Στη μέγγενη του ενεργειακού και παραγωγικού κόστους βρίσκεται η βιομηχανία μετάλλων παρόλο που όπως λένε οι ειδικοί του χώρου είναι νωρίς για να φανεί το τελικό ισοζύγιο κόστους-εσόδων, μιας και οι τιμές των βασικών μετάλλων είναι ανοδικές.
Της Λέττας Καλαμαρά
Στη μέγγενη του ενεργειακού και παραγωγικού κόστους βρίσκεται η βιομηχανία μετάλλων παρόλο που όπως λένε οι ειδικοί του χώρου είναι νωρίς για να φανεί το τελικό ισοζύγιο κόστους-εσόδων, μιας και οι τιμές των βασικών μετάλλων είναι ανοδικές.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΙΟΒΕ, στην Ελλάδα το υψηλότερο μερίδιο κόστους ενέργειας εμφανίζει ο κλάδος των βασικών μετάλλων και των μη μεταλλικών ορυκτών.
Ειδικότερα τα Βασικά μέταλλα είναι ο κλάδος βιομηχανίας με το υψηλότερο μερίδιο κόστους ενέργειας κατά μέσο όρο την περίοδο 2015-2018 στο 15,8%. Ακολούθησαν τα Μη μεταλλικά ορυκτά με μερίδιο κόστους ενέργειας 14%. Σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα τα Ορυχεία – Λατομεία, με το μερίδιο ενεργειακού κόστους να ανέρχεται στο 12,2% του κόστους παραγωγής.
ΙΟΒΕ: 'Άνοδος κόστους παραγωγής στο 7μηνο
Το 7μηνο 2021 το ΙΟΒΕ επισημαίνει άνοδο κόστους παραγωγής κυρίως σε Ορυχεία-Λατομεία, Ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και βασικά μέταλλα. Την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουλίου 2021 η μεγαλύτερη άνοδος του κόστους παραγωγής σημειώθηκε στα Ορυχεία – Λατομεία και στον Ηλεκτρολογικό εξοπλισμό με 27,1% και 14,2% (ετήσια μεταβολή). Ακολούθησαν τα Βασικά μέταλλα στο 8,0% και τα μεταλλικά προϊόντα στο 4,3%. Για το σύνολο της Βιομηχανίας την εν λόγω περίοδο, ο δείκτης κατέγραψε αύξηση τάξης του 10%.
Oι νέες οικονομικές συνθήκες επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τον κλάδο των μετάλλων και της εξόρυξης που ταλανίζεται ήδη από προβλήματα που χρονίζουν όπως η αργή και περίπλοκη περιβαλλοντική αδειοδότηση με χρόνους που ξεπερνούν πάρα πολλές φορές τα τρία χρόνια και αποθαρρύνουν επενδύσεις και δημιουργούν ανασφάλεια δικαίου, οι ασάφειες στην ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού δικαίου, τα περιθώρια ερμηνειών στα διάφορα επίπεδα δημόσιας διοίκησης όσον αφορά στη δασική και λατομική νομοθεσία που οδηγούν σε καθυστερήσεις και αυξημένο κόστος λειτουργίας που επιβαρύνουν την ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων του κλάδου αλλά και τα προσκόμματα στην ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων.
Σύμφωνα με τα στελέχη του κλάδου της εξόρυξης και της μεταλλουργίας ο κλάδος απασχολεί 85.000 εργαζόμενους, παράγει 65 εκατομμύρια τόνους τελικά προϊόντα εκ των οποίων το 60% είναι εξαγωγές και αντιπροσωπεύει το 3,1% του ΑΕΠ.
Ανάγκη επίλυσης κρίσιμων θεμάτων
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έκτακτη κατάσταση που πλήττει τη διεθνή και την εγχώρια παραγωγή ο κλάδος εξόρυξης και μεταλλουργίας τονίζει την ανάγκη επίλυσης κρίσιμων θεμάτων όπως η άμεση επικαιροποίηση και κατάστρωση στρατηγικής υλοποίησης της διακηρυγμένης από το 2012 Εθνικής Πολιτική για τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΟΠΥ), η Ολοκλήρωση του Ειδικού Χωροταξικού ΟΠΥ, αποτελεσματικότερη αδειοδότηση των εξορυκτικών αποβλήτων και συμπλήρωση-τροποποίηση του υπάρχοντος κανονιστικού πλαισίου, αλλά και μέτρα αντιμετώπισης του κόστους ενέργειας στοχευμένα στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε τομέα.
Παράλληλα σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι εκπρόσωποι του κλάδου υποστηρίζουν πως η επίτευξη των επιμέρους πολιτικών της Πράσινης Συμφωνίας (Green Deal) και των στόχων που τίθενται, εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την επάρκεια σε πρώτες ύλες και την εξασφάλιση της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Συνεπώς απαιτείται ανάπτυξη τεχνολογιών επεξεργασίας πρώτων υλών ώστε ό,τι εξορύσσεται στην Ευρώπη να καθετοποιείται μέσα σ’ αυτήν. Διόρθωση των τρωτών σημείων στις υφιστάμενες αλυσίδες εφοδιασμού πρώτων υλών, που επηρεάζουν τα ευρωπαϊκά clusters και απαιτούν μια πιο στρατηγική προσέγγιση.