Με την πλάτη στον τοίχο η Ευρώπη και τα κράτη-μέλη προσπαθούν να ισορροπήσουν στις συνθήκες της νέας κρίσης που προκαλεί το ενεργειακό έλλειμμα, σε συνδυασμό με τις πρωτόγνωρες εξελίξεις στον τομέα των πρώτων υλών, λόγω της αυξημένης ζήτησης στη συμβατική, αλλά και την πράσινη οικονομία.
Από την έντυπη έκδοση
Της Λέττας Καλαμαρά
[email protected]
Με την πλάτη στον τοίχο η Ευρώπη και τα κράτη-μέλη προσπαθούν να ισορροπήσουν στις συνθήκες της νέας κρίσης που προκαλεί το ενεργειακό έλλειμμα, σε συνδυασμό με τις πρωτόγνωρες εξελίξεις στον τομέα των πρώτων υλών, λόγω της αυξημένης ζήτησης στη συμβατική, αλλά και την πράσινη οικονομία.
Το κόστος ενέργειας, η αυξημένη ζήτηση πρώτων υλών, η ραγδαία αύξηση των τιμών βασικών μετάλλων, σε συνδυασμό με τον φόβο της αύξησης των επιτοκίων, προκαλούν ντόμινο εξελίξεων που αλλάζουν άρδην τη δυναμική της αποτίμησής της και τον χάρτη του επιχειρείν. Εάν σ' όλα αυτά προστεθεί ο γεωπολιτικός παράγοντας καθίσταται σαφές πως πρόκειται για ανατροπή των μέχρι τώρα γνωστών ισορροπιών.
Έκρηξη τιμών
Χαλκός, αλουμίνιο, ψευδάργυρος και νικέλιο κάνουν ράλι τιμών. Ο ψευδάργυρος κινείται σε υψηλό 14 ετών και το αλουμίνιο σε υψηλά 13 ετών. Τα βιομηχανικά μέταλλα επωφελούνται από την ισχυρή ζήτηση και τα προβλήματα που προκαλούν στην εφοδιαστική αλυσίδα οι ισχυρές ανατιμήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου και του λιγνίτη, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος για τα ορυχεία από τη Χιλή έως την Κίνα. Η μείωση της προσφοράς στα μέταλλα εξαπλώνεται από την Κίνα στην Ευρώπη, καθώς οι ελλείψεις ενέργειας αυξάνουν το κόστος του ρεύματος και του φυσικού αερίου, ενισχύοντας τις πληθωριστικές πιέσεις. Και εδώ «χτυπά» η αντίφαση συμβατικής και πράσινης οικονομίας, που δημιουργεί νέες προκλήσεις για τις υπάρχουσες βιομηχανίες και επιχειρήσεις, αλλά και ευκαιρίες.
Για παράδειγμα, η παγκόσμια ζήτηση αλουμινίου αναμένεται να αυξηθεί καθώς αυξάνεται η ζήτηση για πράσινη τεχνολογία. Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων θα χρησιμοποιήσουν περισσότερο αλουμίνιο για να φτιάξουν ελαφρύτερα αυτοκίνητα, για να είναι πιο οικονομικά στα καύσιμα, ενώ περισσότερα ηλεκτρικά σύρματα αλουμινίου θα χρειαστούν για την κατασκευή υπεράκτιων αιολικών σταθμών. Όμως, κάθε τόνος αλουμινίου απαιτεί περίπου 14 μεγαβατώρες ενέργειας για παραγωγή, είναι ενεργοβόρο. Όπως λένε οι αναλυτές του κλάδου, «από τη μία πλευρά το πρόβλημα είναι ότι η βιομηχανία αλουμινίου δεν είναι πάντα αρκετά πράσινη. Από την άλλη πλευρά, η σύγχρονη και πράσινη οικονομία χρειάζεται αλουμίνιο». Η παραγωγή αλουμινίου αντιπροσωπεύει περίπου το 4% των συνολικών εκπομπών άνθρακα στην Κίνα. Για να περιορίσει τα επίπεδα εκπομπών, το Πεκίνο έχει θέσει ένα σκληρό όριο στη μελλοντική ικανότητα, η οποία υπόσχεται να τερματίσει χρόνια υπερβολικής επέκτασης και αυξάνει την προοπτική βαθιών παγκόσμιων ελλειμμάτων.
