Οικονομία & Αγορές
Σάββατο, 02 Οκτωβρίου 2021 08:03

Χρέος και τράπεζες θα κρίνουν την αξιολόγηση από τον Fitch

Η εξέλιξη του δημοσίου χρέους και η ποιότητα ενεργητικού του τραπεζικού τομέα θα κρίνουν την επόμενη αξιολόγηση του οίκου Fitch, όπως επισημαίνει στην ανάλυσή του για την ελληνική οικονομία, αφήνοντας ανοιχτά όλα τα δεδομένα, αναλόγως των εξελίξεων, για θετική ή αρνητική αξιολόγηση.

Από την έντυπη έκδοση

Η εξέλιξη του δημοσίου χρέους και η ποιότητα ενεργητικού του τραπεζικού τομέα θα κρίνουν την επόμενη αξιολόγηση του οίκου Fitch, όπως επισημαίνει στην ανάλυσή του για την ελληνική οικονομία, αφήνοντας ανοιχτά όλα τα δεδομένα, αναλόγως των εξελίξεων, για θετική ή αρνητική αξιολόγηση.

Ο οίκος αναθεωρεί την πρόβλεψη για την αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ στο 6%, για το 2021, από 4,3% που προέβλεπε τον Ιούλιο, ενώ υποβαθμίζει αντίστοιχα την πρόβλεψή του για το ΑΕΠ του 2022 στο 4% από 5,3%.

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στον ρόλο του δημοσίου χρέους και της «υγείας» των τραπεζών στην αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, ο οίκος Fitch σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην επάνοδο του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ σε μία σταθερή καθοδική τροχιά και η συνεχής βελτίωση στην ποιότητα ενεργητικού του τραπεζικού τομέα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετική πιστοληπτική αξιολόγηση. Μία αδυναμία μείωσης του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αρνητική αξιολόγηση», προειδοποιεί.

Σημειώνεται πως η επόμενη αξιολόγηση της Ελλάδας από τον Fitch είναι προγραμματισμένη για τον Ιανουάριο του 2022.

Ταχύτερη φέτος η ανάπτυξη

Αναφορικά με τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο Fitch αναθεώρησε ανοδικά στο 6% την πρόβλεψή του για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2021 από 4,3% που προέβλεπε τον Ιούλιο, αποδίδοντας την κίνησή του αυτή στην ισχυρότερη της αναμενόμενης επίδοση στο πρώτο εξάμηνο.

Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ήταν περίπου 7% στο πρώτο εξάμηνο του 2021 και το πραγματικό ΑΕΠ επανήλθε το δεύτερο τρίμηνο στο προ πανδημίας επίπεδό του, αναφέρει ο οίκος.

Η ανάπτυξη στο πρώτο εξάμηνο φαίνεται ότι είχε την εγχώρια ζήτηση στην αιχμή της, καθώς τόσο οι επενδύσεις όσο και η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκαν σε σύγκριση με το 2020, ενώ η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών αντισταθμίστηκε από την αύξηση των εισαγωγών.

Παράλληλα, ο Fitch επισημαίνει κάποιους κινδύνους που μπορούν να φρενάρουν τους τριμηνιαίους ρυθμούς αύξησης στο δεύτερο εξάμηνο του 2021. «Οι περιορισμοί της εφοδιαστικής αλυσίδας στους κύριους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας και σε εγχώριους τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στην αύξηση του κόστους των εισροών θα μπορούσαν να περιορίσουν την ανάπτυξη, όπως θα μπορούσε και μία αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού», σημειώνει.

«Ωστόσο», προσθέτει, «βλέπουμε μεγαλύτερους ανοδικούς παρά καθοδικούς κινδύνους στην πρόβλεψή μας για 6%», καθώς, όπως αναφέρει, περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι πλήρως εμβολιασμένα, κάτι που περιορίζει την ανάγκη για νέους περιορισμούς, οι δείκτες υψηλής συχνότητας για το τρίτο τρίμηνο του 2021 δείχνουν πως συνεχίζεται η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ οι διαθέσιμες πληροφορίες για τον τουρισμό δείχνουν κάποια ανάκαμψη.

Επιβράδυνση το 2022

Για το 2022, ο Fitch αναθεώρησε πτωτικά την πρόβλεψή του στο 4% από 5,3%, λόγω του λιγότερο θετικού αποτελέσματος μεταφοράς (carryover) από το 2021. «Η ανάκαμψη, όμως, θα συνεχιστεί καθώς η χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποκτά δυναμική και θα αυξάνει την πραγματική δαπάνη». Ο οίκος εκτιμά ότι την περίοδο 2021-2023 θα δαπανηθεί σχεδόν το 45% των επιχορηγήσεων ύψους 18,4 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης.

Για το 2023, ο Fitch εξακολουθεί να προβλέπει επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 3,5%, αλλά σημειώνει ότι ο ρυθμός αυτός θα παραμείνει πολύ υψηλότερος από τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης λόγω της σημαντικής αργούσας παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας.

Για το δημόσιο χρέος εκτιμά ότι έχει κορυφωθεί στο 205,6% του ΑΕΠ το 2020 αντί του 207% το 2021, όπως προέβλεπε τον Ιούλιο.

«Προβλέπουμε ότι το χρέος θα αρχίσει να μειώνεται φέτος, φθάνοντας το 196,2% το 2023», σημειώνει, προσθέτοντας ότι το χρέος είναι διογκωμένο από τα πολύ υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου που φθάνουν περίπου στο 18% του ΑΕΠ το 2021.

Τέλος, αναφέρει πως η οικονομική ανθεκτικότητα το πρώτο εξάμηνο του 2021 συνοδεύτηκε από την ισχυρή μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών, κυρίως λόγω των συνεχιζόμενων πωλήσεων τιτλοποιημένων χαρτοφυλακίων κόκκινων δανείων από τις τράπεζες, οι οποίες διευκολύνονται από το κρατικό σύστημα εγγυήσεων στο πλαίσιο του «Ηρακλή».