Μέτριο προς χαμηλό βαθμό, καθώς στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι «αυτοδίδακτοι», λαμβάνουν οι Έλληνες μικρομεσαίοι επιχειρηματίες στην οικονομική παιδεία, όπως προκύπτει από την πιλοτική -πρώτη για τη συγκεκριμένη μελέτη- έρευνα που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ).
Από την έντυπη έκδοση
Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]
Μέτριο προς χαμηλό βαθμό, καθώς στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι «αυτοδίδακτοι», λαμβάνουν οι Έλληνες μικρομεσαίοι επιχειρηματίες στην οικονομική παιδεία, όπως προκύπτει από την πιλοτική -πρώτη για τη συγκεκριμένη μελέτη- έρευνα που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ).
Η βελτίωση των επιδόσεων στην οικονομική παιδεία των μικρομεσαίων επιχειρηματιών πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για την Πολιτεία και τους θεσμικούς φορείς, καθώς το διακύβευμα για την οικονομία και την επιβίωση χιλιάδων επιχειρήσεων και πολλαπλάσιων θέσεων εργασίας είναι εξαιρετικά σημαντικό. Η χώρα μας, δηλαδή, θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ που την έχουν αναγάγει σε υψηλή προτεραιότητα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έλλειψη οικονομικής παιδείας έγινε αισθητή κατά τη χρηματοοικονομική κρίση και οδήγησε τους αρμόδιους οργανισμούς (ΟΟΣΑ) σε εις βάθος διερεύνηση του φαινομένου. Όπως αναφέρει, μάλιστα, ο ερευνητής του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ Ευστάθιος Καρπούζης (διδάκτωρ Χρηματοοικονομικών του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά με ειδίκευση στις εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης επιχειρήσεων) κατά τη δεκαετία 2010-2020 υιοθετήθηκαν στρατηγικές σε διεθνές επίπεδο από τον ΟΟΣΑ και δόθηκαν κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου οι χώρες-μέλη να δημιουργήσουν εθνικές στρατηγικές για την οικονομική εκπαίδευση των πολιτών.
Στο πλαίσιο αυτό, αρκετές χώρες της Ευρώπης, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ισπανία κ.ά., έχουν υιοθετήσει στρατηγικές για τη βελτίωση της οικονομικής παιδείας του γενικού πληθυσμού, ενώ ο ΟΟΣΑ δημιούργησε ένα ειδικά διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο για τη μέτρηση της οικονομικής παιδείας των μικρομεσαίων επιχειρηματιών.
Σύμφωνα με το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, από την επεξεργασία των δεδομένων της πιλοτικής έρευνας προέκυψε ότι το επίπεδο οικονομικής παιδείας των συμμετεχόντων μικρομεσαίων επιχειρηματιών διαμορφώθηκε στο 60,23%. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα δείχνει ότι υπάρχει αρκετός χώρος για βελτίωση σε όλα τα επιμέρους στοιχεία που διαμορφώνουν την οικονομική παιδεία. Το ποσοστό αυτό είναι ελαφρώς μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό που προέκυψε από τη διεθνή μελέτη στον γενικό ενήλικο πληθυσμό που πραγματοποίησε ο ΟΟΣΑ το 2020. Συγκεκριμένα, το επίπεδο οικονομικής παιδείας της συγκεκριμένης έρευνας του ΟΟΣΑ ανήλθε στο 60,50% για το σύνολο των συμμετεχουσών χωρών και στο 62% για τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Όσον αφορά τις επιμέρους τρεις διαστάσεις, τα αποτελέσματα έχουν ως εξής:
* Χρηματοοικονομική γνώση: Το επίπεδο χρηματοοικονομικής γνώσης του δείγματος διαμορφώθηκε στο 57,5%. Το ποσοστό είναι αρκετά χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό της προαναφερθείσας μελέτης. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος του επιπέδου χρηματοοικονομικής γνώσης στο σύνολο των συμμετεχουσών χωρών είναι 62,8%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα μέλη του ΟΟΣΑ είναι 65,8%.
