Το μεγάλο αγκάθι είναι οι ελλείψεις που καταγράφουν οι επιχειρήσεις στα πάντα: από πρώτες ύλες έως εργατικό δυναμικό. Kαι αυτές είναι πληγές για τις οποίες δεν υπάρχει ενιαίο φάρμακο. Τι πρέπει να προσέξουν κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες.
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η ανάκαμψη από την απότομη ύφεση στην οποία έριξε η Covid-19 την παγκόσμια οικονομία δεν άργησε να έρθει, αφού κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Μικρές και μεγάλες οικονομίες είναι πλέον πολύ κοντά στα να επιστρέψουν σε προ πανδημίας επίπεδα. Αλλά τα μεγάλα εμπόδια τα συναντούν τώρα, στα τελευταία μέτρα της κούρσας.
Όχι μόνο γιατί ο νέος κορωνοϊός εξακολουθεί να δείχνει τα δόντια του σε πολλά σημεία στον πλανήτη, απειλώντας με την επιστροφή στην εποχή των lockdowns. Αλλά και γιατί οι μεγάλες πληγές που άνοιξε στην εφοδιαστική αλυσίδα δεν έχουν ακόμη επουλωθεί. Αυτές σε συνδυασμό με την εκρηκτική ζήτηση ενέργειας, που φέρνει η επανεκκίνηση των οικονομιών, έχουν στείλει στα ύψη τις τιμές ενέργειας και πρώτων υλών και έχουν επαναφέρει το φάντασμα του υψηλού πληθωρισμού.
Οι κεντρικές τράπεζες, ενώ είχαν ξεκάθαρο έργο, όταν χτύπησε η πανδημία (να ρίξουν άφθονη, φθηνή ρευστότητα στην αγορά), τώρα έχουν μπροστά τους μία εξίσωση υψηλής δυσκολίας. Θα πρέπει να υπολογίσουν πόσο έντονο και κυρίως πόσο επίμονο θα είναι το φαινόμενο του υψηλού πληθωρισμού για να καθορίσουν τα επόμενα βήματά τους. Οι υπεύθυνοι της νομισματικής πολιτικής, αλλά και οι κυβερνήσεις, που χαράσσουν, τη δημοσιονομική, πρέπει να κινηθούν κατά τρόπο που να βάλει φρένο στο κύμα ανατιμήσεων, χωρίς να «καταπνίξουν» την ανάπτυξη.
Η απόσυρση της ρευστότητας από την αγορά άρχισε από τη Fed, μέσω της μείωσης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Θα την ακολουθήσουν και άλλες κεντρικές τράπεζες, με την ΕΚΤ να είναι πάντα πιο επιφυλακτική. Σε κάθε περίπτωση κανείς δεν θα τραβήξει απότομα τα «δεκανίκια». Η απόσυρση θα είναι σταδιακή, ώστε να μην τρομάξει αγορές, επιχειρήσεις και καταναλωτές. Όσο για το επόμενο βήμα, αυτό της αύξησης των επιτοκίων; Θα αργήσει να έρθει - ειδικά στη ζώνη του ευρώ.
Στη ζυγαριά τους κεντρικοί τραπεζίτες και υπουργοί Οικονομικών θα πρέπει να βάλουν πέραν της πανδημίας και του πληθωρισμού και κάτι ακόμη: Την προσωρινά επώδυνη, μετάβαση προς ένα πιο «πράσινο» μοντέλο ανάπτυξης, που όμως είναι απολύτως αναγκαία για τη βιωσιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας.
Σε επιμέρους μεγάλες οικονομίες, όπως αυτή της Κίνας, έρχονται να προστεθούν και άλλες προκλήσεις. Ο Σι αυτή την περίοδο έχει εξαπολύσει μία επίθεση σε διαδικτυακούς και fintech κολοσσούς, για να περιορίσει την επιρροή τους, ενώ επιχειρεί μία ευρύτερη αλλαγή στο αναπτυξιακό μοντέλο με στόχο τη στήριξη της μεσαίας τάξης και τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, που παραμένουν πολύ οξύτερες από εκείνες στην Ευρώπη.
Capital Economics: Μισογεμάτο τώρα το ποτήρι, αλλά...
Σε νέα έκθεσή της η Capital Economics σημειώνει πως από μισοάδειο οι περισσότεροι οικονομολόγοι βλέπουν τώρα το ποτήρι των προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας μισογεμάτο. Το τρίτο τρίμηνο το παγκόσμιο ΑΕΠ επέστρεψε 1% υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Ωστόσο, όπως εξηγεί ο Νιλ Σίρινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της CE, το να επιστρέψει το ονομαστικό ΑΕΠ στα προ Covid επίπεδα, δεν είναι το ίδιο με το να βρίσκεται η οικονομία στην ίδια κατάσταση. Σε πραγματικούς όρους η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να απέχει περίπου 4% σε σχέση με το προ πανδημίας μονοπάτι της.
Το μεγάλο αγκάθι, προειδοποιεί η CE, είναι οι ελλείψεις που καταγράφουν οι επιχειρήσεις στα πάντα: από πρώτες ύλες έως εργατικό δυναμικό. Οι αρμόδιοι για τη χάραξη της πολιτικής θα πρέπει πρώτα να ξεχωρίσουν ποιες από αυτές οι ελλείψεις είναι προσωρινές και ποιες είναι πιθανό να έχουν μεγάλη διάρκεια. Ενιαίο «φάρμακο» δεν υπάρχει. Η κάθε πληγή θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ξεχωριστή θεραπεία και κάποιες από αυτές θα χρειαστούν περαιτέρω χρόνο να επουλωθούν. Όσοι θεωρούν ότι οι προκλήσεις πέρασαν, μάλλον θα απογοητευτούν. Τα δύσκολα τώρα.