Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 23 Φεβρουαρίου 2007 19:42

Ολο το προσχέδιο νόμου περί προστασίας καταναλωτή (2)

¶ρθρο 8 - Υγεία και ασφάλεια του καταναλωτή

1. Οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου,προμηθευτής είναι και ο παραγωγός και ο διανομέας.

Παραγωγός είναι ο κατασκευαστής του προϊόντος και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εμφανίζεται ως κατασκευαστής, αναγράφοντας στο προϊόν το όνομά του, το εμπορικό του σήμα ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό σήμα, ο αντιπρόσωπος του κατασκευαστή, ο εισαγωγέας και οποιοσδήποτε άλλος επαγγελματίας στην αλυσίδα εφοδιασμού, εφόσον οι δραστηριότητές του μπορούν να επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του προϊόντος.

Διανομέας είναι κάθε επαγγελματίας που συμμετέχει στην αλυσίδα εφοδιασμού και δεν μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του προϊόντος.

2. "Προϊόν" είναι κάθε προϊόν που προορίζεται για τους καταναλωτές ή ενδέχεται, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, να χρησιμοποιηθεί από τους καταναλωτές ακόμη και αν δεν προορίζεται για αυτούς, και το οποίο παρέχεται ή διατίθεται στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, έναντι τιμήματος ή δωρεάν, είτε είναι καινουργές, είτε μεταχειρισμένο ή ανασκευασμένο. Εξαιρούνται τα μεταχειρισμένα προϊόντα που διατίθενται ως αντίκες ή ως προϊόντα που πρέπει να επισκευαστούν ή να ανασκευαστούν πριν από τη χρήση τους, εφόσον ο προμηθευτής ενημερώνει σχετικώς γραπτά το πρόσωπο στο οποίο προμηθεύει το προϊόν και κατέχει αποδεικτικά στοιχεία της ενημέρωσης αυτής. Επίσης εξαιρούνται τα προϊόντα που χρησιμεύουν αποκλειστικά ως λειτουργικά μέσα για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας.

3. Ασφαλές θεωρείται το προϊόν το οποίο, υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες χρήσης, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας χρήσης και της θέσης σε λειτουργία, της εγκατάστασης και των αναγκών της συντήρησης, ή δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο ή παρουσιάζει κινδύνους ήσσονος σημασίας που είναι συνυφασμένοι με τη χρήση του προϊόντος και οι οποίοι θεωρούνται αποδεκτοί στο πλαίσιο ενός υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ακόλουθων στοιχείων:

α) των χαρακτηριστικών του προϊόντος, και ιδίως της σύνθεσής του, της συσκευασίας, των οδηγιών συναρμολόγησης, της εγκατάστασης και συντήρησής του•

β) των επιπτώσεων που έχει το προϊόν αυτό σε άλλα, όταν είναι ευλόγως δυνατόν να προβλεφθεί ότι το προϊόν αυτό θα χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλα προϊόντα•

γ) της παρουσίασης του προϊόντος, της επισήμανσής του, των προειδοποιήσεων και των οδηγιών χρήσης και διάθεσής του, καθώς και κάθε άλλης οδηγίας ή πληροφορίας σχετικής με το προϊόν που παρέχεται από τον παραγωγό

δ) των κατηγοριών καταναλωτών που εκτίθενται σε κίνδυνο λόγω της χρησιμοποίησης του προϊόντος, ιδίως των παιδιών και των ηλικιωμένων.

Η δυνατότητα επίτευξης υψηλότερου βαθμού ασφάλειας ή προμήθειας άλλων προϊόντων χαμηλότερης επικινδυνότητας, δεν συνιστά επαρκή λόγο για τον χαρακτηρισμό ενός προϊόντος ως επικινδύνου.

4. Ένα προϊόν κρίνεται ως ασφαλές όταν ανταποκρίνεται προς τους κανόνες του κοινοτικού και ελληνικού δικαίου, τα ελληνικά πρότυπα για την γενική ασφάλεια των προϊόντων, και σε περίπτωση που τα ανωτέρω κριτήρια συμμόρφωσης δεν καλύπτουν όλες τις πτυχές, τους κινδύνους και τις κατηγορίες κινδύνων για την αξιολόγηση της ασφάλειας του προϊόντος λαμβάνονται υπόψη τα λοιπά ισχύοντα στην Ελλάδα πρότυπα, οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι κώδικες ορθής πρακτικής που ισχύουν σε ένα συγκεκριμένο τομέα, οι υφιστάμενες γνώσεις και τεχνικές καθώς και η ασφάλεια την οποία δικαιούνται ευλόγως να προσδοκούν οι καταναλωτές.

Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ή και τυχόν άλλων συναρμόδιων Υπουργών, καθορίζονται τα στοιχεία αναφοράς των προτύπων που ισχύουν στην Ελλάδα ανά κατηγορία προϊόντων που εξασφαλίζουν την τήρηση της γενικής επιταγής ασφάλειας. Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι διαδικασίες ελέγχου, δειγματοληψίας, εργαστηριακών εξετάσεων και λήψης περιοριστικών μέτρων και καταρτίζεται κατάλογος εργαστηρίων εξέτασης δειγμάτων και φορέων πιστοποίησης προϊόντων ως προς τη συμμόρφωση τους με τη γενική επιταγή ασφάλειας.

