«Το προς διανομή ποσό μερισμάτων Α.Ε. καταβάλλεται στους μετόχους μέσα σε δύο (2) μήνες από την απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης που ενέκρινε τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και αποφάσισε τη διανομή». (Άρθρο 160 παρ. 3 Ν. 4548/2018)
Από την έντυπη έκδοση
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Επιστημονική ομάδα της ARTION
με την καθοδήγηση του Γιώργου Δαλιάνη www.artion.gr
«Το προς διανομή ποσό μερισμάτων Α.Ε. καταβάλλεται στους μετόχους μέσα σε δύο (2) μήνες από την απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης που ενέκρινε τις ετήσιες χρηματοοικονομικές καταστάσεις και αποφάσισε τη διανομή». (Άρθρο 160 παρ. 3 Ν. 4548/2018)
Προκύπτει λοιπόν ότι το διανεμόμενο μέρισμα πρέπει να αποδοθεί στους μετόχους μέσα σε δύο (2) μήνες από την απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης. Αυτό σημαίνει ότι ο μέτοχος μετέπειτα της προθεσμίας αυτής δικαιούται τόκων. Σε κάθε περίπτωση, η αξίωση του μετόχου για την καταβολή του μερίσματος υπόκειται σε πενταετή παραγραφή σύμφωνα με το άρθρο 250 παρ. 15 του ΑΚ. Η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόπο (Άρθρο 260 ΑΚ) π.χ. μεταφέροντας το ποσό του οφειλόμενου μερίσματος από τον λογαριασμό 53.01 «Μερίσματα πληρωτέα» σε πίστωση του προσωπικού λογαριασμού του δικαιούχου του μερίσματος μετόχου και ενημερώνοντας σχετικά τον δικαιούχο.
Η διάσπαση διακρίνεται σε κοινή διάσπαση, μερική διάσπαση και απόσχιση κλάδου.
Μερική διάσπαση με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών είναι η πράξη με την οποία μία εταιρεία (διασπώμενη), χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει σε μία ή περισσότερες εταιρείες που συνιστώνται ταυτόχρονα (επωφελούμενες) τον καθοριζόμενο ή τους καθοριζόμενους στο σχέδιο διάσπασης κλάδο ή κλάδους δραστηριότητας, με τη διάθεση στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας εταιρικών συμμετοχών της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών και ενδεχομένως χρηματικού ποσού, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αποδίδονται στους μετόχους ή στους εταίρους της διασπώμενης εταιρείας ή, σε περίπτωση έλλειψης ονομαστικής αξίας, της λογιστικής τους αξίας.
Με βάση την υπ’ αριθ. 2261/2020 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι δεν αποτελεί επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτων κάθε αγορά και (μετα)πώληση ακινήτων, από την οποία προκύπτει χρηματική ωφέλεια, αλλά η κατά σύστημα αγορά [ήτοι απόκτηση από επαχθή αιτία, προς την οποία εξομοιώνεται, για σκοπούς φορολογίας, και η κτήση κυριότητας ακινήτου διά χρησικτησίας, βλ. άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 1587/1950 (Α΄ 294)] και εν συνεχεία πώληση ακινήτων.
Εξάλλου, δεν αποκλείεται κατά τον νόμο (άρθρο 28 παρ. 2 εδ. πρώτο) να συντρέχει περίπτωση «επιχείρησης» και από μεμονωμένες ή συμπτωματικές συναλλακτικές πράξεις αγοραπωλησίας ακινήτων εν γένει (δηλαδή ακινήτων κάθε είδους εφόσον ο νομοθέτης δεν κάνει διάκριση), εφόσον αυτές αποσκοπούν στην επίτευξη κέρδους (ΣτΕ 2137/1989, ΣτΕ 223/1981, πρβλ. και ΣτΕ 1386/1981, ΣτΕ 873/1991, ΣτΕ 2843/1992) και δεν συνιστούν απλώς αξιοποίηση κεφαλαίου [όπως, λ.χ. (και) στην περίπτωση της ανέγερσης μεμονωμένης πολυώροφης οικοδομής επί ιδιόκτητου οικοπέδου, εφόσον η ανέγερση αυτή γίνεται με σκοπό πραγματοποίησης κέρδους από τη μεταβίβαση των διαμερισμάτων της οικοδομής].
Η παροχή υπηρεσιών σχετικών με ακίνητα φορολογείται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14 του ΦΠΑ στον τόπο που βρίσκεται το ακίνητο. Για την πράξη οφείλεται ΦΠΑ του κράτους που βρίσκεται το ακίνητο.