Δύσκολη αποδεικνύεται τελικά η «εξίσωση» του νέου ΕΝΦΙΑ για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να μεταθέτει τον χρόνο των τελικών αποφάσεων για τις αρχές του 2022, οπότε και θα τεθούν σε ισχύ οι νέες αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Ο «γρίφος» που προσπαθούν να λύσουν τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών αφορά τον καθορισμό των συντελεστών της νέας κλίμακας με τους οποίους θα πρέπει να υπολογίζεται ταυτόχρονα ο κύριος και ο συμπληρωματικός φόρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Δύσκολη αποδεικνύεται τελικά η «εξίσωση» του νέου ΕΝΦΙΑ για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να μεταθέτει τον χρόνο των τελικών αποφάσεων για τις αρχές του 2022, οπότε και θα τεθούν σε ισχύ οι νέες αντικειμενικές αξίες των ακινήτων.
Ο «γρίφος» που προσπαθούν να λύσουν τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών αφορά τον καθορισμό των συντελεστών της νέας κλίμακας με τους οποίους θα πρέπει να υπολογίζεται ταυτόχρονα ο κύριος και ο συμπληρωματικός φόρος.
Το θετικό είναι ότι ο κεντρικός στόχος της κυβέρνησης παραμένει αμετάβλητος και είναι διττός, αφενός μεν το αποτέλεσμα των αλλαγών να είναι δημοσιονομικά ουδέτερο, αφετέρου δε να μην υπάρξουν επιβαρύνσεις για τις μικρές και μεσαίες ιδιοκτησίες και ει δυνατόν να υπάρξουν ακόμη και ελαφρύνσεις για τους ιδιοκτήτες με αξία ακίνητης περιουσίας άνω των 250.000 ευρώ, ποσό πάνω από το οποίο επιβάλλεται σήμερα και ο συμπληρωματικός φόρος.
Το σίγουρο είναι βέβαια ότι οι όποιες αλλαγές θα αφορούν μόνο τα φυσικά πρόσωπα, αφού στα νομικά ο συμπληρωματικός φόρος θα εξακολουθήσει να επιβάλλεται χωριστά από τον κύριο.
Προς το παρόν πάντως το «σταυρόλεξο» δεν λύνεται και ως εκ τούτου οι όποιες παρεμβάσεις δεν θα περιληφθούν στο κείμενο του κρατικού προϋπολογισμού που θα κατατεθεί στη Βουλή στις 19 του τρέχοντος μήνα, προκειμένου και οι όποιες αλλαγές σχεδιαστούν να τεθούν υπόψη των θεσμών στη 13η μεταμνημονιακή αξιολόγηση του Ιανουαρίου και εφόσον λάβουν το «πράσινο φως» να οδεύσουν προς τη Βουλή.
Σε κάθε περίπτωση η βασική αρχή του οικονομικού επιτελείου δεν αλλάζει και είναι δεδομένη η ενσωμάτωση του συμπληρωματικού φόρου στον κύριο, χωρίς να αποκλείεται να υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Από την άλλη πλευρά, εκτός από την αλλαγή των συντελεστών στην κλίμακα του φόρου, ώστε αυτοί να αυξάνονται ανάλογα με την τιμή ζώνης και την αξία του ακινήτου, αλλαγές θα υπάρξουν και στους συντελεστές παλαιότητας, όχι όμως σε οριζόντιο επίπεδο, αφού μια τέτοια κίνηση δεν θα αποτύπωνε και πάλι την πραγματική εικόνα της αγοράς.
Με βάση πάντως τα «σενάρια» που επεξεργάζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου οι αλλαγές που σχεδιάζεται να περιληφθούν στο υπό κατάρτιση νομοσχέδιο είναι οι εξής:
* Κατάργηση του καθεστώτος του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ και θέσπιση νεών κλιμακίων υπολογισμού του ενιαίου φόρου. Σήμερα ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ επιβάλλεται με κλιμακωτούς συντελεστές από 0,15% έως 1,15%, ανάλογα με την αξία της ακίνητης περιουσίας. Από το 2022 όμως οι φορολογούμενοι που έχουν στην κατοχή τους ακίνητα συνολικής αξίας άνω των 250.000 ευρώ δεν θα πληρώνουν επιπλέον φόρο, όπως ισχύει σήμερα. Έτσι, για παράδειγμα, ιδιοκτήτης με τρία ακίνητα αντικειμενικής αξίας 200.000 ευρώ το καθένα πληρώνει σήμερα συμπληρωματικό ΕΝΦΙΑ 1.550 ευρώ, ενώ με το νέο σύστημα υπολογισμού ο συγκεκριμένος ιδιοκτήτης δεν θα πληρώνει συμπληρωματικό φόρο.