* Χρηματοοικονομική συμπεριφορά: Από τη μελέτη προέκυψε ένα σημαντικά υψηλό επίπεδο χρηματοοικονομικής συμπεριφοράς, το οποίο ανέρχεται στο 64,5%. Το συγκεκριμένο ποσοστό είναι αρκετά υψηλότερο από τη μελέτη του ΟΟΣΑ στον γενικό πληθυσμό, όπου διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένο επίπεδο είναι 59,2%. Παρ’ όλα αυτά αρκετές χώρες παρουσιάζουν υψηλότερο επίπεδο χρηματοοικονομικής συμπεριφοράς, όπως η Σλοβενία (69,6%), η Αυστρία (66%) και η Πορτογαλία (65,2%).
* Χρηματοοικονομική στάση: Το τελικό αποτέλεσμα για τη χρηματοοικονομική στάση διαμορφώθηκε στο 55%, σημαντικά χαμηλότερα από το 59,2% (61,6%) του γενικού πληθυσμού (χώρες ΟΟΣΑ) στην πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το επίπεδο χρηματοοικονομικής στάσης της Σλοβενίας ανέρχεται στο 72,5%, γεγονός που υποδηλώνει τα περιθώρια βελτίωσης που υπάρχουν στη συγκεκριμένη διάσταση που διαμορφώνει την οικονομική παιδεία.
Για την καλύτερη κατανόηση των προαναφερθέντων «δεικτών» διευκρινίζονται τα εξής:
Η χρηματοοικονομική γνώση αναφέρεται στη γνώση βασικών οικονομικών εννοιών, όπως είναι οι έννοιες του πληθωρισμού και του επιτοκίου, και επιτυγχάνεται μέσω της χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης των ατόμων κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Η χρηματοοικονομική εκπαίδευση παρέχεται μέσω του σχολικού εκπαιδευτικού συστήματος και μέσω προγραμμάτων ή σεμιναρίων διάφορων κοινωνικών φορέων. Σημειώνεται ότι η χρηματοοικονομική γνώση αποτελεί τη βασικότερη πτυχή της οικονομικής παιδείας των ατόμων.
Η χρηματοοικονομική συμπεριφορά αναφέρεται στον τρόπο που τα άτομα αποταμιεύουν, δαπανούν, δανείζουν και επενδύουν. Τα άτομα έχουν διαφορετικές συνήθειες και απόψεις και επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, όπως η οικογένεια, οι γνώσεις τους σχετικά με τη χρηματοδότηση, τις διαφημίσεις, την οικονομική και οικογενειακή τους κατάσταση, τις προοπτικές για το μέλλον και το εισόδημά τους. Μελέτες έχουν δείξει ότι η χρηματοοικονομική συμπεριφορά εξαρτάται από το επίπεδο των χρηματοοικονομικών γνώσεων των ατόμων.
Η τρίτη και τελευταία διάσταση αφορά τη χρηματοοικονομική στάση, η οποία αναφέρεται σε όλα τα χαρακτηριστικά των ατόμων που λαμβάνουν τη μορφή τάσεων προς μια χρηματοοικονομική πρακτική ή δράση. Η χρηματοοικονομική στάση δείχνει την τάση ή την πιθανότητα ενός ατόμου να ακολουθήσει μία συγκεκριμένη οικονομική συμπεριφορά. Σύμφωνα με μελέτες, υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της χρηματοοικονομικής συμπεριφοράς και της οικονομικής παιδείας των ατόμων. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι για να επιτευχθεί ένα υψηλό επίπεδο οικονομικής παιδείας απαιτείται ένας ικανοποιητικός συνδυασμός των παραπάνω τριών διαστάσεων.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη - έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, από τις απαντήσεις των επιχειρηματιών προέκυψαν αρκετά ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται τα οικονομικά δεδομένα τους. Οι περισσότεροι από τους επιχειρηματίες ανέφεραν πως δεν μπορούν να διαχειριστούν ξεχωριστά τα οικονομικά του νοικοκυριού και της επιχείρησής τους, κάτι το οποίο έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ορθή παρακολούθηση της οικονομικής πορείας της επιχείρησής τους.
