Δεκάδες χιλιάδες συνταξιούχοι εξακολουθούν να θεωρούνται από τη Φορολογική Διοίκηση οφειλέτες ποσών φόρων και προστίμων συνολικού ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ που τους καταλογίστηκαν τον Δεκέμβριο του 2019 και τους κοινοποιήθηκαν τον Ιανουάριοτου 2020, επειδή δεν δήλωσαν αναδρομικά συντάξεων των ετών 2000-2012 τα οποία θα έπρεπε να είχαν συμπεριλάβει στις φορολογικές δηλώσεις του 2014 που υπέβαλαν για το έτος 2013. Κι αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι έχουν εκδοθεί τρεις αποφάσεις από το Συμβούλιο τις Επικρατείας (ΣτΕ) με τις οποίες ακυρώθηκαν ως αντισυνταγματικές οι διαδικασίες καταλογισμού των φόρων και των προστίμων για τις συγκεκριμένες υποθέσεις.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Δεκάδες χιλιάδες συνταξιούχοι εξακολουθούν να θεωρούνται από τη Φορολογική Διοίκηση οφειλέτες ποσών φόρων και προστίμων συνολικού ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ που τους καταλογίστηκαν τον Δεκέμβριο του 2019 και τους κοινοποιήθηκαν τον Ιανουάριοτου 2020, επειδή δεν δήλωσαν αναδρομικά συντάξεων των ετών 2000-2012 τα οποία θα έπρεπε να είχαν συμπεριλάβει στις φορολογικές δηλώσεις του 2014 που υπέβαλαν για το έτος 2013. Κι αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι έχουν εκδοθεί τρεις αποφάσεις από το Συμβούλιο τις Επικρατείας (ΣτΕ) με τις οποίες ακυρώθηκαν ως αντισυνταγματικές οι διαδικασίες καταλογισμού των φόρων και των προστίμων για τις συγκεκριμένες υποθέσεις.
Οι υποθέσεις αφορούν συνολικά 70.000 περιπτώσεις συνταξιούχων στους οποίους επιβλήθηκαν φόροι και πρόστιμα συνολικού ύψους 90 εκατομμυρίων ευρώ. Οι πράξεις προσδιορισμού φόρου με τις οποίες καταλογίστηκαν τα συγκεκριμένα ποσά εκδόθηκαν μεν πριν εκπνεύσει η προθεσμία παραγραφής των σχετικών αξιώσεων του Δημοσίου και συγκεκριμένα πριν από τις 31/12/2019, όμως κοινοποιήθηκαν στους συνταξιούχους όταν είχε ήδη εκπνεύσει η προθεσμία αυτή, τον Ιανουάριο του 2020. Σύμφωνα δε με τις αποφάσεις του ΣτΕ, εξαιτίας της κοινοποίησης των πράξεων μετά την εκπνοή της προθεσμίας παραγραφής, οι πράξεις αυτές θεωρούνται άκυρες, καθώς τη στιγμή της κοινοποιήσεώς τους οι συγκεκριμένες φορολογικές υποθέσεις είχαν πλέον παραγραφεί.
Η εκ των υστέρων παραγραφή των εν λόγω υποθέσεων και συνακόλουθα οι υποχρεώσεις του Δημοσίου να διαγράψει τα καταλογισθέντα ποσά φόρων και προστίμων και να επιστρέψει στους συνταξιούχους όσα εκ των ποσών αυτών ήδη εκείνοι κατέβαλαν, προκύπτουν συγκεκριμένα από τις υπ’ αριθμόν 616/2021, 617/2021 και 618/2021 του ΣτΕ. Με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε αντισυνταγματική η διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου 72 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ν. 4174/2013), η οποία προβλέπει ότι η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή φόρου ή προστίμου διακόπτεται με την έκδοση των πράξεων προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου, ακόμη κι αν οι πράξεις αυτές κοινοποιηθούν στον φορολογούμενο μετά τη λήξη της περιόδου παραγραφής. Σύμφωνα με το σκεπτικό του ΣτΕ, η διάταξη αυτή «οδηγεί σε επιμήκυνση της παραγραφής και αντίκειται στις εξειδικεύουσες την αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος».
Για όλες αυτές τις περιπτώσεις συνταξιούχων, τα όποια ποσά φόρων και προστίμων επιβλήθηκαν θα έπρεπε να διαγραφούν και τα όποια ποσά ήδη καταβλήθηκαν από τους φορολογούμενους να επιστραφούν, καθώς θεωρείται πλέον ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) δεν πρόλαβαν να τους κοινοποιήσουν τις πράξεις προσδιορισμού φόρου πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2019 που έληγε η προθεσμία παραγραφής των συγκεκριμένων υποθέσεων. Επίσης, οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι έχασαντην προθεσμία να προσφύγουν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, προκειμένου να αναζητήσουν το δίκιο τους.
Παρά τις εξελίξεις αυτές, ωστόσο, τόσο η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών όσο και η διοίκηση της ΑΑΔΕ εξακολουθούν να διεκδικούν τα καταλογισθέντα ποσά, ενεργούν δηλαδή ωσάν να μην έχουν εκδοθεί ποτέ οι αποφάσεις του ΣτΕ και δεν διαγράφουν τα σχετικά πρόστιμα. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τις έγγραφες απαντήσεις τόσο του υπουργείου Οικονομικών όσο και της ΑΑΔΕ σε ερώτηση κοινοβουλευτικού ελέγχου που κατατέθηκε στις 22/6/2021 για το θέμα αυτό στη Βουλή, από τον βουλευτή του ΜέΡΑ25 Γεώργιο Λογιάδη.