Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 386,32 δισ. ή 218,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, έναντι 374 δισ. ή 225,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2020. Το 2022 το ύψος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 391,2 δισ. ή 209,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2021.
Από την έντυπη έκδοση
Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 386,32 δισ. ή 218,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, έναντι 374 δισ. ή 225,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2020. Το 2022 το ύψος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 391,2 δισ. ή 209,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2021.
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης -το οποίο και λαμβάνεται υπόψη για τις διεθνείς συγκρίσεις αλλά και για τις μελέτες βιωσιμότητας του χρέους- εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 350 δισ. ή 197,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2021, έναντι 341 δισ. ή 205,6% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2020, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,7 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2020.
Το 2022, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 355 δισ. ευρώ ή 190,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2021. Ο χρονικός ορίζοντας των λήξεων του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, στις 31/8/2021, εκτείνεται μέχρι το έτος 2070. Η περαιτέρω δανειοδότηση του Ελληνικού Δημοσίου (ΕΔ) μέσω των αγορών τα επόμενα έτη αναμένεται να αντικαταστήσει σταδιακά τα δάνεια με ομόλογα.
Από τα 391,2 δισ. που εκτιμάται ότι θα είναι το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης στο τέλος του 2022, τα 87,5 δισ. θα αφορούν ομόλογα, τα 12,6 δισ. βραχυπρόθεσμους τίτλους και τα 255,1 δισ. διμερή δάνεια (κυρίως από τον ESM και τον EFSF). Στα 36 δισ. θα ανέρχονται τα βραχυπρόθεσμα δάνεια. Η αύξηση του χρέους το 2022 θα προέλθει από την αύξηση των ομολόγων κατά περίπου 6 δισ. το 2022 σε σχέση με το 2021, προφανώς λόγω των νέων εκδόσεων που θα γίνουν την επόμενη χρονιά.
Οι δαπάνες για τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώνονται κοντά στα επίπεδα των 5,5 έως 6,2 δισ., ήτοι γύρω στο 3,1%-3,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η στόχευση της δανειακής στρατηγικής θα είναι η διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται από τη συμμετοχή της χώρας στο PEPP, καθ' όλη τη διάρκειά του, η περαιτέρω παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας με διατήρηση της ήδη εκτεταμένης φυσικής ωρίμανσής τους, η περαιτέρω μείωση των περιθωρίων δανεισμού του ΕΔ, καθώς και η περαιτέρω διασφάλιση της συνέπειας του ΕΔ ως κρατικού εκδότη με χαρακτηριστικά χώρας της Ευρωζώνης.
Ταυτόχρονα θα επιχειρηθεί η αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται στο βραχυχρόνιο τμήμα της ευρωπαϊκής καμπύλης σε περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, αξιοποιώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις υφιστάμενες θέσεις και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους. Τέλος, κατά το νέο έτος θα επιχειρηθεί η δημιουργία πλαισίου έκδοσης ελληνικών κρατικών χρεογράφων με προσανατολισμό των δανειακών τους προσόδων στην «πράσινη» και «βιώσιμη» ανάπτυξη, με στόχο την επέκταση της επενδυτικής βάσης και τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στις διεθνείς αγορές.