Ριζική αναμόρφωση στη νομοθεσία για τον ΕΝΦΙΑ δρομολογεί για το 2022 η κυβέρνηση. Βασικά στοιχεία των αλλαγών που θα επέλθουν θα είναι η ενσωμάτωση του συμπληρωματικού στον κύριο φόρο, η αναδιαμόρφωση της βασικής κλίμακας υπολογισμού του φόρου ώστε να γίνει πιο προοδευτική και δικαιότερη αλλά και να συμπεριλάβει υψηλότερες επιβαρύνσεις για τα πολύ μεγάλης αξίας ακίνητα, άνω των 250.000 ευρώ, τα οποία σήμερα επιβαρύνονται επιπλέον με τον συμπληρωματικό φόρο.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Ριζική αναμόρφωση στη νομοθεσία για τον ΕΝΦΙΑ δρομολογεί για το 2022 η κυβέρνηση. Βασικά στοιχεία των αλλαγών που θα επέλθουν θα είναι η ενσωμάτωση του συμπληρωματικού στον κύριο φόρο, η αναδιαμόρφωση της βασικής κλίμακας υπολογισμού του φόρου ώστε να γίνει πιο προοδευτική και δικαιότερη αλλά και να συμπεριλάβει υψηλότερες επιβαρύνσεις για τα πολύ μεγάλης αξίας ακίνητα, άνω των 250.000 ευρώ, τα οποία σήμερα επιβαρύνονται επιπλέον με τον συμπληρωματικό φόρο.
Ο νέος ΕΝΦΙΑ θα είναι πραγματικά «ενιαίος» για όλους τους ιδιοκτήτες και θα επιβάλλεται ξεχωριστά σε κάθε ακίνητο, όπως ήδη γίνεται τώρα με τον κύριο φόρο.
Σύμφωνα με τα όσα διευκρίνισαν χθες αρμόδιες κυβερνητικές πηγές, ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ, ο οποίος επιβάλλεται σήμερα σε κάθε ιδιοκτήτη που κατέχει κτίσματα και εντός σχεδίων πόλεων ή οικισμών εδαφικές εκτάσεις συνολικής αντικειμενικής αξίας άνω των 250.000 ευρώ, με συντελεστές κλιμακούμενους από 0,15% έως 1,15%, δεν θα καταργηθεί αλλά θα ενσωματωθεί στον κύριο φόρο, με συνέπεια ο τρόπος υπολογισμού του να εξομοιωθεί με τον τρόπο υπολογισμού του κύριου φόρου. Δηλαδή, στο πλαίσιο εφαρμογής του νέου ΕΝΦΙΑ που θα ισχύσει από το 2022 ακίνητα αξίας άνω των 250.000 ευρώ θα επιβαρύνονται με πολύ πιο υψηλό συντελεστή φόρου προκειμένου να διατηρηθεί η λογική της επιπλέον επιβάρυνσης των μεγάλων περιουσιών. Πάντως, η λογική της επιβολής φόρου επί της συνολικής αξίας της ακίνητης περιουσίας, πάνω στην οποία στηρίζεται σήμερα ο υπολογισμός του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, θα πάψει να υπάρχει με τον νέο ΕΝΦΙΑ.
Διατήρηση του στόχου για έσοδα 630 εκατ.
Η ενσωμάτωση του συμπληρωματικού στον κύριο φόρο είναι ωστόσο μία μόνο παράμετρος της νέας εξαιρετικά δύσκολης άσκησης της αναμόρφωσης του ΕΝΦΙΑ. Κι αυτό διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών καλούνται να συγκεράσουν πολλές διαφορετικές απαιτήσεις, σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει όχι μόνο να διατηρηθούν τα έσοδα ύψους 630 εκατομμυρίων ευρώ που αποδίδει κάθε χρόνο ο συμπληρωματικός φόρος, αλλά ταυτόχρονα:
* Στα εκκαθαριστικά του ΕΝΦΙΑ του 2022 που θα λάβει η συντριπτική πλειονότητα των ιδιοκτητών να μην αποτυπωθούν οι πρόσθετες επιβαρύνσεις που προκαλούν οι αυξήσεις στις αντικειμενικές τιμές των ακινήτων από την 1η-1-2022 σε 7.634 περιοχές της χώρας, αλλά τα ποσά των χρεώσεων να είναι περίπου ίδια με του 2021 ή και μειωμένα.
* Το συνολικό ποσό των εσόδων που θα αποδίδει στα ταμεία του κράτους ο νέος ΕΝΦΙΑ να είναι ίδιο με αυτό που αποδίδει ο φόρος με τη σημερινή του δομή, δηλαδή η όλη μεταρρύθμιση να έχει ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
* Οι στρεβλώσεις που προκαλεί η εφαρμογή των συντελεστών παλαιότητας στον τρόπο υπολογισμού του φόρου να εξαλειφθούν. Όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», το ισχύον σήμερα σύστημα υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ συμπεριλαμβάνει «συντελεστές παλαιότητας», οι οποίοι δεν μειώνουν τον φόρο ανάλογα με τα έτη που έχουν παρέλθει από την ημερομηνία έκδοσης της οικοδομικής άδειας, αλλά τον… αυξάνουν όσο λιγότερα είναι τα έτη αυτά, δηλαδή όσο νεότερο είναι το κάθε κτίσμα. Ο κύριος ΕΝΦΙΑ που προκύπτει για κάθε κτίσμα, όσο παλαιό κι αν είναι, δεν μειώνεται λόγω παλαιότητας, καθώς δεν εφαρμόζονται οι μειωτικοί συντελεστές παλαιότητας 0,6 έως 0,9 που ισχύουν κανονικά, στο πλαίσιο εφαρμογής του συστήματος των αντικειμενικών αξιών, για τα ακίνητα «ηλικίας» ενός έτους και άνω, αλλά χρησιμοποιούνται κάποιοι άλλοι εξωπραγματικοί «συντελεστές παλαιότητας» που είναι αυξητικοί, όχι μειωτικοί όπως θα ήταν το δίκαιο: ξεκινούν από το 1 για κτίσματα που έχουν ανεγερθεί από το 1930 μέχρι και πριν από 26 χρόνια και φθάνουν μέχρι το 1,25 για κτίσματα που έχουν κατασκευαστεί την τελευταία τετραετία! Έτσι, ενώ ο βασικός φόρος υπολογίζεται με τις αντικειμενικές αξίες ολοκαίνουργιων κτισμάτων, δεν μειώνεται καθόλου για όσα από τα κτίσματα αυτά έχουν παλαιότητα άνω των 25 ετών, ενώ για όσα έχουν παλαιότητα από 25 έτη έως και 1 έτος ο βασικός φόρος (αν και αντιπροσωπεύει -επαναλαμβάνουμε- αντικειμενικές τιμές καινούργιων κτισμάτων) προσαυξάνεται περαιτέρω κατά 5% έως και 25%, καθώς οι «συντελεστές παλαιότητας» που χρησιμοποιούνται κλιμακώνονται από 1,05 έως 1,25! Ο στρεβλός αυτός τρόπος υπολογισμού των συντελεστών παλαιότητας που περιγράψαμε παραπάνω έχει ως συνέπεια σε πολλές περιοχές της χώρας οι φορολογούμενοι να πληρώνουν τον κύριο ΕΝΦΙΑ με «καπέλο» από 43,75% έως και 66,67%.