Σε νέα προς τα πάνω αναθεώρηση της πρόβλεψης για τον ρυθμό ανάπτυξης φέτος στο 6,1% προχωρά το υπουργείο Οικονομικών, όπως αυτό αποτυπώνεται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2022, το οποίο κατατίθεται τη Δευτέρα στη Βουλή. Παράλληλα, αναθεωρεί προς τα κάτω την εκτίμηση για την αύξηση του ΑΕΠ το 2022 στο 4,5%.
Σε νέα προς τα πάνω αναθεώρηση της πρόβλεψης για τον ρυθμό ανάπτυξης φέτος στο 6,1% προχωρά το υπουργείο Οικονομικών, όπως αυτό αποτυπώνεται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2022, το οποίο κατατίθεται τη Δευτέρα στη Βουλή. Παράλληλα, αναθεωρεί προς τα κάτω την εκτίμηση για την αύξηση του ΑΕΠ το 2022 στο 4,5%.
Όπως σημειώνεται στη γνώμη του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου για το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2022, φέτος το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 6,1%, από 5,9% που είχε εκτιμήσει πρόσφατα η κυβέρνηση και 3,6% που προβλέπονταν στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025. Αντίστοιχα, αναθεωρείται προς τα κάτω η πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης του 2022 σε 4,5% από 6,2% που προέβλεπε το ΜΠΔΣ 2022-2025.
Σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, δύο είναι τα στοιχεία που έχουν καθοριστικό ρόλο στις μακροοικονομικές προβλέψεις του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2022:
(α) Η πρόβλεψη πως οι άμεσες αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης θα συνεχίσουν να υποχωρούν κατά τη διάρκεια του 2022. Κατά συνέπεια, η σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομίας οδηγεί σε ισχυρή θετική μεταβολή του ΑΕΠ κατά το τρέχον έτος (2021), που θα συνεχιστεί και κατά το επόμενο (2022).
(β) Η εκτίμηση ότι η συνολική επενδυτική δαπάνη της οικονομίας θα ανέλθει σε υψηλά επίπεδα ως αποτέλεσμα, αφενός της δυναμικής της ανάκαμψης του 2021, αφετέρου της αξιολόγησης των μακροοικονομικών προβλέψεων του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού 2022 για πόρους που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF).
Οι σημαντικότερες πηγές αβεβαιότητας αναφορικά με τις προβλέψεις τόσο του έτους 2021, πέραν των γεωπολιτικών παραγόντων όσο και του έτους 2022 σχετίζονται με:
Για το Δημοσιονομικό Συμβούλιο η εκτίμηση για αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,1% το 2021 αξιολογείται ως ρεαλιστική, μολονότι αποκλίνει σημαντικά από τις εκτιμήσεις των άλλων διεθνών οργανισμών. «Η απόκλιση αυτή οφείλεται στην ενσωμάτωση στις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών νεότερων στοιχείων σε σχέση με εκείνα που έχουν ενσωματώσει οι διεθνείς φορείς και ειδικότερα των ανακοινώσεων της ΕΛΣΤΑΤ (Σεπτέμβριος 2021) αναφορικά με την μεταβολή του ΑΕΠ κατά το β’ τρίμηνο του έτους. Σημειώνεται ότι η ισχυρή μεταβολή του ΑΕΠ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει μετά από τη βαθιά ύφεση του 2020».
Όσον αφορά το 2022, «οι προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών για τη μεταβολή του ΑΕΠ εμφανίζονται περισσότερο συντηρητικές σε σχέση με τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, αλλά κινούνται κοντά στο ανώτατο όριο των αντίστοιχων προβλέψεων του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου».
Η πρόβλεψη για τον ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ το 2022 (+4,5%) προκύπτει ως αποτέλεσμα της εκτίμησης ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 2,9%, η δημόσια κατανάλωση θα περιοριστεί κατά 2,8%, η συνολική επενδυτική δαπάνη θα αυξηθεί κατά 23,4%, ενώ το εμπορικό ισοζύγιο θα παραμείνει αρνητικό, παρουσιάζοντας όμως σημαντική βελτίωση της τάξης του 7,5%.
«Σε ό,τι αφορά το 2022, η κύρια πηγή αβεβαιότητας αφορά στην εξέλιξη της πανδημίας» επισημαίνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εκτιμώντας ότι αυτή θα έχει τεθεί υπό πλήρη έλεγχο, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 2,9% κρίνεται εύλογη. Επιπλέον, η εκτιμώμενη πτώση του ποσοστού ανεργίας στο 14,3% αναμένεται να συνδράμει στην τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ωστόσο, πηγή αβεβαιότητας αναφορικά με την προβλεπόμενη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αποτελεί η μικρή αύξηση της μέσης κατά κεφαλήν αμοιβής της μισθωτής εργασίας, η οποία προβλέπεται ότι θα ανέλθει σε 1,1%, δηλαδή αρκετά χαμηλότερα από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού (2,0%). Αυτό σημαίνει πως η αύξηση των συνολικών αμοιβών της μισθωτής εργασίας (+3%), που αποτελεί βασική συνιστώσα της ιδιωτικής κατανάλωσης, εφόσον επιτευχθεί, θα προέλθει σχεδόν αποκλειστικά από την αύξηση του όγκου της μισθωτής απασχόλησης.
Επενδύσεις
Για το 2022 εκτιμάται ότι οι επενδύσεις θα ενισχυθούν κατά 23,4% (ή κατά 4,83 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές) λόγω της θετικής επίπτωσης που έχει ήδη και αναμένεται να έχει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Σύμφωνα με το προσχέδιο, το ήμισυ (50%) της καθαρής αύξησης των επενδύσεων θα προέλθει από την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων και το υπόλοιπο μισό θα προέλθει από την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων. «Κατά συνέπεια, η έγκαιρη και ομαλή απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και η διασφάλιση ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα θα διοχετεύσει γρήγορα και Αξιολόγηση των μακροοικονομικών προβλέψεων του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού 2022».
Εισαγωγές - Εξαγωγές
Οι εκτιμήσεις αναφορικά με την εξέλιξη των εισαγωγών και των εξαγωγών είναι σύστοιχες με τις εκτιμήσεις αναφορικά με την μεταβολή του ΑΕΠ και των άλλων επιμέρους συνιστωσών. Ειδικότερα, σημειώνεται πως η αύξηση των εισαγωγών αγαθών (+9,7%) προβλέπεται να είναι μεγαλύτερη εκείνης των εξαγωγών αγαθών (+2,7%)- σύμφωνα με τις αναλυτικές προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών- στοιχείο το οποίο είναι αναμενόμενο λόγω της σημαντικής ανάκαμψης των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης που συνεπάγονται αυξημένες ανάγκες σε εισαγόμενες πρώτες ύλες, μηχανήματα και καταναλωτικά αγαθά. Πάντως, η σχετική επιδείνωση του ισοζυγίου αγαθών υπεραντισταθμίζεται από τη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών, κυρίως λόγω της περαιτέρω ανάκαμψης του τουρισμού. Συγκεκριμένα, οι τουριστικές εισπράξεις αναμένεται να ανέλθουν το 2022 σε 14,4 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά σχεδόν 60% σε σχέση με το 2021, παραμένοντας ωστόσο, κάτω από το επίπεδο του 2019 (προβλέπεται να κυμανθούν στο 79% των εισπράξεων του 2019), πρόβλεψη η οποία κρίνεται επιτεύξιμη.
Ραλλού Αλεξοπούλου