Επιπλέον, δημιουργούνται ερωτήματα όσον αφορά την ενημέρωση και την πληροφόρηση που διαθέτουν οι μικροί επιχειρηματίες σχετικά με τις πηγές χρηματοδότησης. Οι περισσότεροι γνωρίζουν το επιχειρηματικό δάνειο, τη χρηματοδοτική μίσθωση και τις πιο κλασικές μεθόδους χρηματοδότησης, αλλά αγνοούν την ύπαρξη των ενναλακτικών πηγών όπως η χρηματοδότηση από το πλήθος και οι Επιχειρηματικοί Άγγελοι.
Αν και οι περισσότεροι από τους επιχειρηματίες του δείγματος δεν είχαν αναζητήσει ποτέ πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια, φαίνεται πως η εμφάνιση της πανδημίας του Covid-19 ανάγκασε κάποιους από αυτούς στην εξεύρεση κεφαλαίων για να αντισταθμίσουν τη ζημιά που υπέστησαν.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει εθνική στρατηγική για τη βελτίωση της οικονομικής παιδείας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, παρά μόνο πρωτοβουλίες φορέων.
Το 2016 ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού (Financial Literacy Institute), το οποίο στοχεύει στη διάδοση της χρηματοοικονομικής γνώσης και στην καταπολέμηση του χρηματοοικονομικού αναλφαβητισμού. Το Ινστιτούτο απευθύνεται στον γενικό πληθυσμό, με έμφαση στους νέους κάτω των 18 ετών και σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι οι άνεργοι, οι γυναίκες, οι συνταξιούχοι και οι μετανάστες.
Το Μουσείο της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο φιλοξενεί στην πλειονότητά του μαθητές Λυκείου και φοιτητές, προσφέρει στοχευμένες ξεναγήσεις στο πλαίσιο προώθησης του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού στο κοινό με θέματα όπως ο πληθωρισμός, οι ηλεκτρονικές πληρωμές και το ευρώ.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής εκπαίδευση μαθητών της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου και μαθητών Λυκείου εγκαινιάστηκε η περιοδική έκθεση με τίτλο «e-πληρωμές: ένας οδικός χάρτης», που έχει ως στόχο την εξοικείωση των νέων με τις πληρωμές χωρίς μετρητά. Επίσης, το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης της ΤτΕ προγραμματίζει την έκδοση δύο βιβλίων εντός του 2021, τα οποία αφορούν και προάγουν την οικονομική εκπαίδευση των μαθητών.
Παρ’ όλα αυτά δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα κάποια στοχευμένη δράση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αξίζει δε να τονιστεί ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αναφέρονται ως ομάδα-στόχος στους τομείς δραστηριοποίησης του Ινστιτούτου Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού, ενώ δεν έχει υπάρξει κάποια μελέτη ή σχετική δράση από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Πέραν του ερωτηματολογίου, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που συμμετείχαν στην έρευνα κλήθηκαν να συμμετάσχουν και σε ομάδες συζήτησης με εκπροσώπους της Τράπεζας της Ελλάδος, κοινωνικών φορέων και φορέων εναλλακτικής χρηματοδότησης. Στην έρευνα αναφέρεται ότι παρότι κλήθηκαν να συμμετάσχουν και εκπρόσωποι τεσσάρων εμπορικών τραπεζών, εντούτοις δεν υπήρξε ανταπόκριση από μέρους τους. Από τις ομάδες εστιασμένης συζήτησης έγινε αντιληπτή η απουσία συγκεκριμένης στρατηγικής και προγραμμάτων για την οικονομική παιδεία των μικρομεσαίων επιχειρηματιών στη χώρα.