Επιπλέον, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στη Γουινέα, που συνέβη τον περασμένο μήνα, άσκησε περαιτέρω πίεση στις τιμές του αλουμινίου. Η Γουινέα διαθέτει μερικά από τα μεγαλύτερα αποθέματα βωξίτη στον κόσμο, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή οξειδίου του αργιλίου, και είναι ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές της Κίνας. Με την παραγωγή της υπό πίεση και άνθηση της ζήτησης, η χώρα εισάγει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες πρωτογενούς μετάλλου. Με την Κίνα να συνεχίζει να εισάγει τεράστιους όγκους αλουμινίου το επόμενο έτος, κάτι που θα μπορούσε να αφήσει τον υπόλοιπο κόσμο απελπιστικά «φτωχό», αυξάνοντας τον κίνδυνο μιας βίαιης ανόδου των τιμών. Αντίστοιχα ανοδικά κινείται η τιμή του λιθίου και του κασσίτερου. Τα πρόσθετα ηλεκτρικά επιβατικά οχήματα θα είναι υπεύθυνα για το 68,2% της παγκόσμιας ζήτησης λιθίου και το 39,3% της ζήτησης κοβαλτίου έως το 2025, σύμφωνα με τα στοιχεία της Market Intelligence.
Οι τιμές για το υδροξείδιο του λιθίου είναι τώρα 27-27,50 δολ./kg cif Κίνας, από μόλις 8,50-10 δολ./kg στις αρχές του 2021, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Argus. Ο χαλκός διαπραγματεύεται σε υψηλά επίπεδα, με το τρίμηνο συμβόλαιο LME να ξεπερνά τις 10.000 δολ./τόνο τις τελευταίες ημέρες. Ο κασσίτερος ήταν περίπου 5.700 δολ./τόνο, αλλά το τρίμηνο συμβόλαιο LME είναι στις 39.550-39.600 δολ./τόνο σήμερα. Οι τιμές του χρυσού και του αργύρου αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2021, αλλά αυτές δεν αυξήθηκαν τόσο γρήγορα όσο οι τιμές του ιριδίου και, ιδιαίτερα, του ροδίου. Σύμφωνα με τη σύγκριση των δεικτών τιμών, η τιμή για το ρόδιο -ένα πολύτιμο μέταλλο παρόμοιο με την πλατίνα που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε καταλυτικούς μετατροπείς αυτοκινήτων- ήταν δέκα φορές υψηλότερη τον Απρίλιο του 2021 από ό,τι τον Ιανουάριο του 2019. Η αύξηση της τιμής για το ρόδιο προφανώς προκλήθηκε από αποκλεισμούς που σχετίζονται με τον κορονοϊό οι οποίοι εφαρμόστηκαν στη Νότια Αφρική, όπου οι εταιρείες εξόρυξης έπρεπε να κλείσουν για αρκετές εβδομάδες.
