Την αντισυνταγματικότητα και την ακυρότητα της διαδικασίας που ακολούθησε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για να επιβάλει σε 70.000 συνταξιούχους φόρους και πρόστιμα συνολικού ύψους άνω των 90 εκατ. ευρώ για ποσά φορολογητέων αποδοχών των ετών 2000-2012 τα οποία εισέπραξαν καθυστερημένα εντός του 2013, ως αναδρομικά, αλλά δεν συμπεριέλαβαν στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν το 2014 για το 2013 (με αποτέλεσμα να μην πληρώσουν γι' αυτά τους αναλογούντες φόρους εισοδήματος) επιβεβαίωσε η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ίδιας της ΑΑΔΕ με πλήθος πρόσφατων αποφάσεών της.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Την αντισυνταγματικότητα και την ακυρότητα της διαδικασίας που ακολούθησε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για να επιβάλει σε 70.000 συνταξιούχους φόρους και πρόστιμα συνολικού ύψους άνω των 90 εκατ. ευρώ για ποσά φορολογητέων αποδοχών των ετών 2000-2012 τα οποία εισέπραξαν καθυστερημένα εντός του 2013, ως αναδρομικά, αλλά δεν συμπεριέλαβαν στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν το 2014 για το 2013 (με αποτέλεσμα να μην πληρώσουν γι' αυτά τους αναλογούντες φόρους εισοδήματος) επιβεβαίωσε η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ίδιας της ΑΑΔΕ με πλήθος πρόσφατων αποφάσεών της.
Η ΔΕΔ βασίστηκε στις υπ' αριθμόν 616/2021 και 618/2021 αποφάσεις που εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, πριν από 5 περίπου μήνες, με τις οποίες διευκρινίστηκε τελεσίδικα ότι η πράξη προσδιορισμού του φόρου πρέπει να επιδίδεται στα χέρια του ελεγχόμενου εντός της προθεσμίας παραγραφής και όχι μετά τη λήξη της, ανεξαρτήτως του αν η πράξη έχει εκδοθεί πριν από τη λήξη του χρόνου παραγραφής.
Συγχρόνως, η συγκεκριμένη αποδοχή από τη ΔΕΔ των αποφάσεων του ΣτΕ έχει ευρύτερη σημασία, καθώς καθίστανται άκυρες οι βεβαιώσεις φόρων και σε επιχειρήσεις και γενικά επιτηδευματίες, στους οποίους η πράξη προσδιορισμού του φόρου επιδόθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής. Στις περιπτώσεις που έχουν καταλογιστεί φόροι και πρόστιμα θα πρέπει να επιστραφούν, έπειτα από προσφυγές των εν λόγω φορολογουμένων.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ανωτάτου δικαστηρίου, η διάταξη του εδαφίου γ' της παραγράφου 11 του άρθρου 72 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), πάνω στην οποία βασίστηκαν οι υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης για να γνωστοποιήσουν στους συγκεκριμένους φορολογούμενους τα ειδοποιητήρια πληρωμής των καταλογισθέντων φόρων και προστίμων (τις πράξεις προσδιορισμού φόρων και προστίμων) είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, καθώς παρέτεινε -ως μη όφειλε- την προθεσμία παραγραφής των εν λόγω φορολογικών υποθέσεων πέραν της προβλεπόμενης πενταετίας. Ουσιαστικά, βάσει της εκδοθείσας απόφασης του ΣτΕ και των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων οι οποίες προηγήθηκαν, τη στιγμή που κοινοποιήθηκαν στους φορολογούμενους τα ειδοποιητήρια οι υποθέσεις τους είχαν υποπέσει ήδη σε παραγραφή!
Ως εκ τούτου, η όλη διαδικασία που εφάρμοσε η ΑΑΔΕ για να υποχρεώσει τους 70.000 συνταξιούχους σε πληρωμές φόρων και προστίμων για αδήλωτα αναδρομικά των ετών 2000-2012 εισπραχθέντα εντός του 2013 είναι άκυρη, τα καταλογισθέντα ποσά φόρων και προστίμων πρέπει να διαγραφούν και όσα ήδη εισπράχθηκαν από τις αρμόδιες ΔΟΥ θα πρέπει να επιστραφούν εντόκως στους συνταξιούχους που τα πλήρωσαν. Μάλιστα, θεωρούνται πλέον άνευ ουσίας και οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τη μείωση των προστίμων και των προσαυξήσεων μέχρι το 20% του κύριου φόρου που ψηφίστηκαν εντός του 2020 για τη μείωση των επιβαρύνσεων των συγκεκριμένων συνταξιούχων.
