Οι ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις που καταγράφει το Ταμείο Εγγυήσεων Αγροτικής Ανάπτυξης (ΤΕΑΑ), τόσο σε όρους προσέλκυσης αγροτών όσο και επιλεξιμότητας των αιτήσεων, προκαλεί έντονο σκεπτικισμό στην ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, με τον αρμόδιο υπουργό Σπήλιο Λιβανό να στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα προς τις συνεργαζόμενες τράπεζες να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να στηρίξουν το εγχείρημα και μάλιστα στην κατεύθυνση προσέλκυσης μεγαλύτερων επενδύσεων.
Από την έντυπη έκδοση
Tης Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Οι ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις που καταγράφει το Ταμείο Εγγυήσεων Αγροτικής Ανάπτυξης (ΤΕΑΑ), τόσο σε όρους προσέλκυσης αγροτών όσο και επιλεξιμότητας των αιτήσεων, προκαλεί έντονο σκεπτικισμό στην ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, με τον αρμόδιο υπουργό Σπήλιο Λιβανό να στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα προς τις συνεργαζόμενες τράπεζες να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να στηρίξουν το εγχείρημα και μάλιστα στην κατεύθυνση προσέλκυσης μεγαλύτερων επενδύσεων.
Τα στοιχεία, μέχρι στιγμής, υποδεικνύουν ασθενικό ρυθμό απορροφητικότητας, ενώ μεγαλύτερη κινητικότητα ενδέχεται να δημιουργήσει η ενεργοποίηση του μηχανισμού -που τοποθετείται στα μέσα Νοεμβρίου- χρηματοδότησης δανείων έως 200.000 ευρώ σε αγρότες-μεταποιητικές επιχειρήσεις που επλήγησαν από την κρίση Covid-19.
Αναλυτικότερα, μολονότι η δυναμική του Ταμείου προβλέπει την υποστήριξη εισροής δανείων ύψους 480 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥπΑΑΤ, μέχρι στιγμής έχουν κατατεθεί περισσότερες από 1.200 αιτήσεις, εκ των οποίων 1.000 μοναδικές (έχουν υποβληθεί μόνο σε μία τράπεζα), με αιτούμενο ποσό περίπου 100 εκατ. ευρώ συνολικά και 83 εκατ. ευρώ για τις μοναδικές αιτήσεις.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2021 έχουν εγκριθεί 70 αιτήσεις δανείων με ποσό 4,2 εκατ. ευρώ και έχουν εκταμιευθεί 3,9 εκατ. ευρώ.
«Μεγαλύτερες επενδύσεις»
Όπως επισημαίνει, μιλώντας στη «Ν», ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιος Λιβανός: «Η διαχείριση των αιτήσεων του Ταμείου Εγγυήσεων Αγροτικής Ανάπτυξης από τις τράπεζες θα πρέπει να γίνεται με γρηγορότερους ρυθμούς και πιο αποτελεσματικά, ώστε να επωφεληθούν όσο περισσότεροι από τους ευνοϊκούς όρους δανεισμού που προσφέρονται με το συγκεκριμένο χρηματοδοτικό εργαλείο. Επιπλέον, και ίσως αυτό είναι και το σημαντικότερο, οι τράπεζες πρέπει να προωθήσουν το εργαλείο με στόχο να προσελκύσουν μεγαλύτερες επενδύσεις, έτσι ώστε να μπορέσουν να καλύψουν το αναμενόμενο χαρτοφυλάκιό τους. Γιατί, όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων, το Ταμείο αν και ξεκίνησε με μια μεγάλη ζήτηση, αυτή αφορά κυρίως μικρά δάνεια».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Λιβανός υπογραμμίζει -για ακόμα μια φορά- ότι «απαιτούμε ακόμα μεγαλύτερη στήριξη από τις τράπεζες. Τις θεωρούμε εταίρους στην εθνική προσπάθεια ανάπτυξης και στήριξης του πρωτογενούς τομέα και γι' αυτό περιμένουμε να διευκολύνουν πολύ περισσότερο τους αγρότες μας, ώστε να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τα σημαντικά αυτά εργαλεία. Δεν μπορούν να ζητούν ως εγγύηση την προσωπική περιουσία των αγροτών για να χορηγήσουν επενδυτικά δάνεια. Οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Χρειάζεται να δείξουν εμπιστοσύνη στους Έλληνες παραγωγούς και να τους στηρίξουν με ευελιξία, παρέχοντάς τους την απαιτούμενη ρευστότητα. Αποτελεί, άλλωστε, μια ευκαιρία για κάποιες εκ των τραπεζών που συμμετέχουν να λειτουργήσουν σε έναν μεγάλο βαθμό και ως σύμβουλοι προς τους αγρότες για τη διαμόρφωση του business plan, τη δημιουργία εταιρικών σχημάτων, με επενδύσεις τρίτων, για να μπορέσει ο πρωτογενής τομέας να αναπτυχθεί περαιτέρω».
