Η ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος και κατ` επέκταση του Τζο Μπάιντεν στις εκλογές για τον κυβερνήτη της Βιρτζίνια, απειλεί να ρίξει τον Αμερικανό πρόεδρο στα «σχοινιά», ένα χρόνο πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση της Βουλής και του ενός τρίτου της Γερουσίας.
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Η ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος και κατ` επέκταση του Τζο Μπάιντεν στις εκλογές για τον κυβερνήτη της Βιρτζίνια, απειλεί να ρίξει τον Αμερικανό πρόεδρο στα «σχοινιά», ένα χρόνο πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση της Βουλής και του ενός τρίτου της Γερουσίας.
Πέρα από τα τοπικά χαρακτηριστικά, η ήττα του Δημοκρατικού υποψήφιου στη Βιρτζίνια, έχει να κάνει και με τη γενικότερη υποχώρηση της δημοτικότητας του Τζο Μπάιντεν. Ο λόγος; Τα φιλόδοξα σχέδιά του για δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές και την κοινωνική πρόνοια, συναντούν μεγάλες αντιστάσεις στο Κογκρέσο, προς μεγάλη απογοήτευση της μεσαίας τάξης-της ραχοκοκαλιάς της αμερικανικής οικονομίας. Αλλά και του ίδιου του Μπάιντεν, που αναγκάστηκε να μειώσει το κοινωνικό του πρόγραμμα στο μισό- στα 1,75 τρισεκατομμύρια δολάρια, για να εγκριθεί από το Κογκρέσο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει βάλει την ευημερία της μεσαίας τάξης στο επίκεντρο της πολιτικής του. Όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό.
Το περασμένο Σαββατοκύριακο, στη Ρώμη και στη σύνοδο των G20 , ο Αμερικανός πρόεδρος είδε με ικανοποίηση να εγκρίνεται το σχέδιό του για την επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου και την αναθεώρηση του διεθνούς φορολογικού συστήματος των επιχειρηματικών κολοσσών. «Η συμφωνία αυτή ταιριάζει απόλυτα στο όραμα του προέδρου Μπάιντεν για μια «εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη», γράφει το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy και εξηγεί: «Ο Μπάιντεν πέτυχε μια συμφωνία που θα παράσχει τα αναγκαία έσοδα για τη χρηματοδότηση και την κρατική υποστήριξη για τη μεσαία τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Χωρίς τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα από αυτή τη συμφωνία, οι κοινωνικές δαπάνες που θέλει να αυξήσει ο Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν.
Η φράση «εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη» προέρχεται από μια έκθεση Αμερικανών οικονομολόγων από το 2020, πολλοί εκ των οποίων έχουν ήδη προσχωρήσει σε εξέχουσες θέσεις στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Οι αρχιτέκτονες της «εξωτερικής πολιτικής για τη μεσαία τάξη» αναγνώρισαν ότι η μορφή παγκοσμιοποίησης που προωθούσε μέχρι τώρα η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε ωφελήσει περισσότερο τους πολύ πλούσιους Αμερικανούς από εκείνους της μεσαίας τάξης. Φυσικά, για τον υπόλοιπο κόσμο, οι Αμερικανοί της μεσαίας τάξης είναι οι πλούσιοι. Μια τετραμελής Αμερικανική οικογένεια με ετήσιο εισόδημα 73.000 δολαρίων, είναι πλουσιότερη από το 93% των νοικοκυριών στον κόσμο. Αλλωστε, η πανδημία μπορεί να έχει επηρεάσει αρνητικά σχεδόν ολόκληρη την οικονομία του πλανήτη, αλλά οι επιπτώσεις της ήταν πολύ πιο σκληρές για τους ανθρώπους της παγκόσμιας μεσαίας τάξης. Για παράδειγμα, το 2020, οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν το 9,1% του ΑΕΠ σε δημοσιονομικά κίνητρα κοινωνικής στήριξης, ενώ ,για παράδειγμα, η Ινδία και η Τουρκία δαπάνησαν μόλις το 2,4% και το 1,4%, αντίστοιχα, του πολύ μικρότερου ΑΕΠ τους. «Με άλλα λόγια, καθώς έκλεισε η οικονομική δραστηριότητα, οι λογιστές στο Σικάγο έλαβαν επιταγές αξίας, όση σχεδόν τα ετήσια εισοδήματα όλων των δασκάλων στη Βομβάη και των οδηγών ταξί στην Κωνσταντινούπολη», γράφει το Foreign Policy.
Η ενίσχυση των μεσαίων στρωμάτων δεν είναι πάντως βασική προτεραιότητα μόνο για τον Μπάιντεν, αλλά και για τον βασικό «αντίπαλό» του-τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζιπίνγκ. «Ο Μπάιντεν θέλει να επαναφέρει θέσεις εργασίας στην αμερικανική βιομηχανία, ο Σι επιδιώκει να τις κρατήσει στη χώρα του», γράφει εύστοχα το αμερικανικό περιοδικό Globalist. «Ένα μακροχρόνιο ερώτημα στην παγκόσμια πολιτική και την παγκόσμια οικονομία είναι εάν η ταυτόχρονη ανάπτυξη των μεσαίων στρωμάτων και στις δύο χώρες, μπορεί να είναι συμβατή μεταξύ τους», σημειώνει το αμερικανικό περιοδικό. Υποστηρίζει μάλιστα ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα έχουν ένα λίγο πολύ κοινό πρόβλημα, που μοιράζονται με παρόμοιο, ανησυχητικό τρόπο – την αυξανόμενη ανισότητα στην καρδιά των κοινωνιών τους». Η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη μέτρηση της κοινωνικής ανισότητας είναι ο συντελεστής άνισης κατανομής εισοδήματος ,Gini από το 0 ως το 1. Η τιμή 0 αντιπροσωπεύει τη συνολική ισότητα και το 1 την απόλυτη ανισότητα. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες , ο δείκτης Gini είναι στο 0,41, την Κίνα στο 0,47, ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πιο ισορροπημένη στο θέμα των κοινωνικών ανισοτήτων με δείκτη 0,38 , με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ να είναι περίπου 0,35.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός, ότι οι ηγέτες και των δύο υπερδυνάμεων επιδιώκουν να περιορίσουν τη δύναμη των πολυεθνικών, ειδικά στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας, είτε αυτές λέγονται Facebook,είτε Alibaba.
Ο Μπάιντεν έχει συνειδητοποιήσει ότι η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων είναι απαραίτητη προκειμένου οι Δημοκρατικοί να μην χάσουν στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 και τελικά στις προεδρικές εκλογές του 2024. Ανεξάρτητα αν θα είναι ο ίδιος υποψήφιος.
Αλλά και ο Κινέζος πρόεδρος Σι επιδιώκει να σταθεροποιήσει την εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, διευρύνοντας και ενισχύοντας τη μεσαία τάξη στη χώρα του. Σήμερα η κινεζική μεσαία τάξη αριθμεί περίπου 400 εκατομμύρια πολίτες και ο στόχος του Σι είναι να αυξηθεί στα 800 εκατομμύρια έως το 2035.
Ακούγεται περίεργο, αλλά η Κίνα μπορεί να έχει πλεονέκτημα έναντι των ΗΠΑ σε αυτή τη μάχη. Το κινεζικό καθεστώς είναι μονολιθικό ενώ ο Τζο Μπάιντεν υπονομεύεται όχι μόνο από τους πολιτικούς του εχθρούς, αλλά και από ορισμένους, υποτιθέμενους φίλους του, στο Δημοκρατικό κόμμα.