τις επιφυλάξεις ωστόσο στις εκτιμήσεις να είναι έντονες.
Το 2022 θα είναι «ακριβό» για τα νοικοκυριά, που αναμένεται να αλλάξουν άρδην την καταναλωτική τους συμπεριφορά, με το «κούρεμα» ακόμα και σε ανελαστικές δαπάνες να βρίσκεται ήδη στο επίκεντρο των τμημάτων διαχείρισης κρίσεων των επιχειρήσεων.
O πληθωρισμός κόστους αποτυπώνεται από τον Αύγουστο σε όλο και περισσότερα τιμολόγια χονδρικής βασικών καταναλωτικών προϊόντων. Το στοκάρισμα των πρώτων υλών και η απορρόφηση αποθεμάτων που έχουν τιμολογηθεί χαμηλότερα είναι οι πρώτες κινήσεις της αγοράς προκειμένου να «καθυστερήσουν» το αναπόφευκτο, αφού το εκτοξευμένο κόστος δεν αφήνει περιθώρια για πλήρη απορρόφηση.
Τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε, την Παρασκευή, η Ελληνική Στατιστική Αρχή υποδεικνύουν ότι τον Σεπτέμβριο υπήρξε αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία κατά 26%, με βασική αιτία την έκρηξη των τιμών σε προϊόντα πετρελαίου και βασικών μετάλλων. Ο εισαγόμενος πληθωρισμός οφείλεται σε αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγής από χώρες εκτός Ευρωζώνης κατά 40,2% και εντός Ευρωζώνης κατά 5,5%.
Την ίδια περίοδο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης τιμών εκροών στη γεωργία - κτηνοτροφία αγγίζει τον φετινό Σεπτέμβριο το 15,6%, ενώ ο δείκτης εισροών διαμορφώνεται στο 9,3%, «καλλιεργώντας» ένα πεδίο αυξημένων τιμών παραγωγού αλλά και κόστους παραγωγής, στο οποίο η μεταποίηση δεν έχει περιθώρια ελιγμών.
Σε επίπεδα χονδρικής ο «χορός» των ανατιμήσεων έχει αρχίσει από το καλοκαίρι, με τον αριθμό των προμηθευτών που προχωρούν σε αναπροσαρμογές στα τιμολόγια να βαίνει συνεχώς αυξανόμενος.
Τον Αύγουστο, με βάση τις πληροφορίες της «Ν», οι ανατιμήσεις της χονδρικής κυμάνθηκαν στα επίπεδα του 3,5% - 5,5%, ωστόσο υπάρχουν και «παραφωνίες» της τάξης του 15% σε κωδικούς μη τρόφιμου, ενώ σε ό,τι αφορά τα νωπά και κατεψυγμένα λαχανικά και φρούτα το ράλι της τιμής που καταγράφεται από την αρχή του έτους είναι συνυφασμένο κατά μεγάλο βαθμό και με τις επιπτώσεις ακραίων φαινομένων που επικράτησαν και επηρέασαν τις καλλιέργειες.
Η εικόνα επιβαρύνεται περαιτέρω τον Σεπτέμβριο, με τη λίστα των ανατιμήσεων στη χονδρική να ξεπερνά τις 40-50 κατηγορίες προϊόντων, στην πλειονότητα των οποίων οι αυξήσεις κυμαίνονται σε μονοψήφιο επίπεδο, από 3% έως 9%.
Ωστόσο, κατηγορίες όπως τα γαλακτοκομικά, το ελαιόλαδο, ξηροί καρποί και υποπροϊόντα δημητριακών εμφανίζουν υψηλά διψήφια ποσοστά 15%, 20 και 30%, τη στιγμή που στα οπωροκηπευτικά η αύξηση ξεπερνά το 50%. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη λίστα των προϊόντων δεν περιλαμβάνονται μόνο κωδικοί τροφίμων, καθώς αρκετοί προμηθευτές ταχυκίνητων ειδών προσωπικής φροντίδας και οικιακού καθαρισμού έχουν προχωρήσει σε αυξήσεις τιμολογίου από 1,5% έως και 6,5% ανά περίπτωση.