* Οι επιχειρηματίες που συμμετείχαν στην ομάδα εστιασμένης συζήτησης ανέδειξαν την ανάγκη δημιουργίας κατάλληλων και στοχευμένων προγραμμάτων ενίσχυσης της οικονομικής παιδείας τους.
* Η ΤτΕ και οι εκπρόσωποι των εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης επισήμαναν την απουσία εθνικής στρατηγικής για την ενίσχυση της οικονομικής παιδείας και την ανάγκη για βελτίωση αυτής.
* Οι κοινωνικοί φορείς τόνισαν την ανάγκη δημιουργίας μίας εθνικής στρατηγικής, καθώς και προγραμμάτων των φορέων τους προς τα μέλη τους.
Σύμφωνα με το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμο η ανάπτυξη αυτών των εκστρατειών να σχεδιάζεται σε τακτική βάση και θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι εθνικοί, περιφερειακοί και τοπικοί φορείς. Επίσης, κρίνεται απαραίτητη η χρήση διαδραστικών εργαλείων για τη σύγκριση διάφορων χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Την ίδια στιγμή, η εθνική στρατηγική θα πρέπει να εστιάζει στη στοχευμένη εκπαίδευση, στην καθοδήγηση και στις γενικές συμβουλές, οι οποίες θα παρέχονται είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω απομακρυσμένων καναλιών (τηλεδιασκέψεις, πλατφόρμα κ.τ.λ.), για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, όπως η χρηματοδότηση, η διαχείριση πιστώσεων, η αποταμίευση για μελλοντικές επενδύσεις, η συνταξιοδότηση κ.ο.κ.
Είναι ενδεικτικό ότι άπαντες οι επιχειρηματίες συμφώνησαν στη χρησιμότητα ενός υψηλού επιπέδου οικονομικής παιδείας, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα βελτιωθεί η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα της επιχείρησης. Οι επιχειρηματίες αναφέρθηκαν στην απουσία σχετικών προγραμμάτων βελτίωσης της οικονομικής παιδείας, καθώς και στην ελλιπή γνώση τους σχετικά με τα τραπεζικά προϊόντα που αποτελούν τη βασική πηγή χρηματοδότησής τους.
Στη συζήτηση αναφέρθηκε ότι είναι αδύνατο για έναν επιχειρηματία να γνωρίζει ex ante αν πληροί τις προϋποθέσεις για την έγκριση ενός δανείου, τόσο όσον αφορά το ύψος του δανείου αλλά και το επιτόκιο, ενώ τονίστηκε ότι ενδεχομένως οι τράπεζες να μην επιθυμούν οι επιχειρηματίες να έχουν πολλές γνώσεις σχετικά με τα τραπεζικά προϊόντα και υπηρεσίες προκειμένου να εξαρτώνται από αυτές.
Επιπλέον, τονίστηκε ότι αν κάποιος επιχειρηματίας επιθυμεί να βελτιώσει τις γνώσεις του σε οποιοδήποτε μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, θα απευθυνθεί σε κάποιον ιδιώτη ή συνεργάτη, π.χ. λογιστή, διότι δεν γνωρίζει κάποιον φορέα που μπορεί να του παράσχει σχετική συνδρομή.
Στο ενδεχόμενο δημιουργίας ενός προγράμματος βελτίωσης της οικονομικής παιδείας, όπως η δημιουργία μίας διαδικτυακής πλατφόρμας ή η διοργάνωση σεμιναρίων, οι επιχειρηματίες απάντησαν ιδιαιτέρως θετικά, ενώ σε ερώτηση ποιος θα επιθυμούσαν να αναλάβει τέτοιου είδους δράσεις, οι μισοί εξ αυτών τάχθηκαν υπέρ των δημόσιων φορέων, π.χ. υπουργείο Παιδείας, κοινωνικοί φορείς, Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ οι άλλοι μισοί τάχθηκαν υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, π.χ. επιχειρηματικοί σύμβουλοι για ποιοτικότερη παροχή υπηρεσιών.