Στις 10 Σεπτεμβρίου ο οίκος αξιολόγησης Scope Ratings προχώρησε στην αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, στο BB+ από BB. Μόλις μία βαθμίδα από την επενδυτική κατηγορία.
Στις 10 Σεπτεμβρίου ο οίκος αξιολόγησης Scope Ratings προχώρησε στην αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, στο BB+ από BB. Μόλις μία βαθμίδα από την επενδυτική κατηγορία.
Τώρα όμως επανέρχεται με «καμπανάκια». Παρότι ο οίκος προβλέπει ότι το ελληνικό χρέος θα υποχωρήσει στο 199,1% του ΑΕΠ έως τα τέλη του 2021 -σε σχέση με το περσινό υψηλό του 205,6%- τονίζει πως θα παραμένει πολύ υψηλότερο από τα προ-πανδημίας επίπεδα, το 2019 δηλαδή που έφτανε στο 180,5% του ΑΕΠ.
Εκτιμά, επίσης ότι το 2026 θα ανέρχεται ακόμη στο 186% στην περίπτωση σταθερής ανάπτυξης της οικονομίας έως τότε.
Όπως σημειώνει το χρέος (ως προς το ΑΕΠ) είναι το υψηλότερο, μετά από εκείνο της Ιαπωνίας, ανάμεσα στις 36 χώρες τις οποίες αξιολογεί ο οίκος.
Η Ελλάδα πρέπει να μειώσει το χρέος από τα επίπεδα του 200% του ΑΕΠ, να ανακεφαλαιοποιήσει το τραπεζικό της σύστημα και να περιορίσει τα δομικά προβλήματα της οικονομίας για να αντιμετωπίσει τους περιορισμούς στο αξιόχρεό της, αναφέρει ο αναλυτής της Scope, Dennis Shen.
«Το υψηλό χρέος της Ελλάδας αφήνει το κράτος ευάλωτο σε μία επανεκτίμηση της βιωσιμότητας του χρέους και των ελλειμμάτων που συσσωρεύτηκαν στην κρίση, από την πλευρά των αγορών, μετά την πανδημία, ειδικά καθώς η στήριξη της ΕΚΤ σταδιακά μειώνεται», σημειώνει ο Shen.
Μεταξύ άλλων ο οίκος επισημαίνει:
-Τα ακόμα υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια (έχουν πέσει από το 40% που ήταν στα τέλη του 2019, αλλά παραμένουν στο 21,3% του συνόλου) επηρεάζουν την κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος και τη δυνατότητά του να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη.
-Το υψηλό μερίδιο του αναβαλλόμενου φόρου στα κεφάλαια των τραπεζών, οι αυξανόμενες θέσεις του κλάδου στα κρατικά ομόλογα και η συμμετοχή του κράτους στο μετοχικό κεφάλαιο και τις εγγυήσεις του προγράμματος Ηρακλής, δημιουργούν μία ισχυρή αλληλεξάρτηση του κράτους με τις τράπεζες, αυξάνοντας το ρίσκο.
-Ως δομικά προβλήματα της οικονομίας οι οίκος θεωρεί την ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας, τις χαμηλές επενδύσεις, τις αυξημένες οφειλές. το ότι η ανεργία παραμένει υψηλή, την αδυναμία στην φορολογική συμμόρφωση καθώς και το ότι οι δαπάνες για συντάξεις και μισθούς στο Δημόσιο παραμένουν υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, περιορίζοντας τον δημοσιονομικό χώρο για δαπάνες που βελτιώνουν την ανάπτυξη.