Στο πλαίσιο της υπ' αριθ. 1663/2021 απόφασης ΔΕΔ (Αθήνας) διαπιστώθηκε από τη φορολογική αρχή με βάση και τα πορίσματα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες που επιλήφθηκε της υπόθεσης ότι αβασίμως ο προσφεύγων επικαλέστηκε δυνατότητα ταμειακών διαθεσίμων με κέρδη από συμμετοχή σε παιχνίδια του ΟΠΑΠ καθώς δεν επιβεβαιώθηκε από την αρμόδια αρχή (ΟΠΑΠ) δυνατότητα του προσφεύγοντος να καλύψει τις προσωπικές και επαγγελματικές του δαπάνες με τα επικαλούμενα κέρδη.
Από την έντυπη έκδοση
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Επιστημονική ομάδα της ARTION
με την καθοδήγηση του Γιώργου Δαλιάνη www.artion.gr
Κέρδη από ΟΠΑΠ και παράνομη νομιμοποίηση εσόδων
Στο πλαίσιο της υπ' αριθ. 1663/2021 απόφασης ΔΕΔ (Αθήνας) διαπιστώθηκε από τη φορολογική αρχή με βάση και τα πορίσματα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες που επιλήφθηκε της υπόθεσης ότι αβασίμως ο προσφεύγων επικαλέστηκε δυνατότητα ταμειακών διαθεσίμων με κέρδη από συμμετοχή σε παιχνίδια του ΟΠΑΠ καθώς δεν επιβεβαιώθηκε από την αρμόδια αρχή (ΟΠΑΠ) δυνατότητα του προσφεύγοντος να καλύψει τις προσωπικές και επαγγελματικές του δαπάνες με τα επικαλούμενα κέρδη. Ως εκ τούτου κρίθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 28 παρ.2 του ν.4172/2013 περί εφαρμογής των έμμεσων τεχνικών ελέγχου και οι σχετικοί ισχυρισμοί του προσφεύγοντος απορρίπτονται ως αναπόδεικτοι. Η ενδικοφανής προσφυγή του φορολογουμένου απερρίφθη και οριστικοποιήθηκαν οι καταλογισμοί φόρων με βάση την έμμεση τεχνική της ανάλυσης ρευστότητας που εφαρμόστηκε από τη Φορολογική Αρχή.
Άτυπη εταιρεία και φορολογικοί καταλογισμοί
Με την Απόφαση του ΣΤΕ 2051/2020 κρίθηκε ότι η απαρίθμηση στις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994) των φυσικών και νομικών προσώπων που υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος είναι εξαντλητική και όχι ενδεικτική και δεν είναι δυνατή η αναλογική ή διασταλτική εφαρμογή των διατάξεων αυτών και σε άλλα, πλην των ρητώς αναφερομένων σε αυτές, πρόσωπα. Συνεπώς, νομικό μόρφωμα, όπως είναι η «άτυπη εταιρεία», η οποία δεν αναφέρεται ρητώς στις διατάξεις του ως άνω Κώδικα που καθορίζουν τα πρόσωπα που υπάγονται στον φόρο εισοδήματος, δεν μπορεί να είναι υποκείμενο του προβλεπομένου από τον εν λόγω Κώδικα φόρο εισοδήματος των φυσικών ή νομικών προσώπων.
Το σκεπτικό αυτής της απόφασης επαναλαμβάνεται και στο πλαίσιο της υπ' αριθ. 1526/2021 απόφασης ΔΕΔ Αθήνας, με την οποία έγινε δεκτή η εδνικοφανής προσφυγή. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος βάσει των πραγματικών δεδομένων υπήγαγε τις πράξεις αγοράς, ανέγερσης και πώλησης οριζοντίων ιδιοκτησιών στις διατάξεις του άρθρου 28 και του άρθρου 34 παρ.2 του ν.2238/1994 ήτοι έκρινε ότι πρόκειται για περίπτωση εμπορικής δραστηριότητας των συνιδιοκτητών μέσω άτυπης εταιρείας η οποία σε κάθε περίπτωση όφειλε για τη δραστηριότητά της να έχει υποβάλει στη φορολογική αρχή δήλωση έναρξη εργασιών, να θεωρήσει και τηρήσει τα προβλεπόμενα βιβλία και στοιχεία του ΚΒΣ και να υποβάλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Η ΔΕΔ ωστόσο έκρινε, με βάση και την ως άνω απόφαση του ΣτΕ, ότι η άτυπη εταιρεία δεν μπορεί να είναι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ΚΦΕ, υποκείμενο του φόρου εισοδήματος, ως εκ τούτου ο καταλογισμός που έγινε εν προκειμένω σε βάρος της άτυπης εταιρείας μέσω της έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων είναι εσφαλμένος.
Πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ
Για πιστωτικά υπόλοιπα που γεννώνται μετά την 1η/1/2014, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 42§4 του ΚΦΔ (Ν 4174/2013), σύμφωνα με τις οποίες προβλέπεται πενταετής χρόνος παραγραφής από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης. Το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ επιχείρησης για το οποίο συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής για επιστροφή του από το Ελληνικό Δημόσιο δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά της (1036359/ 10354/Β0012/10-6-1994 και ΠΟΛ 1029/2006).
Δημοφιλή ερωτήματα
Το γεγονός ότι μία επιχείρηση που είναι φορολογικός κάτοικος στην Ελλάδα ελέγχει ή ελέγχεται από μία άλλη επιχείρηση που είναι κάτοικος άλλου κράτους ή που διεξάγει εργασίες μέσω μόνιμης εγκατάστασης ή με άλλον τρόπο σε αυτό το άλλο κράτος δεν καθιστά από μόνο του την πρώτη επιχείρηση μόνιμη εγκατάσταση της δεύτερης (άρθρο 6 ΚΦΕ).