Το ασταθές κόστος, οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα και η έλλειψη νέων ορυχείων για το νικέλιο ανησυχούν ορισμένες βιομηχανίες. Η ζήτηση λιθίου θα μπορούσε να αυξηθεί περισσότερο από 40 φορές τις επόμενες δύο δεκαετίες, ενώ η ζήτηση γραφίτη, κοβαλτίου και νικελίου θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 20 έως 25 φορές. Η Δυτική Αυστραλία παράγει τα δύο τρίτα του παγκόσμιου λιθίου. «Οι αλυσίδες εφοδιασμού επανεξετάζονται υπό το φως της τρέχουσας γεωπολιτικής. Τα μέταλλα είναι ήδη σε έλλειψη και τα ευκολότερα προσβάσιμα κοιτάσματα σε όλο τον κόσμο έχουν ήδη ανακαλυφθεί και αξιοποιηθεί», δήλωσαν οι συμμετέχοντες στο πρόσφατο Συνέδριο Μετάλλων στην Κορνουάλη του Ηνωμένου Βασιλείου, που βλέπει την παγκόσμια μετάβαση προς τεχνολογίες μηδενικού άνθρακα να δίνει εκ νέου ζωή στα μεταλλεία της, τα οποία ήταν γνωστά για την παραγωγή κασσίτερου και χαλκού και διαθέτει έναν από τους πέντε μεγάλους γρανίτες εμπλουτισμένους με λίθιο τον κόσμο. Μια σειρά έργων στην περιοχή στοχεύει στην παραγωγή λιθίου, χαλκού, κασσίτερου και βολφραμίου, ενώ γίνονται έρευνες σε παλιούς χώρους εξόρυξης που βοήθησαν στην τροφοδοσία της βιομηχανικής επανάστασης του Ηνωμένου Βασιλείου τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
Ευάλωτη η Ευρώπη και τα κράτη-μέλη
Σύμφωνα με αναλυτές, «η κατάσταση δεν είναι ίδια σε όλο τον κόσμο». Δεν έχουν επηρεαστεί όλες οι χώρες το ίδιο από την ενεργειακή κρίση. Αυτή τη στιγμή η Ευρώπη πλήττεται περισσότερο και καθίσταται ευάλωτη λόγω των ενεργειακών εξαρτήσεών της, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να διατηρήσει σε λειτουργία την παραγωγή της, διαχειριζόμενη με συλλογικές ενεργειακές συμφωνίες το αυξημένο βιομηχανικό κόστος, που στο τέλος καταλήγει με πολλαπλούς τρόπους στους πολίτες, δημιουργώντας κλίμα κοινωνικών προβλημάτων και αναταραχών. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα, επικαλούμενη όχι τόσο το ενεργειακό όσο την ανάγκη συμμόρφωσης στον περιορισμό των ρύπων, βάζει φρένο στην παραγωγή της. Επιπλέον, άλλες χώρες, όπως η Ινδία, αλλά και εκείνες που έχουν ενεργειακή αυτάρκεια αποτελούν εν δυνάμει παράγοντες δημιουργίας αθέμιτου ανταγωνισμού.
Οι εκπρόσωποι της αγοράς τονίζουν πως πρόκειται για ακραίες συνθήκες στο οικονομικό περιβάλλον, που παράλληλα αποδεικνύουν πως τα μέχρι τώρα σχέδια επί χάρτου για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και οικονομία είναι ανεπαρκή. Και αυτό γιατί οι «πράσινες συμφωνίες» και η επίτευξη στόχων όπως αυτοί που έχει θέσει η Ε.Ε., να μειώσει τις εκπομπές της κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030 και η Ευρώπη να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050, απαιτούν συγκεκριμένη δράση. Δράση που περιλαμβάνει κυρίως τον τρόπο με τον οποίο είναι εφικτή η αντικατάσταση πόρων και πρώτων υλών. Αντικατάσταση που δεν επιτυγχάνεται με το μαγικό ραβδάκι, αλλά προϋποθέτει υποδομές, τεχνολογία, έρευνα για νέα κοιτάσματα και κυρίως πολύ χρόνο για την ομαλή μετάβαση. Διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος συγκρούσεων και κατάρρευσης οικονομιών και κρατών με μεγάλες απώλειες. Αξίζει να σημειωθεί πάντως πως στο 1,7 δισεκατομμύριο τόνους ανέρχονται τα αποθέματα λιγνίτη στην Ελλάδα, γεγονός που βάζει στο τραπέζι των αποφάσεων τον επανασχεδιασμό του ενεργειακού μίγματος της χώρας μακριά από βιαστικές αποφάσεις απολιγνιτοποίησής της, όπως αποδεικνύεται στην πράξη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαχρονικά στηριζόταν στην προμήθεια των πρώτων υλών από τρίτες χώρες, με την παραγωγή εντός Ένωσης να περιορίζεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η παραγωγή των τεχνολογικών μετάλλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι χαμηλότερη του 2%, ενώ οι απαιτήσεις της είναι μεγαλύτερες και καλύπτονται από εισαγωγές.
