Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 04 Νοεμβρίου 2021 23:46

Χατζηδάκης: Προωθούνται τρεις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας

Η κυβέρνηση έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και στο κομμάτι που αφορούν την στήριξη της οικονομίας και της αγοράς εργασίας και «έδρασε ταχύτατα» τόνισε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας διαδικτυακά στο Thessaloniki Summit 2021. 

Η κυβέρνηση έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και στο κομμάτι που αφορούν την στήριξη της οικονομίας και της αγοράς εργασίας και «έδρασε ταχύτατα» τόνισε ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας διαδικτυακά στο Thessaloniki Summit 2021. 

«Πάνω από 40 δισ. δόθηκαν για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Οκτώ και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ δόθηκαν για τη στήριξη 3 εκ. εργαζομένων και ανέργων» ανέφερε ο κ. Χατζηδάκης. Ο υπουργός είπε ότι είχε αποτελέσματα και το πρόγραμμα των αναστολών των συμβάσεων εργασίας και η στήριξη των κλάδων, μεταξύ αυτών του τουρισμού και της εστίασης, ενώ η κυβέρνηση «δεν παραμέλησε να προχωρήσει μια σειρά από διαρθρωτικές αλλαγές», όπως η μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, η απλούστευση του αδειοδοτικού περιβάλλοντος, οι «εκσυγχρονιστικές αλλαγές στην παιδεία, στο περιβάλλον, στην χωροταξία», η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, κ.ά..

Σημείωσε, ότι τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών, «έχουν αποτυπωθεί σε μία σειρά δείκτες, όπως οι αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για επενδύσεις, κ.ά.». 

«Ήδη, έχουμε μια αναβάθμιση της χώρας σε σχέση με τις προτιμήσεις των επενδυτών: η χώρα βρίσκεται στην όγδοη θέση από πλευράς επενδυτικής δυναμικής σε όλη την Ε.Ε» είπε ο κ. Χατζηδάκης και πρόσθεσε: «Έχουμε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος στο δεύτερο τρίμηνο του 2021, στο 7% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και πτώση της ανεργίας από το 17,3% το καλοκαίρι του 2019, στο 13,3% φέτος, με στοιχεία χθεσινά της Eurostat, για το Σεπτέμβριο».

«Με την πολιτική αυτή μπαίνουν τα θεμέλια για ανάπτυξη και προκοπή» υπογράμμισε ο υπουργός.

Ο κ. Χατζηδάκης αναφέρθηκε και στη δουλειά που έγινε το προηγούμενο χρονικό διάστημα στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και έφερε, όπως είπε, «απτά αποτελέσματα».  
 
«Στο μέτωπο της ανεργίας, για παράδειγμα, αυτή έχει αποκλιμακωθεί από το 17,3% το καλοκαίρι του 2019, σε 13,9% τον Αύγουστο. Αυτό δεν έγινε τυχαία. Ήταν αποτέλεσμα της φορολογικής, αδειοδοτικής, ασφαλιστικής και εργασιακής πολιτικής της κυβέρνησης και, μάλιστα, παρά την κρίση του κορονοϊού» είπε ο κ. Χατζηδάκης.

Η επόμενη μέρα

Μιλώντας για την «επόμενη μέρα» από την πανδημία, ο κ. Χατζηδάκης υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση προωθεί τρεις μεταρρυθμίσεις σε νομοθετικό επίπεδο, σχετιζόμενες με την αγορά εργασίας: τον εργασιακό νόμο, που αποσκοπεί στο να συνδυάσει δύο διαφορετικές επιδιώξεις - την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την προστασία των εργαζομένων - την ψηφιακή κάρτα εργασίας για να αντιμετωπιστεί η 'μαύρη' και η υποσμοιβόμενη εργασία, ενώ θα προωθηθεί, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, η σύσταση της νέας, ανεξάρτητης Επιθεώρησης Εργασίας».

  
Υπογράμμισε επίσης, ότι προωθήθηκε η δυνατότητα για τη «συμφιλίωση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή», μέσα από ρυθμίσεις για τις νέες, μεγαλύτερες γονικές άδειες, τη μείωση του γραφειοκρατικού βάρους των επιχειρήσεων μέσω του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, το δικαίωμα «αποσύνδεσης» από την τηλεργασία, κ.α.. Προέβαλε ακόμη, την προώθηση της της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης για τη νέα γενιά και την εισαγωγή του «ατομικού κουμπαρά» για τις επικουρικές συντάξεις των νέων ασφαλισμένων, που όπως είπε, τους δίνει τη δυνατότητα για μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στη σύνταξή τους και την προσδοκία για μια μεγαλύτερη επικουρική σύνταξη.

    
Ο κ. Χατζηδάκης επεσήμανε, τέλος, ότι προωθείται νομοσχέδιο, με το οποίο επιδιώκεται «να υψωθεί ο πήχης στην κατάρτιση», ώστε να αντιμετωπιστεί μια δομική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας, «το ότι είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη σε σχέση με τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού, το λεγόμενο δηλαδή skills matching» και να βελτιωθούν οι δεξιότητες στη νέα αγορά εργασίας. Αυτό θα γίνει όπως τόνισε και με αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι οποίοι θα συμβάλουν επίσης και στο να τρέξουν προγράμματα, με έμφαση σε κατηγορίες πληθυσμού με μεγαλύτερα προβλήματα ένταξης στην αγορά εργασίας: τους νέους, τις μητέρες, τα άτομα με αναπηρία, τις τοπικές κοινωνίες, ενώ για τις επιδοτούμενες θέσεις εργασίας θα υπάρχουν πολύ περισσότερες δράσεις και στο νέο ΕΣΠΑ.