Επιφυλάξεις παραγωγών
Από πλευράς παραγωγών φέρεται ότι και το ΤΕΑΑ αντιμετωπίζεται με την ίδια επιφυλακτικότητα, όπως συνέβη και σε αντίστοιχα εγχειρήματα στο παρελθόν, π.χ. Ταμείο Αγροτικής Επιχειρηματικότητας.
Όπως αναφέρουν στη «Ν» εκπρόσωποι παραγωγών «αρχικά υπάρχει ουσιαστικό κενό στην ενημέρωση για τις δυνατότητες του Ταμείου. Επίσης, ιδιαίτερα αποτρεπτικό για τους αγρότες είναι το κομμάτι της περικοπής των ενισχύσεων, που συνδέεται με την τραπεζική χρηματοδότηση».
Κύκλοι του ΥπΑΑΤ αναφέρουν τρεις βασικούς λόγους για τους οποίους οι διαδικασίες ένταξης δεν προχωρούν από την πλευρά των παραγωγών. «Ένας αριθμός αιτούντων, ειδικά όσοι επιθυμούν να συνδυάσουν το δάνειο με επιχορήγηση, όταν αντιλαμβάνονται ότι θα υπάρξει περικοπή της επιχορήγησης λόγω της ενίσχυσης που εμπεριέχεται στο δάνειο (Ακαθάριστο Ισοδύναμο Επιχορήγησης) υπαναχωρούν», εξηγούν, προσθέτοντας επίσης ότι «αντίστοιχα, ένας αριθμός αιτούντων, ακούγοντας για ευκαιρίες νέων επιχορηγήσεων (π.χ. νέα σχέδια βελτίωσης) αναβάλλει την απόφασή του να δεσμευθεί σε ένα μακροχρόνιο δάνειο, ενώ υπάρχει και ένας αριθμός αιτήσεων που δεν πληροί τα κριτήρια οικονομικής βιωσιμότητας που απαιτούνται από τις τράπεζες».
Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ωστόσο ότι «oι τράπεζες δεν πρέπει να θέτουν, σε καμία περίπτωση, θέμα "κοψίματος" επιλέξιμων αιτήσεων. Μία αίτηση για να είναι επιλέξιμη θα πρέπει, σύμφωνα με τη συμφωνία χρηματοδότησης, να πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας και τα κριτήρια οικονομικής βιωσιμότητας που τίθενται αποκλειστικά από κάθε συμμετέχουσα τράπεζα, δεδομένου ότι η τράπεζα συνεισφέρει τα 3/4 των πόρων του χαρτοφυλακίου των δανείων της. Υπάρχουν ήδη πραγματικά παραδείγματα δικαιούχων, που έχουν αποτελέσει καλή πρακτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίοι έκαναν την αίτησή τους στις αρχές του χρόνου και έχουν ήδη πραγματοποιήσει τις επενδύσεις τους. Οι εκταμιεύσεις αυτές έχουν πραγματοποιηθεί παρά την πανδημία και παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες έπρεπε στο ίδιο διάστημα να εξειδικεύσουν τα προϊόντα τους και να ενημερώσουν σχετικά το δίκτυό τους».
