Να μπει «φρένο» στην παροχολογία, λόγω υψηλού πρωτογενούς ελλείματος, ζητούν οι θεσμοί, όπως προέκυψε και από τον κύκλο διαβουλεύσεων με την ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο της 12ης αξιολόγησης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Να μπει «φρένο» στην παροχολογία, λόγω υψηλού πρωτογενούς ελλείματος, ζητούν οι θεσμοί, όπως προέκυψε και από τον κύκλο διαβουλεύσεων με την ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο της 12ης αξιολόγησης.
Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, η χρονιά κλείνει με πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του 7,3% και έλλειμμα γενικής κυβέρνησης που προσεγγίζει το 10% του ΑΕΠ, ήτοι τα 17 δισ. ευρώ.
Επίσης, η Ελλάδα εμφανίζεται στις λίστες να έχει υλοποιήσει ένα από τα πιο γενναιόδωρα (αν όχι το πιο γενναιόδωρο) πακέτα μέτρων στήριξης για την αντιμετώπιση τόσο της πανδημίας όσο και της ενεργειακής κρίσης. Έτσι, μέχρι να πιστοποιηθεί ότι ο φετινός προϋπολογισμός θα κλείσει με σημαντική υπέρβαση εσόδων που θα οδηγήσουν και σε σαφώς μικρότερο του προβλεπόμενου πρωτογενούς ελλείμματος, δεν αναμένεται ότι θα υπάρξει συζήτηση για πρόσθετα μέτρα.
Το μόνο ανοικτό ενδεχόμενο είναι να γίνουν πολύ συγκεκριμένες στοχευμένες παρεμβάσεις στο τέλος του χρόνου, προκειμένου να ενισχυθούν ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, αλλά και να υιοθετηθούν μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης εφόσον αυτή παραταθεί και μετά το τέλος του χρόνου.
Ο ΕΝΦΙΑ
Πιο… ελεύθερο είναι το πεδίο όσον αφορά τον επανασχεδιασμό του ΕΝΦΙΑ.
Τα στοιχεία από την επίπτωση που θα έχουν οι νέες αντικειμενικές αξίες των ακινήτων στις εισπράξεις του ΕΝΦΙΑ δείχνουν ότι δημιουργείται σημαντικός δημοσιονομικός χώρος που μπορεί να υπερβαίνει ακόμη και τα 300 εκατ. ευρώ. Αυτός ο χώρος είναι συμφωνημένο με τους θεσμούς ότι θα χρησιμοποιηθεί για τη μείωση των συντελεστών υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ και την κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου, χωρίς όμως να περιοριστούν τα έσοδα κάτω από 2,6 δισ. ευρώ που βεβαιώθηκαν και φέτος.
Οι διαβουλεύσεις των θεσμών με την κυβέρνηση γίνονται με το βλέμμα στο… 2023. Συγκεκριμένη δέσμευση για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν υπάρχει ούτε για το 2021 ούτε για το 2022. Ωστόσο, θεωρείται σημαντικό να μη συνεχίζεται η παροχολογία όταν για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το έλλειμμα φτάνει σε αυτά τα δυσθεώρητα ύψη, κάτι που είχε να καταγραφεί στην Ελλάδα από την προ μνημονίων περίοδο. Δεδομένου ότι το 2022 θα είναι έτος αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας -κάτι που σημαίνει ότι από το 2023 η Ελλάδα θα βρεθεί και πάλι αντιμέτωπη με συγκεκριμένο δημοσιονομικό στόχο-, κρίνεται σκόπιμο να μη συνεχιστεί μια πολιτική άμεσης διανομής του όποιου δημοσιονομικού χώρου δημιουργείται από τις όποιες υπερβάσεις παρατηρούνται στα φορολογικά έσοδα. Επίσης, κρίνεται απαραίτητο να κρατηθούν κάποιες εφεδρείες, καθώς δεν μπορούν να γίνουν προβλέψεις όσον αφορά την εξέλιξη είτε της πανδημίας είτε της ενεργειακής κρίσης.
Αυτή την εικόνα περιέγραψε σε πολύ μεγάλο βαθμό και χθες με σχετικές δηλώσεις του ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης: «Αυτή τη στιγμή έχουμε ανακοινώσει την κυβερνητική πολιτική και η κυβερνητική πολιτική ανακοινώνεται από την κυβέρνηση όταν έχει να εξαγγείλει δημοσιονομικού χαρακτήρα μέτρα. Αυτή τη στιγμή έχουμε ένα εκτεταμένο πακέτο στήριξης, δεν υπάρχουν αλλαγές σε αυτό το πακέτο και σε ό,τι αφορά κάποια επιπλέον έσοδα που ήρθαν τον Σεπτέμβριο, δεν έχουμε ασφάλεια ότι τα έσοδα αυτά θα επαναληφθούν και τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο και ότι θα αλλάξει κάτι σε ό,τι αφορά τον δημοσιονομικό σχεδιασμό». Συμπλήρωσε δε ο κ. Σκυλακάκης ότι «δεν μπορεί ποτέ ο υπεύθυνος δημοσιονομικής πολιτικής να εισηγείται μέτρα, αυτό είναι αντίθετο με τον ρόλο του και επίσης το έλλειμμα είναι πάρα πολύ σημαντικό φέτος, είμαστε στο 7,3% και δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή δημοσιονομικός χώρος, υπάρχει σημαντικό έλλειμμα. Αν προκύψουν επιπλέον έσοδα και η κυβέρνηση αποφασίσει να πάρει επιπλέον μέτρα, αυτό είναι άλλο θέμα».
Καθίσταται επομένως σαφές ότι, μέχρι και την κατάρτιση του τελικού σχεδίου του προϋπολογισμού, δεν θα υπάρξει καμία συζήτηση για πρόσθετα μέτρα στήριξης. Όσον αφορά τις μειώσεις συντελεστών του ΕΝΦΙΑ, το θέμα δεν συνδέεται με «παροχολογία». Οι μειώσεις των συντελεστών θα είναι «αυτοχρηματοδοτούμενες» με τους πόρους που θα προκύψουν από την αύξηση των αντικειμενικών αξιών. Η όλη αλλαγή θα έχει μηδενικό δημοσιονομικό αποτύπωμα.