«Η εποχή της μη ειρήνης: Πως η συνδεσιμότητα προκαλεί σύγκρουση»: Είναι ο τίτλος του βιβλίου του Μαρκ Λέοναρντ, διευθυντή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, ενός think tank που ειδικεύεται στην ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Η δουλειά του βρετανού Μαρκ Λέοναρντ είναι να ερευνά τα μεγάλα παγκόσμια προβλήματα και να προτείνει λύσεις.
Του Μιχάλη Ψύλου
«Η εποχή της μη ειρήνης: Πως η συνδεσιμότητα προκαλεί σύγκρουση»: Είναι ο τίτλος του βιβλίου του Μαρκ Λέοναρντ, διευθυντή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, ενός think tank που ειδικεύεται στην ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Η δουλειά του βρετανού Μαρκ Λέοναρντ είναι να ερευνά τα μεγάλα παγκόσμια προβλήματα και να προτείνει λύσεις.
Στο βιβλίο του διερευνά τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μεγάλες δυνάμεις όπως η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση σκέφτονται τη συνδεσιμότητα και την παγκοσμιοποίηση. «Μέχρι τώρα , λέει ο Λέοναρντ, θεωρούσα ότι η μεγάλη μάχη της εποχής μας ήταν μεταξύ ανοιχτών και κλειστών κόσμων. Αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι αυτό είναι εντελώς λάθος».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η μάχη είναι τώρα πώς οι κοινωνίες διαχειρίζονται την αλληλεξάρτηση: «Πώς προσπαθούν να απαλλαγούν από τους κινδύνους», σε μια εποχή που δεν έχει κηρυχτεί πόλεμος, αλλά οι ανταγωνισμοί, οι οικονομικές κυρώσεις, οι κυβερνοεπιθέσεις, ακόμη οι ξένες παρεμβάσεις σε εκλογές, έχουν γίνει όλο και πιο διαδεδομένες ως αντιπαράθεση των γεωπολιτικών δυνάμεων.«Γι' αυτό αποκαλώ την εποχή που ζούμε ως “μη ειρήνη”, επειδή δεν είναι πόλεμος, αλλά ούτε και ειρήνη».
Σε αυτή την εποχή της «μη ειρήνης», η ανησυχία της Ευρώπης πρέπει να είναι πως θα αποτρέψει τον παραγκωνισμό της από την Κίνα και, ευρύτερα, από την Ασία που γίνεται η νέα οικονομική δύναμη στον κόσμο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Standard Charter, έως το 2030, το ΑΕΠ της Κίνας θα είναι διπλάσιο και το ΑΕΠ της Ινδίας ένα τρίτο μεγαλύτερο από αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην παγκόσμια οικονομική κατάταξη, οι ΗΠΑ θα πέσουν στην τρίτη θέση και τη Γερμανία στη 10η . Καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν θα είναι στις 10 πρώτες οικονομίες. Μπορεί να αμφισβητούμε τέτοιους υπολογισμούς, αλλά δύσκολα μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι αντικατοπτρίζουν μια μη αναστρέψιμη τάση.
Ο ρόλος της Λαγκάρντ
Η ΕΕ είναι στριμωγμένη από εσωτερικές διαιρέσεις. Τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα παραμένουν ισχυρά. Η χρηματοδότηση και η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Ανάκαμψης ,κρύβουν κινδύνους συγκρούσεων μεταξύ των πλούσιων και φτωχών μελών της ΕΕ. Χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά παίζουν συνεχώς με την ιδέα της επιβολής κυρώσεων στα κράτη μέλη του Νότου, επειδή δεν ευθυγραμμίζονται με μέτρα λιτότητας. Μια σύγκρουση που αν δεν ελεγχθεί, μπορεί να αγγίξει το πιο ευαίσθητο πρόβλημα της ολοκλήρωσης στην ΕΕ: τις σχέσεις μεταξύ μιας ολοένα και πιο ισχυρής Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κυβερνήσεων των κρατών μελών, οι οποίες είναι δημοκρατικά εκλεγμένες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Πρόεδρός της, Κριστίν Λαγκάρντ, η πιο ισχυρή γυναίκα στον κόσμο πλέον ,μετά την αναμενόμενη συνταξιοδότηση της Γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ, έχουν να παίξουν σημαντικό ρόλο.
Η αποχώρηση της Γερμανίδας καγκελαρίου από την ευρωπαϊκή και διεθνή σκηνή ,σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα για την έκβαση των γαλλικών προεδρικών εκλογών την ερχόμενη άνοιξη, δημιουργεί ένα κενό στην Ευρώπη, που -Θέλουμε δε θέλουμε- μόνο η Κριστίν Λαγκάρντ μπορεί να καλύψει.
Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε την περασμένη Πέμπτη μετά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου της ΕΚΤ, η Λαγκάρντ έδωσε μια ισχυρή νότα αισιοδοξίας για τις προοπτικές της ευρωζώνης. Μπορεί να ανακοίνωσε την επιβράδυνση του ρυθμού αγοράς ομολόγων PEPP, αλλά οι επαίοντες γνωρίζουν ότι η Λαγκάρντ και μετά τη λήξη του προγράμματος, τον προσεχή Μάρτιο,θα συνεχίσει να αγοράζει κρατικά ομόλογα για πολλά χρόνια.
Ο Κονσταντίν Βέιτ, διευθυντής χαρτοφυλακίου της Pimco, σε σημείωμα που εξέδωσε ,εκτιμά ότι «παρά την ήπια μείωση του ρυθμού των αγορών PEPP, η ΕΚΤ θα παραμείνει πολύ ευνοϊκή για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς οι συνθήκες για αύξηση των επιτοκίων είναι απίθανο να προκύψουν σύντομα. Η αγορά εξετάζει μια αρχική αύξηση των επιτοκίων 10 μονάδων βάσης τον Δεκέμβριο του 2023, κάτι που φαίνεται απόλυτα λογικό». Ο Βέιτ σημειώνει μάλιστα ότι η ΕΚΤ πιθανότατα θα συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα για τα επόμενα χρόνια και, όπως και η Τράπεζα της Ιαπωνίας , που εφαρμόζει εδώ και χρόνια ένα τεράστιο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE)«Το 2022, αναμένουμε να ενταθούν οι αγορές ομολόγων APP και η ΕΚΤ θα είναι αυτή που θα εκτυπώνει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κεντρική τράπεζα», λέει ο Βέιτ.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Πολ Ντόνοβαν, επικεφαλής οικονομολόγος της UBS , εκτιμά ότι «η ΕΚΤ θα εξακολουθεί να αγοράζει ομόλογα πολύ καιρό, ακόμη και όταν οι άλλες κεντρικές τράπεζες θα έχουν σταματήσει να το κάνουν».
Στα χέρια της Λαγκάρντ βρίσκεται λοιπόν ,το μαχαίρι και το πεπόνι. Η Πρόεδρος της ΕΚΤ μπορεί και πρέπει να κάνει τη διαφορά ώστε η Ευρώπη να χτίζει στο εξής γέφυρες ,αντί να σκάβει χαρακώματα …