Απρόβλεπτο το 2022 για τον ελληνικό εξορυκτικό κλάδο με τα νέα δεδομένα σε παγκόσμιο επίπεδο
Στην Ελλάδα ο εξορυκτικός κλάδος παίζει σημαντικό ρόλο, με το 5% των συνολικών εξαγωγών να προέρχεται από αυτόν. Οι συμμετέχοντες στην αγορά μετάλλων ετοιμάζονται για την πιθανή συνέχιση του υψηλού ενεργειακού κόστους για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους. Η αβεβαιότητα σχετικά με τη διαθεσιμότητα φυσικού αερίου το τέταρτο τρίμηνο παραμένει υψηλή, με τα ευρωπαϊκά αποθέματα φυσικού αερίου να παραμένουν 22 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα σε σχέση με πέρυσι. «Το 2022 είναι απρόβλεπτο», επισημαίνει στη «Ν» ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, Χ. Καβαλόπουλος. Και συμπληρώνει λέγοντας πως «η βιομηχανία μετάλλων βρίσκεται στη μέγγενη του ενεργειακού και παραγωγικού κόστους, ωστόσο είναι νωρίς για να φανεί το τελικό ισοζύγιο κόστους-εσόδων, μιας και οι τιμές των βασικών μετάλλων είναι ανοδικές».
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΙΟΒΕ, στην Ελλάδα το υψηλότερο μερίδιο κόστους ενέργειας εμφανίζει ο κλάδος των βασικών μετάλλων και των μη μεταλλικών ορυκτών. Ειδικότερα, τα βασικά μέταλλα είναι ο κλάδος βιομηχανίας με το υψηλότερο μερίδιο κόστους ενέργειας κατά μέσο όρο την περίοδο 2015-2018, στο 15,8%. Ακολουθούν τα μη μεταλλικά ορυκτά με μερίδιο κόστους ενέργειας 14%. Σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα τα ορυχεία - λατομεία, με το μερίδιο ενεργειακού κόστους να ανέρχεται στο 12,2% του κόστους παραγωγής. Το 7μηνο 2021 το ΙΟΒΕ επισημαίνει άνοδο κόστους παραγωγής, κυρίως όμως σε ορυχεία-λατομεία, ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και βασικά μέταλλα. Την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουλίου 2021 η μεγαλύτερη άνοδος του κόστους παραγωγής σημειώθηκε στα ορυχεία - λατομεία και στον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό με 27,1% και 14,2% (ετήσια μεταβολή). Ακολούθησαν τα βασικά μέταλλα στο 8,0% και τα μεταλλικά προϊόντα στο 4,3%.
«Το ενεργειακό κόστος είναι σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την παραγωγή και το κόστος των προϊόντων. Αυτό όμως εξαρτάται και από τις υποδομές που διαθέτει κάθε εργοστάσιο και βιομηχανική μονάδα», τονίζει στη «Ν» ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Αλουμινίου, Γ. Μεντζελόπουλος. Όπως λέει, «δεν μπορεί κανείς να προβλέψει την κατάσταση. Αναμένονται νέες ενεργειακές συμφωνίες, που σίγουρα έχουν άμεση σχέση και με το Green Deal».