5. Προϊόντα που, χρησιμοποιούμενα σε κανονικές και δυνάμενες να προβλεφθούν συνθήκες, παρουσιάζουν ή ενδέχεται να παρουσιάσουν, σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία των καταναλωτών, απαγορεύεται η εισαγωγή και η εμπορία τους, ανακαλούνται, αποσύρονται ή δεσμεύονται προληπτικώς από την κατά περίπτωση αρμόδια αρχή. Η απαγόρευση της εισαγωγής, της εμπορίας, η ανάκληση, απόσυρση, διάθεση υπό όρους, αποδέσμευση, καταστροφή, και γενικά η τύχη των ανωτέρω προϊόντων ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ή και τυχόν άλλων αρμοδίων Υπουργών.

Τα μέτρα του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και στην περίπτωση προϊόντων που, παρά τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της γενικής επιταγής ασφαλείας, παρουσιάζουν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία και ασφάλεια των καταναλωτών.

6. Οι παραγωγοί, προκειμένου να εκπληρώσουν τη γενική υποχρέωση της παραγράφου 1 του παρόντος, οφείλουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους:

α) να παρέχουν στον καταναλωτή τις κατάλληλες πληροφορίες στην ελληνική γλώσσα που θα του επιτρέψουν να αξιολογήσει τους εγγενείς κινδύνους που παρουσιάζει το προϊόν, κατά τη διάρκεια της συνήθους ή ευλόγως προβλέψιμης χρήσης του, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι αμέσως αντιληπτοί χωρίς κατάλληλη προειδοποίηση,

β) να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που προμηθεύουν, ώστε να είναι ενήμεροι για τους κινδύνους που ενδεχομένως παρουσιάζουν τα εν λόγω προϊόντα και να προβαίνουν στις κατάλληλες ενέργειες, συμπεριλαμβανόμενης, αν είναι αναγκαίο για την πρόληψη των κινδύνων αυτών, της απόσυρσης από την αγορά, της επαρκούς και αποτελεσματικής προειδοποίησης των καταναλωτών ή της ανάκλησης από τους καταναλωτές. Στις ενέργειες αυτές προβαίνουν είτε αυτοβούλως είτε κατόπιν αιτήσεως των αρχών.

Η ανάκληση πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση ότι οι άλλες ενέργειες δεν επαρκούν για την πρόληψη των ενδεχόμενων κινδύνων, όταν οι παραγωγοί την κρίνουν αναγκαία ή όταν επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή.

7. Οι διανομείς υποχρεούνται να ενεργούν επιμελώς ώστε να συμβάλλουν στην τήρηση των εφαρμοστέων απαιτήσεων ασφάλειας, ιδίως με το να μην προμηθεύουν προϊόντα, για τα οποία γνωρίζουν ή για τα οποία θα έπρεπε να είχαν εικάσει, βάσει των πληροφοριών που έχουν στην κατοχή τους και της επαγγελματικής τους πείρας ότι δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις αυτές.

Το βάρος απόδειξης της έλλειψης γνώσης βαρύνει τους διανομείς.

Επίσης οι διανομείς, εντός των ορίων των οικείων δραστηριοτήτων τους, οφείλουν να συμμετέχουν στην παρακολούθηση της ασφάλειας των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο και να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα αποτελεσματικής συνεργασίας με τους παραγωγούς και τις αρμόδιες αρχές, ιδίως με τη διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν τους κινδύνους των προϊόντων και με τη φύλαξη και την παροχή των αναγκαίων εγγράφων για τον εντοπισμό της προέλευσης των προϊόντων.

8.Όταν οι προμηθευτές γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, βάσει των πληροφοριών που διαθέτουν και της επαγγελματικής τους πείρας, ότι κάποιο προϊόν που έχουν διαθέσει στην αγορά παρουσιάζει κινδύνους για τον καταναλωτή ασυμβίβαστους με τη γενική επιταγή ασφάλειας, ενημερώνουν αμελλητί τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, προκειμένου να προληφθούν οι κίνδυνοι για τους καταναλωτές.

9. Οι προμηθευτές υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήσεως των τελευταίων, για την υλοποίηση μέτρων με στόχο την αποτροπή των κινδύνων που παρουσιάζουν προϊόντα που προμηθεύουν ή έχουν προμηθεύσει.

10.Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών, ορίζονται οι αρμόδιες για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των προϊόντων με τη γενική επιταγή ασφάλειας αρχές και καθορίζονται τα καθήκοντα, οι εξουσίες, η οργάνωση και οι λεπτομέρειες συνεργασίας των εν λόγω αρχών μεταξύ τους καθώς και με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

11.Οι αποφάσεις της παραγράφου 5 που συνεπάγονται τη λήψη περιοριστικών μέτρων κοινοποιούνται επί αποδείξει στον ενδιαφερόμενο το συντομότερο δυνατόν. Κατά των αποφάσεων αυτών είναι δυνατή η εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα ημερών (30) άσκηση αιτιολογημένης προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Ανάπτυξης. Αν ο Υπουργός δεν αποφανθεί εντός εξήντα ημερών από την άσκηση της προσφυγής τεκμαίρεται ότι αυτή έχει απορριφθεί.

