«Υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι η Ελλάδα -και ειδικότερα η Κρήτη- θα μπορούσε να φιλοξενεί σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου. Αποστολή μας είναι να ενθαρρύνουμε με κάθε τρόπο τους επενδυτές να προχωρήσουν γρήγορα στις απαραίτητες σεισμικές και γεωλογικές έρευνες για να υπάρξει σαφήνεια για την ύπαρξη, το μέγεθος και τη δυνητική αξία των κοιτασμάτων αυτών».
«Υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι η Ελλάδα -και ειδικότερα η Κρήτη- θα μπορούσε να φιλοξενεί σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου. Αποστολή μας είναι να ενθαρρύνουμε με κάθε τρόπο τους επενδυτές να προχωρήσουν γρήγορα στις απαραίτητες σεισμικές και γεωλογικές έρευνες για να υπάρξει σαφήνεια για την ύπαρξη, το μέγεθος και τη δυνητική αξία των κοιτασμάτων αυτών».
Αυτό ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ), δρ. Αριστοφάνης Στεφάτος, μιλώντας στην ημερίδα με τίτλο «Οι Υδρογονάνθρακες στην Ενεργειακή Μετάβαση, Δεδομένα και Πολιτικές» του Ινστιτούτου Πετρελαϊκής Έρευνας του Ινστιτούτου Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΤΕ/ΙΠΕ) και του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) που πραγματοποιήθηκε χθες στα Χανιά.
Ο κ. Στεφάτος αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα της χρήσης φυσικού αερίου ως καύσιμο-γέφυρα προς την ενεργειακή μετάβαση, καθώς και στην συγκυρία της ενεργειακής κρίσης. Όπως είπε, οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί κατά 250% από τις αρχές του έτους. «Οι ηλεκτροπαραγωγοί στην Ευρώπη πληρώνουν 90 ευρώ/μεγαβατώρα για φυσικό αέριο, ενώ οι συνάδελφοί τους σε Αίγυπτο και Ισραήλ, χώρες της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου που είναι παραγωγοί φυσικού αερίου συνάπτουν μακροπρόθεσμα συμβόλαια αγοράς αερίου με 12 ευρώ/μεγαβατώρα».
«Αυτό σημαίνει, κατέληξε, ότι η Ελλάδα έχει στην παρούσα φάση μια μοναδική ευκαιρία να αναπτύξει δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης για κοιτάσματα φυσικού αερίου, συμβάλλοντας στην προώθηση της «πράσινης» μετάβασης και της ασφάλειας εφοδιασμού και αποκομίζοντας στην πορεία σημαντικά οικονομικά και γεωστρατηγικά οφέλη».