Η εγχώρια αγορά κλιματιστικών μηχανημάτων, όπως εξετάζεται από την δέκατη έκδοση της σχετικής κλαδικής μελέτης της ICAP, διακρίνεται στις διαιρούμενες μονάδες (split-units) και τις κεντρικές κλιματιστικές μονάδες.
Η κατηγορία των split-units, η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς από άποψη τεμαχίων, περιλαμβάνει τόσο τα προϊόντα γνωστών πολυεθνικών ομίλων, όσο και τα λεγόμενα «μη επώνυμα» προϊόντα, τα οποία αφορούν συσκευές κλιματισμού ιδιαίτερα χαμηλού κόστους.
Τα τελευταία χρόνια έχουν εισέλθει στην ελληνική αγορά νέα εμπορικά σήματα διαιρούμενων κλιματιστικών, η πλειοψηφία των οποίων προέρχεται από χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος (κυρίως ¶πω Ανατολή), γεγονός το οποίο οδήγησε στην όξυνση του ανταγωνισμού. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των τελευταίων ετών είναι η εμφάνιση κλιματιστικών ιδιωτικής ετικέτας (own brand), τα οποία κατασκευάζονται (από τρίτους) για λογαριασμό αλυσίδων καταστημάτων λιανικού εμπορίου (σούπερμάρκετ, αγοραστικοί όμιλοι καταστηματαρχών ηλεκτρικών συσκευών).
Η ύπαρξη ιδιαίτερα φθηνών κλιματιστικών σε συνδυασμό με τα πιστωτικά προγράμματα που προσφέρουν οι αλυσίδες καταστημάτων ηλεκτρικών συσκευών αλλά και τα μεγάλα σούπερ μάρκετ, έχουν αφαιρέσει από τον παράγοντα «τιμή» τον πρωτεύοντα καθοριστικό ρόλο που είχε κατά το παρελθόν σχετικά με την αγορά ενός κλιματιστικού. Οι κλιματολογικές συνθήκες, αποτελούν πλέον το κύριο στοιχείο που διαμορφώνει τη ζήτηση για τα προϊόντα κλιματισμού, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται εποχιακές διακυμάνσεις στη ζήτηση τόσο εντός του έτους, όσο και από έτος σε έτος ανάλογα με το πόσο ζεστό είναι το κάθε καλοκαίρι. Η εξάρτηση της ζήτησης από τις κλιματολογικές συνθήκες συνδυάζεται με το γεγονός ότι τα κλιματιστικά δεν αποτελούν προγραμματισμένη αγορά για μεγάλη μερίδα των νοικοκυριών, όπως γίνεται με άλλες κατηγορίες οικιακών συσκευών.
Βασικό χαρακτηριστικό του εγχώριου παραγωγικού τομέα είναι ο μικρός αριθμός επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται στην παραγωγή κυρίως κεντρικών κλιματιστικών μονάδων καθώς η παραγωγή split units μέχρι 24.000 ΒTU τείνει να εκλείψει.
Η συνολική εγχώρια παραγωγή κλιματιστικών μηχανημάτων παρουσίασε μείωση κατά τη περίοδο 1995-2005, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής –8,2%. Ειδικότερα, το 2005 το μέγεθος της παραγωγής υποχώρησε κατά 26,4% σε σχέση με το 2004. Η κατηγορία fan coils κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής κατά το 2005 (69,4%), ακολουθούμενη από τις κεντρικές κλιματιστικές μονάδες (26,5%). Η συμμετοχή των λοιπών κατηγοριών στην εγχώρια παραγωγή καταλαμβάνει μικρά μόνο ποσοστά ενώ ειδικά στον τομέα των διαιρούμενων μονάδων (split units) έχει καταστεί σχεδόν αμελητέα.
Μειωμένη ήταν και η συνολικά εισαγόμενη ποσότητα κλιματιστικών μηχανημάτων (σε τεμάχια) το 2005 σε σχέση με το 2004 (-18,8%). Συγκεκριμένα, μειωμένες εμφανίζονται οι ποσότητες που εισήχθησαν το 2005 στην κατηγορία των ψυκτών (-3,4%), των fan coils (-11,5%), των κεντρικών (-33,3%) και ημικεντρικών (-10,2%) κλιματιστικών μονάδων σε σχέση με το 2004, ενώ η πτώση στα split units διαμορφώθηκε σε 19,4%.
Βασικό χαρακτηριστικό του εισαγωγικού τομέα του κλάδου είναι η ανομοιογένεια που παρατηρείται στο μέγεθος των εισαγωγικών επιχειρήσεων, καθώς και στο βαθμό δραστηριοποίησής τους στον κλιματισμό (εκφραζόμενος σαν ποσοστό που καταλαμβάνουν τα εξεταζόμενα είδη στο συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών). Βάσει των στοιχείων της ΕΣΥΕ, η κυριότερη χώρα προέλευσης κλιματιστικών μηχανημάτων το 2005 ήταν η Κίνα, ακολουθούμενη από το Βέλγιο και την Ταϊλάνδη.