12. Δημόσιες αρχές που κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους διαπιστώνουν την ύπαρξη μη ασφαλών προϊόντων, υποχρεούνται να κοινοποιούν αμέσως τα σχετικά στοιχεία στην Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.

13. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων για συγκεκριμένα είδη ή κατηγορίες προϊόντων.

¶ρθρο 9 – Ψυχική υγεία των ανηλίκων

1. Οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά προϊόντα, τα οποία, εν όψει του προορισμού, της χρήσης ή των συνθηκών διάθεσης δεν παρουσιάζουν κινδύνους για την ψυχολογική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, προμηθευτής είναι και ο παραγωγός, ο αντιπρόσωπός του, ο εισαγωγέας και κάθε άλλος επαγγελματίας που συμμετέχει στην αλυσίδα εφοδιασμού και μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και ο διανομέας.

2. Ως προϊόντα τα οποία ενέχουν κινδύνους για την ψυχολογική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων θεωρούνται ιδίως τα προϊόντα εκείνα τα οποία:

(α) προκαλούν στους ανηλίκους ανησυχία, ανασφάλεια, φόβο, ταραχή,

(β) παροτρύνουν σε επιθετική συμπεριφορά και ειδικότερα σε χρήση ή άσκηση βίας,

(γ) προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και εμποδίζουν την ανάπτυξη μίας υγιούς συμπεριφοράς,

(δ) προτρέπουν στην υιοθέτηση αντικοινωνικών προτύπων συμπεριφοράς καθώς και προτύπων επιζήμιων για το περιβάλλον,

(ε) καλλιεργούν διακρίσεις λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή ιθαγένειας

ή και επαγγέλματος,

(στ) παροτρύνουν σε επιβλαβείς για τους ίδιους τους ανήλικους εθισμούς

και δραστηριότητες.

3. Για τα προϊόντα τα οποία υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλεπόμενες συνθήκες παρουσιάζουν σοβαρούς κινδύνους για την ψυχολογική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ.5 και 11 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής της παραγράφου 4.

4. Στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης, συνιστάται Επιτροπή Προστασίας Ανηλίκων, ως συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό όργανο, η οποία αποτελείται από έναν εκπρόσωπο του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, δύο μέλη ΔΕΠ με εξειδικευμένες γνώσεις σε θέματα παιδοψυχολογίας ή κοινωνιολογίας, έναν εκπρόσωπο του Συνηγόρου του Πολίτη, έναν εκπρόσωπο του Συνηγόρου Καταναλωτή, έναν εκπρόσωπο του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτών προερχόμενο από τις ενώσεις καταναλωτών, έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης των Επιμελητηρίων Ελλάδος, έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Βιοτεχνών Παιχνιδιών και έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης. Τα μέλη της Επιτροπής ως και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και η θητεία τους είναι διετής. Με την ίδια υπουργική απόφαση ρυθμίζεται η λειτουργία της Επιτροπής και κάθε σχετικό θέμα. Η αμοιβή των μελών της Επιτροπής καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης.

5. Προϊόντα που μπορεί να επηρεάσουν την ψυχική υγεία των ανηλίκων, πρέπει να ταξινομούνται από τους παραγωγούς, εισαγωγείς ή αντιπροσώπους τους στην Ελλάδα, ανάλογα με τις ηλικιακές ομάδες στις οποίες απευθύνονται.

Τα κριτήρια ταξινόμησής τους, η επισήμανσή τους καθώς και η διαφήμισή τους δεν πρέπει να αντίκεινται προς τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και προς τους κώδικες ορθής πρακτικής, οι οποίοι συντάσσονται από την Επιτροπή της παραγράφου 4 σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς και το Υπουργείο Ανάπτυξης- Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.

6. Στις διατάξεις της ως άνω παραγράφου υπάγονται και οι επισημάνσεις που πρέπει να υπάρχουν, σε χώρους όπου έχουν πρόσβαση και παιδιά, με ευθύνη των επιχειρήσεων που διαθέτουν δωρεάν ή επί πληρωμή ηλεκτρονικά παίγνια στους καταναλωτές.

¶ρθρο 10 - Ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες

1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ή ηθική ζημία που προκάλεσε παρανόμως και υπαιτίως με πράξη ή παράλειψή του κατά την παροχή των υπηρεσιών στον καταναλωτή.

2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας.

3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας.

4. Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως:

α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της,

β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της υπηρεσίας

γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας,

δ) η αξία της παρεχομένης υπηρεσίας

ε) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας,

στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και

ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος.

5. Η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει άνευ ετέρου υπαιτιότητα.