Το 68% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων εκτιμά ότι οι διεθνείς αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος θα επηρεάσουν «πολύ» και «πάρα πολύ» το κόστος παραγωγής, σύμφωνα με το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας. Συνολικά, η ενέργεια αποτελεί κυρίαρχο συντελεστή κόστους (άνω του 20%) για το ένα τρίτο των βιοτεχνικών επιχειρήσεων, με την έρευνα να αναδεικνύει ότι η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στο μέγεθος της εταιρείας, καθώς για το ένα τρίτο των εταιρειών με προσωπικό άνω των 50 ατόμων το ενεργειακό κόστος ξεπερνά το 20% και για ένα άλλο τρίτο το 35%. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Οκτωβρίου, η τιμή του πετρελαίου ανήλθε σε περίπου 84 δολάρια ανά βαρέλι, τιμή πάνω από τέσσερις φορές υψηλότερη από εκείνη που είχε καταγραφεί εν μέσω πανδημίας (περίπου 20 δολ. ανά βαρέλι εντός του Απριλίου του 2020). Σε ό,τι αφορά την τιμή του φυσικού αερίου, η άνοδος που σημειώθηκε κατά τους τελευταίους δύο μήνες ήταν ιδιαίτερα έντονη. Μάλιστα, εντός του Οκτωβρίου η τιμή του φυσικού αερίου ξεπέρασε τα 6 δολάρια ανά εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες (Metric Million British Thermal Unit, MMBtu), για πρώτη φορά από το 2014. Η άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου οφείλεται πρωτίστως στην αυξημένη ζήτηση, αλλά και στη σχετικά περιορισμένη προσφορά.
Όπως τονίζει ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά, Β. Κορκίδης: «Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, η ανάκαμψη φαίνεται να επιβραδύνεται στους τομείς του εμπορίου, της μεταποίησης και των κατασκευών. Αυτό οφείλεται στο ενεργειακό κόστος, στις υψηλές τιμές σε βασικά αγαθά, καθώς και στην έλλειψη προμήθειας σημαντικών υλικών και ακριβών υπηρεσιών των θαλασσίων μεταφορών. Σημειωτέον πως η Κίνα, όπου εντοπίζονται τα μεγαλύτερα προβλήματα της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, είναι ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Ευρώπης, από όπου εισάγει ετησίως εμπορεύματα αξίας 383 δισ. ευρώ και εξάγει στην Κίνα εμπορεύματα 202 δισ. ευρώ».
Αναφορικά με την παραγωγή, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο Αύγουστος ήταν καλός μήνας, ερωτηματικό παραμένει τι θα γίνει τη συνέχεια. Ο ετήσιος τζίρος στον κλάδο της ελληνικής βιομηχανίας τον Αύγουστο 2021 σημείωσε αύξηση κατά 31,6% και αυτό οφείλεται στην αύξηση του Δείκτη Κύκλου Εργασιών Μεταποίησης, αλλά και στην αύξηση του Δείκτη Κύκλου Εργασιών Ορυχείων-Λατομείων. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στη Μεταποίηση αυξητικά κινήθηκε η παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου, ποτοποιίας, παραγωγής βασικών μετάλλων, κατασκευής μεταλλικών προϊόντων. Στα Ορυχεία-Λατομεία, αυξητικά κινήθηκε η εξόρυξη άνθρακα και λιγνίτη -άντλησης αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου-, υποστηρικτικών δραστηριοτήτων εξόρυξης, λοιπών ορυχείων και λατομείων. Αναφορικά με τους επιμέρους κλάδους ξεχώρισε η εξόρυξη άνθρακα και λιγνίτη -άντληση αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου-, υποστηρικτικές δραστηριότητες εξόρυξης, που εκτινάχθηκε κατά 466%. Αντίστοιχα ανοδική ήταν και η βιομηχανική παραγωγή κατά 10,1%. Ωστόσο, η εξόρυξη μεταλλευμάτων κινήθηκε καθοδικά
(-36,1%), όπως και η παραγωγή βασικών μετάλλων (-10,6%), σε αντίθεση με την παραγωγή μη μεταλλικών ορυκτών που κινήθηκε ανοδικά. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, το 2021 η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει ετήσια αύξηση 6,6%, παρά τα δυσμενή δεδομένα.