Στο μεταξύ, σε ό,τι αφορά το κομμάτι της χρηματοδότησης σε πληγέντες από την πανδημία, οι πληροφορίες της «Ν» αναφέρουν ότι αναμένεται να τεθεί σε επιχειρησιακή λειτουργία μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου 2021. Η Διαχειριστική Αρχή προκειμένου να υπάρχει χρόνος για την υλοποίηση της συγκεκριμένης επιλογής έχει συμπεριλάβει στην τροποποίηση του ΠΑΑ, που θα υποβληθεί τις προσεχείς μέρες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μετάθεση της καταληκτικής ημερομηνίας επιλεξιμότητας μέχρι την 21η/12/2022.
Υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει γνωστοποιηθεί από το καλοκαίρι, επιδίωξη είναι να δοθεί η δυνατότητα σε αγροτικές και μεταποιητικές επιχειρήσεις που επλήγησαν από την πανδημία να λάβουν δάνεια για κεφάλαιο κίνησης ύψους έως 200.000 ευρώ μέσα από το ΤΕΑΑ. Το εν λόγω ποσό θα μπορεί να δοθεί χωρίς υποχρέωση για επενδύσεις και με σημαντική απλοποίηση στη διαδικασία χορήγησης, καθώς οι ωφελούμενοι δεν απαιτείται να υποβάλουν επιχειρηματικό σχέδιο, ούτε να προσκομίσουν απολογιστικά αποδεικτικά στοιχεία δαπανών.
Τα σημεία διαφοράς
Το Ταμείο Εγγυήσεων Αγροτικής Ανάπτυξης (ΤΕΑΑ) αναπτύχθηκε στη βάση των ευρημάτων τής εκ των προτέρων αξιολόγησης για τη χρήση χρηματοδοτικών εργαλείων στο πλαίσιο του ΠΑΑ 2014 - 2020, σύμφωνα με την οποία οι παραγωγοί και οι μικροί μεταποιητές δεν είχαν πρόσβαση σε χρηματοδότηση, καθώς οι τράπεζες απαιτούσαν υψηλές εξασφαλίσεις, που αντανακλούσαν κυρίως την έλλειψη πιστωτικού ιστορικού.
Το εργαλείο έρχεται να καλύψει το σύνολο των αναμενόμενων απωλειών του χαρτοφυλακίου δανείων που αναπτύσσει η κάθε τράπεζα, γεγονός που μεταφράζεται σε δάνεια με πολύ χαμηλότερες απαιτήσεις εξασφαλίσεων, χαμηλότερα επιτόκια και μειωμένα κόστη συναλλαγής.
Επιπλέον, αντίθετα με προηγούμενες εφαρμογές, το ΤΕΑΑ χρηματοδοτεί επενδύσεις που δεν είναι απαραίτητο να έχουν ενταχθεί ήδη στα μέτρα των σχεδίων βελτίωσης ή της μεταποίησης, αυξάνοντας έτσι τη βάση των δυνητικών τελικών αποδεκτών.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν και οι διευρυμένες επιλέξιμες δαπάνες που μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω των δανείων του Ταμείου Εγγυήσεων, που περιλαμβάνουν φυτικό κεφάλαιο ετήσιας φύτευσης, ζωικό κεφάλαιο και μεταχειρισμένο εξοπλισμό.
Πλαίσιο δανείων
Οι ωφελούμενοι του ΤΕΑΑ μπορούν να λάβουν δάνεια ύψους από 10.000 ευρώ μέχρι, κατά κανόνα, 5.000.000 ευρώ, με διάρκεια αποπληρωμής από 1 έως 15 έτη και, πάντως, όχι αργότερα από την 31η/12/2035.
Το ΠΑΑ εγγυάται το 80% κάθε δανείου, που χορηγείται μέσω του ΤΕΑΑ, και μέχρι ένα ποσοστό του συνολικού χαρτοφυλακίου κάθε τράπεζας, το οποίο καθορίζεται στη συμφωνία μεταξύ της τράπεζας και του Διαχειριστή του Ταμείου και δεν μπορεί να υπερβαίνει το 35%.