6. Οι διατάξεις για συνυπευθυνότητα, τη μείωση ή άρση της ευθύνης και την απαγόρευση απαλλακτικών ρητρών των παραγραφών 10, 11 και 12 του άρθρου 7 εφαρμόζονται αναλογικώς και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες

7. Εάν η υπηρεσία δεν παρασχεθεί για λόγους που αφορούν τον παρέχοντα υπηρεσίες, τότε ο καταναλωτής δικαιούται να λάβει ό,τι κατέβαλε ως αντίτιμο για τη μη παρασχεθείσα υπηρεσία.

¶ρθρο 11 διαφήμιση

1.Διαφήμιση κατά την έννοια του νόμου αυτού είναι κάθε ανακοίνωση που γίνεται στα πλαίσια εμπορικής, βιομηχανικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας με στόχο την προώθηση της διάθεσης αγαθών ή υπηρεσιών.

Προμηθευτής κατά την έννοια του άρθρου αυτού είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, βιοτεχνική, επιχειρηματική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου.

Ιδιοκτήτης κώδικα κατά την έννοια του άρθρου αυτού είναι κάθε οντότητα, συμπεριλαμβανομένων ενός εμπορευομένου ή ομάδας εμπορευομένων, υπεύθυνη για την διατύπωση και την αναθεώρηση ενός κώδικα συμπεριφοράς ή/ και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τον κώδικα όσων αναλαμβάνουν να δεσμεύονται από αυτόν.

2. Η μετάδοση διαφημιστικού μηνύματος απευθείας στον καταναλωτή μέσω τηλεφώνου, τηλεομοιοτυπίας (φαξ), ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αυτόματης κλήσης ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου επικοινωνίας επιτρέπεται μόνο αν τηρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του νόμου 3471/2006 (ΦΕΚ 133 Α’/28.6.2006) για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τροποποίηση του ν. 2472/1997.

3. Απαγορεύεται στους τηλεοπτικούς σταθμούς η μετάδοση διαφημίσεων παιδικών παιχνιδιών μεταξύ της 7ης και της 22ης ώρας του εικοσιτετραώρου. Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης, οι τηλεοπτικοί σταθμοί λογίζονται ως προμηθευτές με την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 5.

4. Η διαφήμιση που προσδιορίζει άμεσα ή έμμεσα ή υπονοεί την ταυτότητα συγκεκριμένου ανταγωνιστή ή των αγαθών ή υπηρεσιών που εκείνος προσφέρει (συγκριτική διαφήμιση) επιτρέπεται εφόσον συγκρίνει με αντικειμενικό τρόπο τα ουσιώδη, συναφή, επαληθεύσιμα και επιλεγμένα με αμεροληψία χαρακτηριστικά ανταγωνιστικών αγαθών ή υπηρεσιών και:

α) δεν είναι παραπλανητική,

β) συγκρίνει τα αγαθά ή υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες ή έχουν τους ίδιους στόχους,

γ) συγκρίνει κατά τρόπο αντικειμενικό ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που είναι ουσιώδη, συναφή, εξακριβώσιμα και αντιπρσωπευτικά των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνεται και η τιμή,

δ) δεν έχει ως συνέπεια τη δυσφήμιση ή την υποτίμηση των σημάτων, εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών σημείων, αγαθών, υπηρεσιών, δραστηριοτήτων ή της κατάστασης ενός ανταγωνιστή,

ε) για προϊόντα με ονομασία προέλευσης, αφορά σε κάθε περίπτωση προϊόντα με την ίδια ονομασία προέλευσης

στ) δεν επωφελείται αθέμιτα από την φήμη σήματος, εμπορικής επωνυμίας ή άλλων διακριτικών σημείων ανταγωνιστή ή από τα δηλωτικά καταγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων,

ζ) δεν παρουσιάζει ένα αγαθό ή μία υπηρεσία ως απομίμηση ή αντίγραφο αγαθού ή υπηρεσίας που φέρουν σήμα κατατεθέν ή εμπορική επωνυμία και

η) δεν δημιουργεί σύγχυση μεταξύ εμπορευομένων, μεταξύ διαφημιστή και ανταγωνιστή ή μεταξύ των εμπορικών σημάτων, των εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών γνωρισμάτων, αγαθών ή υπηρεσιών του διαφημιστή και του ανταγωνιστή.

5. Κάθε συγκριτική διαφήμιση που αναφέρεται σε ειδική προσφορά επιτρέπεται εφόσον επισημαίνει με σαφή τρόπο την ημερομηνία κατά την οποία λήγει η προσφορά ή, εφόσον χρειάζεται, ότι η ειδική προσφορά εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των προϊόντων και υπηρεσιών. Στην περίπτωση που η ειδική προσφορά δεν έχει αρχίσει ακόμη, πρέπει επίσης να επισημαίνεται η ημερομηνία έναρξης της περιόδου κατά την οποία ισχύουν η ειδική τιμή ή άλλοι ειδικοί όροι.

