Σε απόλυτο όπλο εξελίσσεται για τις εισηγμένες επιχειρήσεις η ισχυρή ταμειακή επάρκεια, έχοντας αφήσει πίσω τη χειρότερη κρίση του 21oυ αιώνα που προκάλεσε ο Covid-19, καθώς εξασφαλίζει αφενός συνθήκες απρόσκοπτης λειτουργίας, αφετέρου προϋποθέσεις για άσκηση επεκτατικής πολιτικής.
Από την έντυπη έκδοση
Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]
Σε απόλυτο όπλο εξελίσσεται για τις εισηγμένες επιχειρήσεις η ισχυρή ταμειακή επάρκεια, έχοντας αφήσει πίσω τη χειρότερη κρίση του 21oυ αιώνα που προκάλεσε ο Covid-19, καθώς εξασφαλίζει αφενός συνθήκες απρόσκοπτης λειτουργίας, αφετέρου προϋποθέσεις για άσκηση επεκτατικής πολιτικής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η Δεπόλας ΑΧΕΠΕΥ για λογαριασμό της «Ν», οι 10 εισηγμένες με τα περισσότερα μετρητά στα ταμεία τους το α’ εξάμηνο του 2021 διαθέτουν συνολικά κεφάλαια ύψους 9,046 δισ. ευρώ και εκπροσωπούν το 71% των συνολικών μετρητών ύψους 12,9 δισ. ευρώ που εμφάνισαν οι 153 εισηγμένες στη διάρκεια του πρώτου ήμισυ του 2021. Η επίδοση των 9,046 δισ. ευρώ είναι η υψηλότερη ταμειακή θέση από το 2007 και μια από τις υψηλότερες όλων των εποχών που εμφάνισε η δεκάδα των εισηγμένων που αποτελούν και τη βιτρίνα του Ελληνικού Χρηματιστηρίου.
Επιτόκια δανεισμού
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται τους τελευταίους μήνες με επιτόκια της τάξης του 2% και 3% έως και 5% (για μικρομεσαίες), κόστος ιδιαίτερα υψηλό, ενώ οι τράπεζες είναι εξαιρετικά φειδωλές στη χορήγηση νέου κεφαλαίου κίνησης. Αλώβητες από τις παραπάνω συνθήκες παραμένουν οι επιχειρήσεις που διαθέτουν ισχυρό ταμείο, ώστε να χρηματοδοτεί με άνεση το κεφάλαιο κίνησής τους ή την απρόσκοπτη υλοποίηση επενδύσεων. Ως εκ τούτου, αποκτούν ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα στη συγκυρία, είτε γιατί επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της μείωσης της ζήτησης με αύξηση του μεριδίου αγοράς τους, είτε γιατί διαθέτουν ρευστό για εξαγορές ή συνενώσεις σε μια περίοδο όπου λόγω των εξαιρετικών δυσχερειών στην οικονομία η πίεση για συγχωνεύσεις ή πωλητήρια αυξάνεται αλματωδώς.
Πολλές εισηγμένες της υψηλής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης διατηρούν μεγάλο μέρος των ταμειακών τους διαθεσίμων σε προθεσμιακές καταθέσεις σε τράπεζες του εξωτερικού. Μπορεί η εγχώρια εικόνα της ρευστότητας στις επιχειρήσεις έπειτα από 19 μήνες Covid-19 να έχει σχετικά ομαλοποιηθεί, αλλά οι εταιρείες δεν μπορούν να ρισκάρουν την κανονική ροή των πληρωμών σε προμηθευτές του εξωτερικού για αγορά πρώτης ύλης σε θυγατρικές τους. Άλλωστε διατηρείται η απαίτηση των ξένων προμηθευτών για προκαταβολή του 100% της πώλησης των προϊόντων. Ιδιαίτερα τώρα που η οικονομία τράβηξε πάλι χειρόφρενο λόγω του Covid-19.
Άρα, ναι μεν υπάρχει ενδεχόμενο να δούμε πίεση στα περιθώρια, από την άλλη πλευρά όμως οι εισηγμένες έχουν ρευστότητα για να αντεπεξέλθουν στις υψηλότερες τιμές των πρώτων υλών μέχρι να τις μετακυλήσουν στην αγορά. Το δυσάρεστο της υπόθεσης είναι ότι αυτό το «λίπος» που δημιούργησαν στο ξεκίνημα της χρονιάς οι εισηγμένες θα χρησιμοποιηθεί για να αντιμετωπίσουν μια ακόμα δυσκολία, στις πολλές που έχουν βρεθεί αντιμέτωπες την τελευταία δεκαετία. Και αυτό ίσως επηρεάσει τον προγραμματισμό του επενδυτικού τους σχεδιασμού.
Αντανακλαστικά - διασπορά
Από τις εταιρείες που ακολουθούν πολιτική υψηλών ταμειακών διαθεσίμων ξεχωρίζουν οι 10 που παρουσιάζονται σήμερα στο γράφημα της «Ν», οι οποίες αν εξοφλούσαν τον συνολικό δανεισμό τους θα έμεναν στο ταμείο τους με μετρητά. Πλέον υπάρχουν εισηγμένες που το ταμείο τους υπερβαίνει το 50% της κεφαλαιοποίησής τους, γεγονός που σε άλλες αγορές θα ενεργοποιούσε αντανακλαστικά επιθετικών εξαγορών. Πλην όμως, η χαμηλή ελεύθερη διασπορά σε αυτές τις ειδικές περιπτώσεις δεν επιτρέπει τέτοιες κινήσεις, αφού δεν εξασφαλίζονται πλειοψηφικά ποσοστά ελέγχου.
Τα υψηλά διαθέσιμα πιθανόν να εξασφαλίζουν διαπραγματευτική ισχύ σε προμηθευτές έναντι του ανταγωνισμού και να αποτελούν ένα αμυντικό εργαλείο σε καιρούς δύσκολους. Από εκεί και πέρα, η ύπαρξή τους δεν συνεισφέρει στο εισόδημα της εταιρείας λόγω των πολύ χαμηλών αποδόσεων των τραπεζικών καταθέσεων, βοηθάει ωστόσο στο να διατηρούνται τα μερίσματα σε ικανοποιητικό επίπεδο ακόμα και αν υπάρχει μείωση στα καθαρά κέρδη.