Αντίστοιχα και τον Οκτώβριο το εύρος των ανατιμήσεων κυμάνθηκε μεταξύ 2% και 12%. Οι ισχυρότερες αυξήσεις, σύμφωνα με εκπροσώπους της λιανικής, αφορούν την κατηγορία των γαλακτοκομικών, που έχει πιεστεί σημαντικά από την αυξημένες τιμές στο γάλα, που αποτελούν απόρροια της εκτόξευσης των ζωοτροφών, καθώς και στα ελαιόλαδα. Στα συρτάρια των αλυσίδων ήδη έχουν περάσει ανατιμήσεις χονδρικής για τον Νοέμβριο και με βάση τα στοιχεία από τουλάχιστον δώδεκα κατηγορίες βασικών αγαθών, όπως γαλακτοκομικά- τυροκομικά, άλευρα, ζυμαρικά, καφέδες, αρτοσκευάσματα, καλλυντικά και απορρυπαντικά, κυμαίνονται από το περιορισμένο 1,5% έως και το 12,5%.
Σε ό,τι αφορά το καλάθι της νοικοκυράς, μέχρι στιγμής έχει δεχθεί ένα πρώτο, «ήπιο» κύμα ανατιμήσεων, καθώς η προσπάθεια λιανεμπόρων και προμηθευτών εστίασε στη σταδιακή μετακύλιση μέρους του κόστους στο ράφι. Εξάλλου, από το καλοκαίρι οι εκπρόσωποι των αλυσίδων ανέφεραν ότι ο καταναλωτής θα βρεθεί αντιμέτωπος με αυξήσεις προς στο τέλος του έτους. Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκυρία των γιορτών που θέλει τον εγχώριο καταναλωτή πιο «γαλαντόμο» ενδέχεται φέτος να μην επιβεβαιωθεί.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, το μέσο καλάθι αναμένεται να επιβαρυνθεί με αύξηση 10%-15%, από 47 ευρώ στα 52 έως τα 55 ευρώ. Ωστόσο, όπως τονίζουν εκπρόσωποι του λιανεμπορίου, «ένα “καπέλο” από 5 έως 10 ευρώ δεν μπορεί να το αντέξει η κατανάλωση».
Μιλώντας στη «Ν» τα ίδια στελέχη, αναφέρουν ότι «Ο καταναλωτής θα βάλει μαχαίρι σε ό,τι θεωρεί περιττή πολυτέλεια, ενώ η πιστότητα στα είδη θα εξατμιστεί στο όνομα της τελικής τιμής. Οι επιλογές για τον καταναλωτή είναι αντί για 20 προϊόντα να αγοράσει 12-15 ή/και να στραφεί σε φθηνότερες επιλογές. Η λίστα θα μικρύνει, δεν θα αυξηθεί η δαπάνη, αφού ο οικογενειακός προϋπολογισμός ήδη προσπαθεί να “χωρέσει” ένα αυξημένο κόστος ενέργειας, θέρμανσης, μετακίνησης», επισημαίνοντας ότι «όλη η προσπάθεια της αγοράς είναι να διατηρηθούν όσο το δυνατόν περισσότερα προϊόντα στο καλάθι. Στις συγκυρίες που βιώνουμε η συμπεριφορά του καταναλωτή αλλάζει χωρίς προειδοποίηση. Οι τάσεις ανατρέπονται αστραπιαία. Εάν ο καταναλωτής “συνηθίσει” χωρίς κάποιο προϊόν, ενδέχεται να μην το επιλέξει ξανά ποτέ. Η πανδημία άλλαξε τον τρόπο αξιολόγησης του value for money σε ένα προϊόν».
Προς αυτή την κατεύθυνση η βασική κατευθυντήριος των προμηθευτών και των αλυσίδων στη βάση και του «στοκαρίσματος» αποθεμάτων είναι η επιστράτευση προωθητικών ενεργειών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ που αφορούν την περίοδο έως και 10 Οκτωβρίου 2021, το ποσοστό των προσφορών στο σύνολο των ταχυκίνητων προϊόντων ανήλθε σε 55,9%, έναντι 52,9% το ίδιο διάστημα πέρυσι και 54,4% το 2019.
Στους επώνυμους κωδικούς το ποσοστό των προσφορών ανέρχεται σε υψηλότερο επίπεδο της τάξης του 63,3% από 60,5% πέρυσι και 63,1% το 2019.