6. Η μνεία ή αναπαραγωγή σε διαφημίσεις των αποτελεσμάτων συγκριτικών δοκιμών για αγαθά ή υπηρεσίες, που έχουν διεξαχθεί από τρίτους, επιτρέπεται μόνο με την έγγραφη συναίνεση του υπεύθυνου για τη δοκιμή προσώπου. Στην περίπτωση αυτή, ο διαφημιζόμενος ευθύνεται για τη συγκριτική δοκιμή σαν αυτή να είχε διεξαχθεί από τον ίδιο ή υπό την καθοδήγηση του.

7. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να θεσπίζονται ειδικοί κανόνες για τη διαφήμιση ειδικών κατηγοριών προϊόντων ή υπηρεσιών ώστε να εξασφαλίζεται η πραγματική δυνατότητα του καταναλωτή να πληροφορείται τις τιμές και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και υπηρεσιών για να μπορεί να κρίνει την ποιότητα και την τιμή.

¶ρθρο 12 Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου νοούνται ως

α) καταναλωτής, κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα

β) προμηθευτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς που σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο που ενεργεί στο όνομα ή για λογαριασμό του

γ) προϊόν, κάθε αγαθό ή υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων

δ) εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ ενός προμηθευτή, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές

ε) ουσιώδης στρέβλωση της οικονομικής συμπεριφοράς των καταναλωτών, η χρήση της εμπορικής πρακτικής με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε

στ) κώδικας συμπεριφοράς, κάθε συμφωνία ή σύνολο κανόνων που δεν επιβάλλονται από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη και καθορίζουν, όσον αφορά μια ή περισσότερες συγκεκριμένες εμπορικές πρακτικές ή επιχειρηματικούς τομείς, τη συμπεριφορά των προμηθευτών που αναλαμβάνουν να δεσμεύονται από τον κώδικα

ζ) ιδιοκτήτης κώδικα, κάθε οντότητα, συμπεριλαμβανομένων ενός προμηθευτή ή μιας ομάδας προμηθευτών, η οποία είναι υπεύθυνη για τη διατύπωση και αναθεώρηση ενός κώδικα συμπεριφοράς και/ή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τον κώδικα όσων έχουν αναλάβει να δεσμεύονται από αυτόν.

η) επαγγελματική ευσυνειδησία, το μέτρο της ειδικής τεχνικής ικανότητας και μέριμνας που ευλόγως αναμένεται να επιδεικνύει ένας προμηθευτής προς τους καταναλωτές, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην έντιμη πρακτική της αγοράς και/ή τη γενική αρχή της καλής πίστης, στον τομέα δραστηριοτήτων του προμηθευτή

θ) πρόσκληση για αγορά, η εμπορική επικοινωνία στην οποία αναφέρονται χαρακτηριστικά του προϊόντος και η τιμή με τρόπο που ενδείκνυται για τα μέσα της εμπορικής επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται, ούτως ώστε να έχει ο καταναλωτής τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει την αγορά.

ι) κατάχρηση επιρροής, η εκμετάλλευση της θέσης ισχύος σε σχέση με τον καταναλωτή για την άσκηση πίεσης ακόμα και χωρίς τη χρήση ή την απειλή σωματικής βίας, με τρόπο που περιορίζει σημαντικά την ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση.

ια) απόφαση συναλλαγής, απόφαση που λαμβάνει ο καταναλωτής για το κατά πόσο, πως και υπό ποιους όρους θα πραγματοποιήσει αγορά, θα καταβάλλει τίμημα πλήρως ή εν μέρει, θα κρατήσει ή θα διαθέσει το προϊόν ή θα ασκήσει συμβατικό δικαίωμα επί του προϊόντος, είτε ο καταναλωτής αποφασίσει να προβεί σε ενέργεια είτε όχι.

1. Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος της εμπορικής συνεργασίας σχετιζόμενη με συγκεκριμένο προϊόν.

2. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας, και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.

3. Εμπορικές πρακτικές που ενδέχεται να στρεβλώνουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά μόνο μιας σαφώς προσδιοριζόμενης ομάδας καταναλωτών που είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι ως προς την πρα¬κτική αυτή ή ως προς το συγκεκριμένο προϊόν λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας, ηλικίας ή απειρίας, με τέτοιο τρόπο ώστε ο προμηθευτής να μπορεί ευλόγως να το προβλέψει, εκτιμώνται υπό το πρίσμα του μέσου μέλους της συγκεκριμένης ομάδας. Αυτό ισχύει υπό την επιφύλαξη της κοινής και θεμιτής διαφημιστικής πρακτικής της διατύπωσης δηλώσεων που ενέχουν υπερβολές ή δηλώσεων οι οποίες δεν αναμένεται να εκληφθούν, ως έχουν, στην κυριολεξία τους.

4. Εμπορικές πρακτικές, είναι αθέμιτες, ιδίως όταν είναι παραπλανητικές, όπως καθορίζεται στο άρθρο 13, 14, 15 ή επιθετικές όπως καθορίζεται στο άρθρο 16 και 17.

