Σφιχτή άμυνα απέναντι στις δαπάνες και τα έξοδα λειτουργίας επέλεξαν να ακολουθήσουν οι περισσότερες εισηγμένες εταιρείες στη διάρκεια του 1ου εξαμήνου του 2021. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο συνολικός τους δανεισμός το πρώτο μισό της φετινής χρονιάς να διαμορφωθεί στα 31,87 δισ. ευρώ, έναντι 32 δισ. ευρώ το 1ο εξάμηνο του 2020 και 30,96 δισ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Από το σύνολο του δανεισμού τα 24,871 δισ. ευρώ αφορούσαν τις 21 εμποροβιομηχανικές μετοχές του FTSE 25.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]
Σφιχτή άμυνα απέναντι στις δαπάνες και τα έξοδα λειτουργίας επέλεξαν να ακολουθήσουν οι περισσότερες εισηγμένες εταιρείες στη διάρκεια του 1ου εξαμήνου του 2021. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο συνολικός τους δανεισμός το πρώτο μισό της φετινής χρονιάς να διαμορφωθεί στα 31,87 δισ. ευρώ, έναντι 32 δισ. ευρώ το 1ο εξάμηνο του 2020 και 30,96 δισ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Από το σύνολο του δανεισμού τα 24,871 δισ. ευρώ αφορούσαν τις 21 εμποροβιομηχανικές μετοχές του FTSE 25.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε για λογαριασμό της «Ν» ο αναλυτής Νίκος Καυκάς της Μerit ΑΧΕΠΕΥ, ο καθαρός δανεισμός για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2021 εμφανίζεται αυξημένος κατά 4,7% (23,8 δισ. ευρώ), γεγονός που αποδίδεται στην αύξηση των μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων (+6,8% στα 29,5 δισ. ευρώ) και της μείωσης των ταμειακών διαθεσίμων (-1,7%, 12,9 δισ. ευρώ), μια κίνηση που έρχεται σε μια στιγμή που τα επιτόκια ευνοούν μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς και οι καταθέσεις δεν προσφέρουν κάποιο ιδιαίτερο πλεονέκτημα στο συνολικό εισόδημα της εταιρείας.
Αναδιάρθρωση δανείων
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι εισηγμένες εταιρείες μετά τη δεκαετή κρίση και την έλευση της πανδημίας τον Μάρτιο του 2019 προχώρησαν σε σοβαρές διαρθρωτικές κινήσεις για τα δάνειά τους και τα ταμειακά τους διαθέσιμα.
Επίσης, το γεγονός ότι τα επιτόκια δανεισμού για τις περισσότερες επιχειρήσεις έχουν υποχωρήσει αισθητά, κατά μέσο όρο 5% έως 8%, τις βοηθά να προχωρήσουν σε περαιτέρω αναδιάρθρωση των δανείων τους.
Έτσι, από το ξεκίνημα του 2021 γίνεται πλέον με καλύτερους όρους η αναχρηματοδότηση των δανείων και μπαίνει τέλος στην περίοδο όπου τα επιτόκια ξεπερνούσαν το 10% και αποτελούσαν βραχνά για τη λειτουργία της επιχείρησης.
Ο υπερδανεισμός πολλών εισηγμένων ροκάνιζε επί χρόνια τα κέρδη, καθώς λόγω της κρίσης ο δανεισμός έγινε ακριβός, με τις τράπεζες να αυξάνουν τα επιτόκια, ενώ και οι εκδόσεις ομολόγων έγιναν ακριβές, αφού υπήρχαν εταιρείες που δανείστηκαν με επιτόκιο και πάνω από 10% και 12%.
Ωστόσο, για αρκετές εισηγμένες πολλά από τα δάνεια έχουν καταστεί βραχυπρόθεσμα και για κάποιες εταιρείες απαιτητά επειδή δεν πληρούνται οι όροι. Υπάρχει ένας αξιοπρόσεκτος αριθμός εισηγμένων που είναι αυτή την περίοδο σε διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και από τα πρώτα αποτελέσματα φαίνεται πως τα επιτόκια μειώνονται σημαντικά και οι επιχειρήσεις μπορούν να αναπνεύσουν, αφού οι τόκοι θα μειωθούν και θα μπορέσει να βελτιωθεί η τελική γραμμή των αποτελεσμάτων.
Για κάποιες εταιρείες, πάντως, η απλή αναχρηματοδότηση, έστω και με δραστική μείωση του επιτοκίου, ίσως να μην είναι αρκετή, αφού χρειάζεται ισχυρή κεφαλαιακή ένεση προκειμένου να βελτιωθεί ο ισολογισμός.
Το σημαντικό από την αναχρηματοδότηση είναι πως, εκτός από ανάσες ρευστότητας, φεύγει και ένας πονοκέφαλος από τους επιχειρηματίες, οι οποίοι τώρα μπορούν να αφιερώσουν τον χρόνο που κερδίζουν στη βελτίωση των αποτελεσμάτων.
Αλόγιστη επέκταση
Ο υπερδανεισμός που παρατηρείται σε εισηγμένες οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αλόγιστη επέκταση που πραγματοποίησαν πολλές εισηγμένες επιχειρήσεις την τελευταία τριετία και στα κεφαλαιακά ελλείμματα που προκάλεσαν στη συνέχεια οι επιλογές αυτές με την απορρόφηση κρίσιμων πόρων σε μη κερδοφόρες δραστηριότητες.
Αναμφίβολα η ύπαρξη αρνητικού καθαρού δανεισμού (θετικό καθαρό ταμείο) αποτελεί ένδειξη υψηλής ρευστότητας και συσχετίζεται με τις αμυντικές ικανότητες ενός ομίλου σε περιόδους κρίσεων, αλλά και με τη δυνατότητα κάθε εισηγμένης να εκμεταλλεύεται πιθανές επενδυτικές ευκαιρίες, να μπορεί να ανταποκρίνεται σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο τιμών από τους ανταγωνιστές της.
Η γενική εικόνα πάντως δανεισμού στις εισηγμένες έδειξε το 1ο εξάμηνο του 2021 ότι η βασική προτεραιότητα των διοικήσεων είναι να διατηρηθούν σε επίπεδα όπου μπορεί να εξυπηρετείται ο δανεισμός, χωρίς όμως να επηρεάζει τη λειτουργία της εταιρείας, αφού πολλές φορές οι τόκοι ροκανίζουν τη ρευστότητα που θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη της εταιρείας.
Η μείωση του κόστους δανεισμού και ο περιορισμός της εξάρτησής τους από ακριβά ξένα κεφάλαια αποτελεί ζητούμενο, καθώς επιχειρείται από τις εταιρείες μια προσπάθεια μείωσης της καθαρής δανειακής θέσης τους είτε μέσω αυξήσεων κεφαλαίων, που βλέπουμε και φέτος να αυξάνονται, είτε με εξοφλήσεις δανείων, είτε με αναδιαρθρώσεις μέσω και των εκδόσεων εταιρικών ομολόγων, που αποτελούν και την πρώτη επιλογή σήμερα για όλες τις εισηγμένες.