Σύμφωνα, ειδικότερα, με το σκεπτικό των αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ, το οποίο επικαλείται η ΔΕΔ στις δικές της αποφάσεις, «η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 11 εδ. γ του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), η οποία προστέθηκε με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Δ.2 περ. 18β του ν. 4254/2014 και ορίζει ότι η προβλεπόμενη [...] προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα διακόπτεται με την έκδοση των οικείων καταλογιστικών πράξεων, είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στις αρχές της φανερής δράσης της Διοίκησης και της ασφάλειας του δικαίου και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι προϊσχύουσες του άρθρου 36 του ΚΦΔ διατάξεις περί παραγραφής, οι οποίες παγίως προέβλεπαν ως προϋπόθεση διακοπής της προθεσμίας παραγραφής της φορολογικής αξίωσης του Δημοσίου την εντός της οικείας προθεσμίας κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης».
Οι πρώτες δικαστικές αποφάσεις-βόμβα που άνοιξαν τον δρόμο για να κριθούν άκυρες οι προσπάθειες τις ΑΑΔΕ να εισπράξει φόρους και πρόστιμα από τους 70.000 συνταξιούχους εκδόθηκαν από τα Διοικητικά Εφετεία Θεσσαλονίκης και Αθηνών. Με τις αποφάσεις αυτές -δύο από το Δ.Ε. Θεσσαλονίκης (τις υπ' αριθμόν 759/2019 και 716/2020) και μία από το Δ.Ε. Αθηνών (την υπ' αριθμόν 734/2020)- κρίθηκε, συγκεκριμένα, αντισυνταγματική η διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου 72 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ν. 4174/2013), η οποία προβλέπει ότι η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή φόρου ή προστίμου διακόπτεται με την έκδοση των πράξεων προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου, ακόμη κι αν οι πράξεις αυτές κοινοποιηθούν στον φορολογούμενο μετά τη λήξη της περιόδου παραγραφής. Σύμφωνα με το σκεπτικό των δικαστηρίων, η διάταξη αυτή «οδηγεί σε επιμήκυνση της παραγραφής και αντίκειται στις εξειδικεύουσες την αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος».
Το μείζονος σημασία αυτό θέμα -από την εξέλιξη του οποίου εξαρτάτο η τύχη, όχι μόνο των περιπτώσεων των 70.000 συνταξιούχων με τα αδήλωτα αναδρομικά, αλλά και χιλιάδων άλλων φορολογικών υποθέσεων (στις οποίες η συνήθης πρακτική που ακολουθούσαν τα τελευταία χρόνια οι φορολογικές υπηρεσίες, βασιζόμενες στις επίμαχες διατάξεις, ήταν να εκδίδουν τις πράξεις προσδιορισμού λίγο πριν λήξει η παραγραφή και να τις κοινοποιούν αφού λήξει)- είχε παραπεμφθεί πλέον για οριστική επίλυση στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Και όπως ήταν αναμενόμενο, το ΣτΕ υιοθέτησε το σκεπτικό των συγκεκριμένων αποφάσεων.
Η ΔΕΔ με οδηγό τις υπ' αριθμόν 616/2021 και 618/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ δικαίωσε πρόσφατα δεκάδες συνταξιούχους στους οποίους η Φορολογική Διοίκηση είχε εκδώσει πράξεις διοικητικού προσδιορισμού του φόρου τον Δεκέμβριο του 2019 για μη δηλωθέντα αναδρομικά που αφορούσαν το έτος 2013, τα οποία έπρεπε να είχαν δηλώσει με τροποποιητικές δηλώσεις εντός του έτους 2014. Η ΔΕΔ σε πρόσφατα εκδοθείσες αποφάσεις της (υπ' αριθμόν 2542, 2543, 2544, 2546, 2547 κ.ά.) έκρινε ότι στις περιπτώσεις που η Φορολογική Διοίκηση έχει κοινοποιήσει τις πράξεις αυτές εντός του έτους 2020, έχει επέλθει η παραγραφή και ακύρωσε τις σχετικές πράξεις διοικητικού προσδιορισμού δικαιώνοντας έτσι τους συνταξιούχους.