¶ρθρο 13 Παραπλανητικές πράξεις

1. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι συνεπώς αναληθής ή, όταν, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συν¬ολικής παρουσίασης της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει το μέσο καταναλωτή, ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και, ούτως ή άλλως, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε:

α) η ύπαρξη ή η φύση του προϊόντος

β) τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος όπως είναι η διαθεσιμότητα, τα οφέλη, οι κίνδυνοι, η εκτέλεση, η σύνθεση, τα συνοδευτικά εξαρτήματα, η μετά την πώληση υποστήριξη προς τον καταναλωτή και η αντιμετώπιση των παραπόνων, η μέθοδος και η ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, η παράδοση, η καταλληλότητα, η χρήση, η ποσότητα, οι προδιαγραφές, η γεω¬γραφική ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση του προϊόντος αποτελέσματα, ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών ή ελέγχων του προϊόντος•

γ) η έκταση των δεσμεύσεων του προμηθευτή, τα κίνητρα για την εμπορική πρακτική και η φύση της διαδικασίας πωλήσεων, κάθε δήλωση ή σύμβολο που αφορά άμεση ή έμμεση χορηγία ή έγκριση του προμηθευτή ή του προϊόντος•

δ) η τιμή ή ο τρόπος υπολογισμού της ή η ύπαρξη ειδικής πλεονε¬κτικής τιμής•

ε) η ανάγκη υπηρεσίας, ανταλλακτικού, αντικατάστασης ή επισκευής•

στ) η φύση, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του προμηθευτή ή του πράκτορα του, όπως είναι η ταυτότητα και τα περιουσιακά στοιχεία του, τα προσόντα του, η ιδιότητα, η έγκριση, η εταιρική σχέση, η σύνδεση και η κυριότητα δικαιωμάτων βιομηχανικής, εμπορικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας ή τα βραβεία και οι διακρίσεις του

ζ) τα δικαιώματα του καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αντικατάστασης ή επιστροφής σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος νόμου «Πώληση καταναλωτών αγαθών και εγγυήσεις».

2. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται επίσης παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει το μέσο καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε, και η πρακτική περιλαμβάνει:

α) κάθε προσπάθεια προώθησης προϊόντος (μάρκετινγκ), συμπεριλαμβανομένης της συγκρι¬τικής διαφήμισης, που δημιουργεί σύγχυση με προϊόντα, εμπο¬ρικά σήματα, εμπορικές επωνυμίες και άλλα διακριτικά γνωρίσματα ενός ανταγωνιστή-

β) μη συμμόρφωση του προμηθευτή προς τις δεσμεύσεις που περιέχουν κώδικες συμπεριφοράς με τους οποίους ανέλαβε να δεσμευτεί, όταν η δέσμευση δεν είναι προγραμματική αλλά είναι ρητή και μπορεί να εξακριβωθεί, και ο προμηθευτής αναφέρει σε μια εμπορική πρακτική ότι δεσμεύεται από τον κώδικα.

¶ρθρο 14 Παραπλανητικές παραλείψεις

1. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλ¬λαγής, και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

2. Παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται και όταν ο προμηθευτής αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή εκτός χρόνου κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, ή όταν δεν προσδιορίζει την εμπορική επιδίωξη της εμπορικής πρακτικής, εφόσον αυτή δεν είναι ήδη προφανής από το συγκεκριμένο πλαίσιο και όταν, και στις δύο περιπτώσεις , τούτο έχει ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να λάβει ο μέσος καταναλωτής απόφαση για συναλλαγή την οποία, διαφορετικά, δεν θα είχε λάβει.

3. Όταν το μέσο που χρησιμοποιείται για την ανακοίνωση της εμπορικής πρακτικής επιβάλλει περιορισμούς τόπου ή χρόνου, οι περιορισμοί αυτοί καθώς και τα μέτρα που λαμβάνει ο προμηθευτής για να καταστήσει την πληροφορία προσιτή στους καταναλωτές με άλλο τρόπο, λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να καθοριστεί αν η πληροφορία έχει παραλειφθεί.

4. Στην περίπτωση της πρόσκλησης για αγορά, θεωρούνται ουσιώδεις οι ακόλουθες πληροφορίες, εάν δεν είναι ήδη προφανείς από το συγκεκριμένο πλαίσιο:

α) τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, στο βαθμό που ενδείκνυνται σε σχέση με το μέσο και το προϊόν

β) η γεωγραφική διεύθυνση και η ταυτότητα του προμηθευτή, όπως η εμπορική επωνυμία του και όπου ενδείκνυται, η γεωγρα¬φική διεύθυνση και η ταυτότητα του προμηθευτή για λογα¬ριασμό του οποίου ενεργεί•

γ) η τιμή, συμπεριλαμβανομένων των φόρων, ή αν, λόγω της φύσεως του προϊόντος, η τιμή δεν μπορεί ευλόγως να καθοριστεί εκ των προτέρων, ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται η τιμή, και, όπου ενδείκνυται, όλες οι πρόσθετες επιβαρύνσεις αποστολής, παράδοσης ή ταχυδρομείου ή, όταν αυτές οι επιβαρύνσεις ευλόγως δεν μπορούν να υπολογιστούν εκ των προτέρων, το γεγονός ότι μπορεί να απαιτηθούν τέτοιες πρόσθετες επιβαρύνσεις-

δ) οι ρυθμίσεις για την πληρωμή, παράδοση, εκτέλεση και αντιμετώπιση παραπόνων, εφόσον αποκλίνουν από τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας-

ε) για προϊόντα και συναλλαγές όπου υφίσταται δικαίωμα υπαναχώρησης ή ακύρωσης, η ύπαρξη αυτού του δικαιώματος.