* Το ύψος του κύριου ΕΝΦΙΑ θα προκύπτει με βάση νέα κλίμακα και συντελεστές οι οποίοι θα αυξάνονται προοδευτικά ανάλογα με την τιμή ζώνης. Η κλίμακα θα έχει περισσότερα κλιμάκια σε σχέση με τη σημερινή και θα λαμβάνονται υπόψη οι συντελεστές παλαιότητας, ορόφου, μονοκατοικίας, πρόσοψης, βοηθητικών χώρων του ακινήτου. Στη νέα κλίμακα θα ενσωματωθούν οι εκπτώσεις στον τελικό λογαριασμό για τον κύριο και τον συμπληρωματικό φόρο. Επισημαίνεται ότι οι εκπτώσεις αυτές κυμαίνονται από 10% έως 30%, ανάλογα με το ύψος της ακίνητης περιουσίας που διαθέτει κάθε φορολογούμενος.
* Διατήρηση του συμπληρωματικού φόρου για 68.542 επιχειρήσεις, με το συνολικό ποσό να ανέρχεται για τη χρήση του 2021 σε 494,197 εκατ. ευρώ. Στα νομικά πρόσωπα ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ υπολογίζεται στην αξία των δικαιωμάτων με συντελεστή 5,5‰. Για ακίνητα που ιδιοχρησιμοποιούνται για την παραγωγή ή την άσκηση κάθε είδους επιχειρηματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως αντικειμένου εργασιών, υπολογίζεται με συντελεστή 1‰, ενώ για τα ΝΠΔΔ και τα ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ ισούται με 3,5‰ επί της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων για τα ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούν.
* Διατήρηση των μειώσεων 50% και 100% για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι με βάση τον σχεδιασμό του υπουργείου Οικονομικών και εάν δεν υπάρξουν και νέες αναβολές στη θέσπιση του νέου ΕΝΦΙΑ, ο «λογαριασμός» θα μπορεί να εξοφληθεί από το επόμενο έτος σε 10 ή 12 δόσεις από τον Μάρτιο μέχρι τον Δεκέμβριο, ή από τον Μάρτιο έως και τον Φεβρουάριο του 2023.
Ο νέος φόρος πάντως θα είναι απλοποιημένος με μια κλίμακα, στην οποία θα έχει συγχωνευτεί ο συμπληρωματικός και όλες οι εκπτώσεις που ισχύσουν σήμερα. Με βάση τους συντελεστές της κλίμακας εξάλλου οι μικρότερες επιβαρύνσεις θα προκύψουν για τους:
* έχοντες ακίνητα σε περιοχές όπου δεν προκύπτει αύξηση αντικειμενικής αξίας από την 1η/1/2022,
* έχοντες ακίνητα σε περιοχές όπου γίνεται μείωση αντικειμενικής αξίας,
* έχοντες ακίνητα σε περιοχές με μικρή αύξηση στην αντικειμενική αξία.
Με βάση τα σενάρια που επεξεργάζεται το οικονομικό επιτελείο ο νέος ΕΝΦΙΑ θα υπολογίζεται με μια ενιαία κλίμακα, με τον φόρο ανά τετραγωνικό να ξεκινάει από 1 με 1,5 ευρώ και να φτάνει ακόμη και στα 17-18 ευρώ ανά τετραγωνικό για τα πιο ακριβά ακίνητα. Ταυτόχρονα η έκπτωση που γίνεται σήμερα από 20% έως 30% επί του τελικού λογαριασμού σχεδιάζεται να απορροφηθεί και να ενσωματωθεί στην ενιαία κλίμακα, ενώ η έκπτωση του 50% για τους έχοντες χαμηλά εισοδήματα θα διατηρηθεί. Ωστόσο, επειδή η εκκαθάριση του ΕΝΦΙΑ προγραμματίζεται να γίνει τον Μάρτιο το πιθανότερο είναι ότι η έκπτωση θα γίνει με βάση τα εισοδήματα του 2020 και μετά την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων του 2022 θα υπάρξει διορθωτική εκκαθάριση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τις μεμονωμένες ιδιοκτησίες μεγάλης αξίας (άνω των 200.000 ευρώ) θα υπάρχει ένας συντελεστής προσαύξησης, δηλαδή ουσιαστικά ένας πρόσθετος φόρος «πολυτελείας».