Η Μ. Ξενογιαννακοπούλου

Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, υπογράμμισε ότι «το ζήτημα της ανεργίας παραμένει από τα πιο μεγάλα προβλήματα που έχει η χώρα».  

«Μιλάμε και για την καταγεγραμμένη ανεργία και δυστυχώς και για τους χιλιάδες αόρατους συμπολίτες μας, νέους, γυναίκες, μακροχρόνια άνεργους, εκτός συστήματος» ανέφερε η κ. Ξενογιαννακοπούλου. Απαιτείται, τόνισε, η αντιμετώπιση του προβλήματος μέσα σε ένα «πιο συνολικό αναπτυξιακό πλαίσιο, με μία συνολική πολιτική στήριξη της εργασίας και των μισθών».

Η κ. Ξενογιαννακοπούλου υπογράμμισε ότι η πανδημία και η κρίση υποχρέωσαν την Ε.Ε. ακόμη και με συντηρητικό συσχετισμό δυνάμεων,  να στραφεί προς ώρας σε μια πιο κεϋνσιανή πολιτική εγκαταλείποντας την πολιτική της λιτότητας, που είχε καταστρεπτικές συνέπειες για τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Τόνισε δε, ότι οι πολιτικές τόνωσης του κατώτατου μισθού σε Ισπανία και σε Πορτογαλία, όχι μόνο δεν αύξησαν την ανεργία, αλλά δημιούργησαν «μια θετική αντανάκλαση στην οικονομία, λόγω της αύξησης της ζήτησης». 

«Δυστυχώς, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν αξιοποιεί αυτή τη μεγάλη δυνατότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά συνεχίζει να εφαρμόζει μια παρωχημένη και άκαιρη πολιτική, η οποία προωθεί ένα μοντέλο φθηνής, ελαστικής εργασίας και όχι τις επενδύσεις εκείνες που δημιουργούν ποιοτικές θέσεις απασχόλησης και μια ουσιαστική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, στηριγμένη στην ποιότητα και στην καινοτομία και στον παραγωγικό μετασχηματισμό της». 

 Η κ. Ξενογιαννακοπούλου, υπογράμμισε ότι δέσμευση του κόμματός της, εάν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η κατάργηση των «αντεργατικών ρυθμίσεων» της σημερινής κυβέρνησης. Σημείωσε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια περίοδο με μνημονιακές υποχρεώσεις, «κατάφερε να μειώσει την ανεργία κατά δέκα μονάδες, να ρυθμίσει το χρέος και να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια, αφήνοντας κι ένα σημαντικό μαξιλάρι ασφάλειας 37 δισ. στα δημόσια ταμεία».

Ο δικοικητής του ΟΑΕΔ

Ο διοικητής του ΟΑΕΔ, Σπύρος Πρωτοψάλτης, σημείωσε ότι μέσα στην πανδημία, ο ρόλος του οργανισμού ήταν αφενός να «απλώσει ένα δίκτυ κοινωνικής προστασίας» και από την άλλη να σχεδιάζει δράσεις για την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας.  

«Δημιουργήσαμε 40.000 θέσεις εργασίας μέσα από προγράμματα επιδότησης, τα κίνητρα που δώσαμε σε επιχειρήσεις έπιασαν τόπο» είπε ο κ. Πρωτοψάλτης. Παράλληλα, αναφέρθηκε σε προγράμματα συνεργασίας που υλοποιεί ο ΟΑΕΔ με Google, Amazon, Cisco, κ.ά., πολύ μεγάλες εταιρίες υψηλής τεχνολογίας, με στόχο την κατάρτιση και την ενίσχυση ψηφιακών δεξιοτήτων εργαζομένων και ανέργων.

«Αυτό είναι μια αλλαγή νοοτροπίας, από παθητικές πολιτικές, στις ενεργητικές πολιτικές αύξησης της απασχόλησης» τόνισε ο κ. Πρωτοψάλτης και πρόσθεσε: «Θέλουμε να δώσουμε τα εργαλεία στους εργαζομένους και τους ανέργους να βρουν μια θέση στην αγορά εργασίας».

Ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της PeopleCert, Βύρων Νικολαΐδης, ανέφερε ότι «ανεξάρτητα από το εάν μιλάμε για τον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η κατάρτιση και η επανακατάρτιση αφορά σχεδόν όλους, τους νέους, τους εργαζόμενους, τους ανέργους» και πρόσθεσε: 

«Όταν σχεδιάζονται πολλά προγράμματα, πολύ σημαντικό είναι το πού θα πάνε τα λεφτά. Ξεκινώντας από τα ΜΟΠ, έχουν δαπανηθεί τεράστια ποσά από όλες τις κυβερνήσεις, δεν έχουν πιάσει τόπο, ήταν πολλές οι παθογένειες. Τώρα με το Ταμείο Ανάκαμψης, είναι ευκαιρία για ποιοτική εκπαίδευση με μετρήσιμα αποτελέσματα». 

    Ο ίδιος ανέφερε, ότι όσες χώρες υιοθετούν τις βέλτιστες πρακτικές, επενδύοντας στην καινοτομία και την ποιοτική εκπαίδευση και κατάρτιση των εργαζομένων, μέσα «σε δύο, τρία, το πολύ πέντε, χρόνια, βρίσκονται από πολύ χαμηλά, πολύ ψηλά».