στ) Οι απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που θεσπίζονται από το κοινοτικό δίκαιο, σχετικά με την εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης ή του μάρκετινγκ, θεωρούνται ουσιώδεις.

¶ρθρο 15 Περιπτώσεις παραπλανητικών εμπορικών πρακτικών

1. Απαγορεύονται ως παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές οι συνιστάμενες ιδίως σε

1. Ισχυρισμό ότι πρόκειται για συμβαλλόμενο σε κώδικα συμπεριφοράς, ενώ ο προμηθευτής δεν είναι συμβαλλόμενος.

2. Χρησιμοποίηση σήματος ή αντίστοιχου διακριτικού χωρίς την αντίστοιχη άδεια.

3. Ισχυρισμό ότι ένας κώδικας συμπεριφοράς έχει την έγκριση δημόσιου ή άλλου φορέα, ενώ δεν την έχει.

4. Ισχυρισμό ότι ο προμηθευτής (συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών πρακτικών του) ή ένα προϊόν έχει την έγκριση, την επικύρωση ή την άδεια δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα ενώ δεν την έχει, ή παρόμοιος ισχυρισμός ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στους όρους της έγκρισης, της επικύρωσης ή της άδειας.

5. Πρόσκληση για αγορά προϊόντων σε μια καθορισμένη τιμή, χωρίς να γίνεται γνωστή η ύπαρξη των οποιωνδήποτε εύλογων λόγων μπορεί να έχει ο προμηθευτής να πιστεύει ότι δεν θα μπορέσει να προμηθεύσει ή να αναθέσει σε άλλο προμηθευτή να προμηθεύσει τα προϊόντα αυτά ή ισοδύναμα τους στην τιμή αυτή μέσα σε εύλογο διάστημα και σε εύλογες ποσότητες, λαμβανομένου υπόψη του προϊόντος της κλίμακας διαφήμισης του προϊόντος και της τιμής που προσφέρεται (διαφήμιση «δόλωμα»).

6. Πρόσκληση για αγορά προϊόντων σε καθορισμένη τιμή και στη συνέχεια: α) άρνηση επίδειξης του διαφημιζόμενου προϊόντος στους καταναλωτές, β) άρνηση λήψης παραγγελιών για το προϊόν ή παράδοση τους σε εύλογο χρόνο, γ) επίδειξη ενός ελαττωματικού δείγματος του, με πρόθεση προώθησης ενός άλλου προϊόντος («δόλωμα και μεταστροφή»).

7. Ψευδή δήλωση ότι το προϊόν θα είναι διαθέσιμο για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα, ή ότι θα διατίθεται μόνο υπό ειδικούς όρους επί πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να προκληθεί η λήψη άμεσης απόφασης και να στερηθεί από τους καταναλωτές η δυνατότητα ή ο χρόνος να προβούν σε τεκμηριωμένη επιλογή.

8. Ανάληψη της υποχρέωσης παροχής υπηρεσιών υποστήριξης μετά την πώληση σε καταναλωτές με τους οποίους ο προμηθευτής είχε επικοινωνήσει πριν από τη συναλλαγή σε γλώσσα που δεν είναι επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο προμηθευτής και στη συνέχεια διάθεση αυτής της υπηρεσίας μόνο σε άλλη γλώσσα, χωρίς αυτό να έχει καταστεί γνωστό στον καταναλωτή πριν να δεσμευθεί για τη συναλλαγή.

9. Δήλωση ή με άλλο τρόπο δημιουργία της εντύπωσης ότι ένα προϊόν μπορεί να πωλείται νόμιμα ενώ δεν μπορεί.

10. Παρουσίαση των δικαιωμάτων που παρέχει ο νόμος στον καταναλωτή ως ειδικό χαρακτηριστικό της προσφοράς του προμηθευτή.

11. Χρήση ανακοινώσεων στα μέσα, για την προώθηση ενός προϊόντος, πληρωμένων από τον προμηθευτή, χωρίς αυτό να γίνεται σαφές από το περιεχόμενο της ανακοίνωσης ή από εικόνα ή ήχο σαφώς αναγνωρίσιμα από τον καταναλωτή (κεκαλυμμένη διαφήμιση), με την επιφύλαξη του Π.Δ. 100/2000 (ΦΕΚ 98/Α’/17.3.00) σχετικά με την «εναρμόνιση της ελληνικής ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας στις διατάξεις της οδηγίας 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30.6.1997 με την οποία τροποποιήθηκαν οι διατάξεις της Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παροχή τηλεοπτικών υπηρεσιών», όπως ισχύει.