Η αρχή του... κακού
Η ΑΑΔΕ στο τελευταίο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου του 2019 υποχρέωσε τις αρμόδιες ΔΟΥ να εκδώσουν άρον άρον πράξεις οριστικού προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμων για όλες αυτές τις περιπτώσεις προκειμένου να αποφευχθεί η παραγραφή τους στις 31-12-2019. Παραγραφή, η οποία θα επέρχετο λόγω παρόδου της πενταετούς προθεσμίας που είχε το Δημόσιο (από το τέλος του έτους 2014, στο οποίο έπρεπε να είχαν δηλωθεί και φορολογηθεί τα αναδρομικά, μέχρι το τέλος του 2019) προκειμένου να ελέγξει τις συγκεκριμένες υποθέσεις και να επιβάλει φόρους και πρόστιμα. Οι συνταξιούχοι των περιπτώσεων αυτών όμως έλαβαν γνώση των ποσών των πρόσθετων φόρων και των προστίμων που τους καταλόγισαν άρον άρον οι αρμόδιες ΔΟΥ, μετά τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής, δηλαδή τον Ιανουάριο του 2020. Στην ουσία, δηλαδή, η κοινοποίηση των πράξεων έγινε μετά τις 31-12-2019 όταν ήδη είχε λήξει η προθεσμία παραγραφής.
Οι ανατροπές που επέφεραν οι αποφάσεις του ΣτΕ
Εν τω μεταξύ, λόγω των νέων αυτών εξελίξεων τα χρονικά περιθώρια παραγραφής χιλιάδων φορολογικών υποθέσεων έχουν στενέψει για την ΑΑΔΕ. Βάσει της νέας νομολογίας, που διαμορφώθηκε μετά την απόφαση 616/2021 του ΣτΕ, χιλιάδες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ, φορολογίας ακινήτων και άλλων φορολογικών αντικειμένων που παραγράφονται οριστικά στις 31-12-2021 κι έχουν ήδη μπει στο στόχαστρο των φοροελεγκτικών υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) πρέπει να έχουν ελεγχθεί το αργότερο έως το τέλος Νοεμβρίου για να μην παραγραφούν. Πρόκειται κυρίως για φορολογικές υποθέσεις που αφορούν το έτος 2015, καθώς το περιθώριο που έχουν οι εν λόγω υπηρεσίες για να ολοκληρώσουν τις προβλεπόμενες διαδικασίες ελέγχων είναι, πλέον, μικρότερο από 4 μήνες.
Η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα επί των υποθέσεων αυτών λήγει μεν τυπικά στις 31 Δεκεμβρίου 2021, όμως η πραγματική ημερομηνία λήξης είναι για το Δημόσιο η 1η Δεκεμβρίου 2021. Κι αυτό διότι αυτή είναι, ουσιαστικά, η τελευταία μέρα στην οποία το Δημόσιο, διά της αρμόδιας φορολογικής αρχής, έχει τη δυνατότητα να κοινοποιήσει προσωρινή πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, δεδομένου ότι -βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας- πρέπει να δίνεται σε κάθε ελεγχόμενο φορολογούμενο χρονικό περιθώριο 20 ημερών από τη στιγμή της κοινοποίησης της πράξης αυτής προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να απαντήσει στα ευρήματα των ελεγκτών και να τεκμηριώσει τυχόν σφάλματα εξαιτίας των οποίων τα προς καταβολή ποσά μπορεί να έχουν υπολογιστεί σε αδικαιολόγητα υψηλά επίπεδα.
Στη συνέχεια, η αρμόδια φορολογική αρχή πρέπει να έχει περιθώριο άλλων 10 ημερών περίπου προκειμένου να προλάβει να εξετάσει τις απόψεις των φορολογουμένων κι αν χρειαστεί να αναθεωρήσει τις τελικές διαπιστώσεις του ελέγχου και εν τέλει να προλάβει να εκδώσει και να κοινοποιήσει σε κάθε ελεγχθέντα φορολογούμενο το αργότερο μέχρι την 31η-12-2021 την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου.
Το επιπλέον αυτό χρονικό περιθώριο είναι αναγκαίο για τη φορολογική αρχή, δεδομένου ότι με τις προαναφερθείσες αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ (τις υπ' αριθμόν 616/2020 και 618/2020) έγινε δεκτό ότι η παραγραφή δεν διακόπτεται αν η πράξη προσδιορισμού του φόρου έχει μεν εκδοθεί, αλλά δεν έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο πριν από τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής.
Ουσιαστικά, λοιπόν, μέχρι την 31η-12-2021, η αρμόδια φοροελεγκτική υπηρεσία πρέπει, σε κάθε περίπτωση ελεγχθέντος φορολογουμένου, όχι απλά να έχει εκδώσει αλλά και να έχει κοινοποιήσει αποδεδειγμένα την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου στην οποία τα τελικά ποσά φόρων και προστίμων που θα έχουν καταλογιστεί μπορεί να είναι μικρότερα από αυτά που αναγράφονταν στην προσωρινή πράξη.