Οι συνολικά εξαγόμενες ποσότητες κλιματιστικών μηχανημάτων μειώθηκαν το 2005 κατά 41% σε σύγκριση με το 2004. Τα εξαγόμενα split-units κάλυψαν το 95,4% του συνόλου των εξαγωγών το 2005. Σημειώνεται ότι, οι συγκεκριμένες εξαγωγές δεν αφορούν εγχώρια παραγόμενα προϊόντα αλλά κυρίως εισαγόμενα, τα οποία επαναπροωθούνται σε ξένες αγορές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ, κυριότερες χώρες προορισμού το 2005 ήταν η Π.Γ.Δ.Μ., η Ιταλία και η Βουλγαρία.
Η συνολική εγχώρια αγορά κλιματιστικών μηχανημάτων παρουσίασε πτώση κατά 10,1% το 2005 σε σχέση με το 2004, γεγονός που αποδίδεται από παράγοντες της αγοράς στο ήπιο καλοκαίρι του 2005.
Όσον αφορά στην κατανομή της συνολικής αγοράς κλιματιστικών μηχανημάτων, κατά το 2005 το μεγαλύτερο μερίδιο (βάσει τεμαχίων) καταλαμβάνουν τα split units (σχεδόν 87%). Στη δεύτερη θέση βρίσκονται τα fan coils καλύπτοντας το 7,2% της αγοράς, ενώ την τρίτη θέση καταλαμβάνουν οι ημι-κεντρικές κλιματιστικές μονάδες.
Ειδικότερα, στον τομέα του κεντρικού κλιματισμού, η εγχώρια αγορά ψυκτών παρουσίασε διακυμάνσεις την περίοδο 1994-2005 με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 4,6%. Το 2005 η αγορά των ψυκτών παρουσίασε μείωση 9,2% σε σχέση με το 2004. Η εγχώρια αγορά κεντρικών κλιματιστικών μονάδων μειώθηκε κατά 13,9% σε σχέση με το 2004. Η αγορά των fan coils μειώθηκε κατά 12,5%.
Η εγχώρια αγορά split units παρουσίασε ανοδικές τάσεις την περίοδο 1994-2000, εξέλιξη όμως η οποία διαφοροποιήθηκε στη συνέχεια, με την αγορά της συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων να εμφανίζει φθίνουσα εξέλιξη μετά το 2003. Όπως εκτιμάται, το 2005 η αγορά διαιρούμενων κλιματιστικών μειώθηκε κατά 14,4% σε σύγκριση με το 2004. Τέλος η εγχώρια αγορά ημικεντρικών συστημάτων κινήθηκε ανοδικά την περίοδο 1994-2002, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 13,9%. Αντίθετα, το 2004 και 2005 παρουσίασε μείωση κατά 10,7% και 10,0% αντίστοιχα.
Από την χρηματοοικονομική ανάλυση (βάσει αριθμοδεικτών) που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της μελέτης σε ικανό δείγμα εισαγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις εισαγωγής κλιματιστικών μηχανημάτων παρουσίασαν μέσο περιθώριο μικτού κέρδους 20,49% για την περίοδο 2001-2005. Ωστόσο, τα υψηλά λειτουργικά έξοδα εκτός κόστους πωληθέντων, μείωσαν το λειτουργικό περιθώριο κέρδους σε 0,04% για το σύνολο των επιχειρήσεων και το καθαρό περιθώριο κέρδους σε 0,98%.
Οι μέσοι δείκτες αποδοτικότητας των επιχειρήσεων του δείγματος την πενταετία 2001–2005 ανήλθαν σε 9,29% ως προς τα ίδια κεφάλαια και 14,05% ως προς τα απασχολούμενα κεφάλαια, ενώ η γενική ρευστότητα του συνόλου των επιχειρήσεων του δείγματος διαμορφώθηκε σε 3,44 (μέσος όρος πενταετίας), η ειδική σε 2,55 και η ταμειακή σε 1,00.
Περαιτέρω, ο λόγος των συνολικών υποχρεώσεων προς τα ίδια κεφάλαια διαμορφώθηκε σε 8,77 για το σύνολο των επιχειρήσεων του δείγματος, ενώ σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα κυμάνθηκε ο λόγος των μεσο-μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων προς τα ίδια κεφάλαια (0,68), γεγονός ενδεικτικό της εκτεταμένης συμμετοχής των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων στα συνολικά ξένα κεφάλαια. Ως προς την κάλυψη των χρηματοοικονομικών δαπανών, ο μέσος όρος πενταετίας για τον αντίστοιχο δείκτη ήταν 16,10.