12. Διατύπωση ουσιωδώς ανακριβούς ισχυρισμού όσον αφορά τη φύση ή την έκταση του κινδύνου για την προσωπική ασφάλεια του καταναλωτή ή της οικογένειας του αν ο καταναλωτής δεν αγοράσει το προϊόν.

13. Προώθηση παρόμοιου προϊόντος με εκείνο που προσφέρει συγκεκριμένος κατασκευαστής, με τέτοιο τρόπο ώστε να παραπλανάται σκόπιμος ο καταναλωτής ότι έχει κατασκευασθεί από τον συγκεκριμένο κατασκευαστή, ακόμα και όταν δεν συμβαίνει αυτό.

14. Δημιουργία, λειτουργία ή προώθηση ενός πυραμιδωτού συστήματος πωλήσεων, όπου ο καταναλωτής θεωρεί ότι έχει την ευκαιρία να έχει όφελος περισσότερο με την εισαγωγή άλλων καταναλωτών στο σύστημα παρά με την πώληση ή την κατανάλωση των προϊόντων.

15. Ισχυρισμό ότι ο προμηθευτής πρόκειται να σταματήσει τη δραστηριότητα του ή να μετακομίσει, ενώ αυτό δεν ισχύει.

16. Ισχυρισμό ότι τα προϊόντα μπορούν να διευκολύνουν το κέρδος σε τυχερά παιχνίδια.

17. Αναληθή ισχυρισμό ότι προϊόν είναι σε θέση να θεραπεύει ασθένεια, δυσλειτουργίες ή δυσμορφίες.

18. Διάδοση ουσιωδώς ανακριβών πληροφοριών σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς ή τη δυνατότητα εύρεσης του προϊόντος, προκειμένου να παροτρυνθεί ο καταναλωτής να αποκτήσει το προϊόν υπό όρους λιγότερο ευνοϊκούς από ό,τι στις κανονικές συνθήκες της αγοράς.

19. Ισχυρισμό σε μία εμπορική πρακτική διεξαγωγής διαγωνισμού ή καταβολής επάθλων χωρίς τη χορήγηση των περιγραφόμενων επάθλων ή του ισοδυνάμου τους.

20. Περιγραφή του προϊόντος ως «δωρεάν», «χωρίς επιβάρυνση» ή αντίστοιχη διατύπωση αν ο καταναλωτής οφείλει να καταβάλει άλλη πληρωμή πλην του αναπόφευκτου κόστους για την απάντηση στην εμπορική πρακτική ή για την παραλαβή ή την παράδοση του αντικειμένου.

21. Προσθήκη στο υλικό μάρκετινγκ τιμολογίου ή αντίστοιχου εγγράφου με το οποίο ζητείται πληρωμή και το οποίο παρέχει στον καταναλωτή την εντύπωση ότι έχει ήδη παραγγείλει το προϊόν, ενώ αυτό δεν ισχύει.

22. Ψευδή ισχυρισμό ή δημιουργία της εντύπωσης ότι ο προμηθευτής δεν ενεργεί για σκοπούς που συνδέονται με την εμπο¬ρική δραστηριότητα του, την επιχείρηση, την τέχνη ή το επιτήδευμα του, ή υποδυόμενος ψευδώς τον καταναλωτή.

23. Δημιουργία της ψευδούς εντύπωσης ότι οι υπηρεσίες μετά την πώληση του προϊόντος διατίθενται σε κράτος μέλος άλλο από αυτό στο οποίο πωλείται το προϊόν.

¶ρθρο 16 Επιθετικές Εμπορικές Πρακτικές

1. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται επιθετική εάν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, χρησιμοποιεί παρενόχληση, καταναγκασμό, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρηση επιρροής και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς το προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

2. Για να κριθεί εάν μια εμπορική πρακτική κάνει χρήση παρενόχλησης, καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρησης επιρροής, λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία της και κυρίως :

α) η χρονική στιγμή, ο τόπος, η φύση ή η επιμονή-

β) η χρήση απειλητικών ή προσβλητικών εκφράσεων ή συμπεριφοράς•

γ) η εκμετάλλευση, από τον προμηθευτή, κάθε συγκεκριμένης ατυχίας ή περίστασης, την οποία γνωρίζει και η οποία είναι τόσο σοβαρή ώστε να διαταράσσει την κρίση του καταναλωτή, προκειμένου να επηρεάσει την απόφαση του όσον αφορά το προϊόν-

δ) κάθε επαχθές ή δυσανάλογο μη συμβατικό εμπόδιο που επιβάλλει ο προμηθευτής σε περίπτωση που ο καταναλωτής επιθυμεί να ασκήσει τα δικαιώματα του στο πλαίσιο της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων λύσης της σύμβασης ή μετάβασης σε άλλο προϊόν ή σε άλλον προμηθευτή-

ε) κάθε απειλή για λήψη μέτρου που δεν μπορεί να ληφθεί νομίμως.