Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 09 Ιουλίου 2021 20:04

Διεθνής Διαφάνεια: «Η Γερμανία, πρόσφορο έδαφος για ξέπλυμα μαύρου χρήματος»

Τα τελευταία χρόνια οι εικόνες αυτές πληθαίνουν στη Γερμανία: η αστυνομία πραγματοποιεί έφοδο σε πολυτελή ακίνητα που ανήκουν σε αραβικές μεγαλοφαμίλιες, για να κατασχέσει κοσμήματα, ακριβά αυτοκίνητα, αλλά και τα ίδια τα ακίνητα. Εκτιμά ότι όλα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία έχουν αγοραστεί με χρήματα που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες.

Τα τελευταία χρόνια οι εικόνες αυτές πληθαίνουν στη Γερμανία: η αστυνομία πραγματοποιεί έφοδο σε πολυτελή ακίνητα που ανήκουν σε αραβικές μεγαλοφαμίλιες, για να κατασχέσει κοσμήματα, ακριβά αυτοκίνητα, αλλά και τα ίδια τα ακίνητα. Εκτιμά ότι όλα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία έχουν αγοραστεί με χρήματα που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες. Μόνο το 2018 η αστυνομία του Βερολίνου είχε κατασχέσει περισσότερα από 75 ακίνητα της μεγαλοφαμίλιας Ρέμο, τα οποία αποτιμώνται στην αγορά πάνω από δέκα εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τις αρχές πρόκειται για κλασσική περίπτωση ξεπλύματος, όπου το παράνομο χρήμα, για παράδειγμα από ληστείες ή εμπόριο ναρκωτικών, διοχετεύεται σε νόμιμες δραστηριότητες όπως η αγορά ακινήτων.

Εντάλματα για άλλα αδικήματα

Τον Οκτώβριο του 2020 άρχισε στο Ντίσελντορφ η δίκη 14 μελών της μαφίας που κατηγορούνται για ξέπλυμα χρήματος, εμπόριο ναρκωτικών και άλλα αδικήματα

Ωστόσο η οικογένεια Ρέμο δεν είχε βρεθεί στο στόχαστρο των αρχών για ξέπλυμα χρήματος. Η αρχική υποψία αφορούσε άλλα ποινικά αδικήματα. «Μέχρι σήμερα η αστυνομία του Βερολίνου παρουσιάζει τη συγκεκριμένη υπόθεση ως τρανή απόδειξη για την επιτυχή δράση κατά του βρώμικου χρήματος, αλλά κατά τη γνώμη μου πρόκειται μάλλον για ομολογία αποτυχίας» υποστηρίζει ο Κρίστοφ Τράουτβετερ, επιστημονικός συνεργάτης του δικτύου «Φορολογική Δικαιοσύνη» με έδρα το Βερολίνο, που επιχειρεί να προωθήσει τις ιδέες της Διαφάνειας και της Αλληλεγγύης στο φορολογικό σύστημα.

Ο ίδιος θεωρεί ότι η Γερμανία κάνει «πολύ λιγότερα από όσα θα έπρεπε» για να καταπολεμήσει τους πραγματικούς υποκινητές του οργανωμένου εγκλήματος, οι οποίοι είναι σε θέση «να ξεπλένουν χρήμα σε δίκτυα παγκόσμιας εμβέλειας με έσοδα από εμπόριο ναρκωτικών, διαφθορά και φοροαποφυγή». Πρόσφατα ο Τράουτβετερ είχε συντάξει σχετική μελέτη για την οργάνωση «Διεθνής Διαφάνεια».

Παράνομα έσοδα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων

Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει σαφής εκτίμηση για τα ποσά που ξεπλένονται κάθε χρόνο σε ευρωπαϊκό έδαφος. Έρευνα του 2016 για το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών κάνει λόγο για «περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ». Για όλη την Ευρώπη το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο υπολογίζει ότι τα έσοδα από παράνομες δραστηριότητες έχουν αποφέρει περισσότερα από 250 δισεκατομμύρια ευρώ. Για τη Διεθνή Διαφάνεια οι πραγματικές ροές είναι πολύ μεγαλύτερες, ωστόσο, επισημαίνει ο Κρίστοφ Τράουτβετερ, «είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το ακριβές ποσό. Δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς ούτε η δομή, ούτε το εύρος του οργανωμένου εγκλήματος».

Κι όμως, κάθε τόσο έρχονται στο φως της δημοσιότητας οικονομικά σκάνδαλα όπως εκείνο της Wirecard ή των Panama Papers ή ακόμη των FinCen Files, που βάσιμα μας επιτρέπουν να εικάσουμε ότι κυκλοφορούν «εκατοντάδες δισεκατομμύρια» εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συμπληρώνει ο γερμανός ειδικός.

«Εύκολη υπόθεση» για τους εγκληματίες

Στην πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας εκτιμάται ότι «είναι μακρύς ο κατάλογος των σκανδάλων που αφορούν ξέπλυμα χρήματος και έχουν σχέση με τη Γερμανία», ενώ οι αρχές δεν κάνουν «αρκετά» για να καταπολεμήσουν το φαινόμενο. Πρόκειται για μία σοβαρή κατηγορία, την οποία η οργάνωση λέει ότι τεκμηριώνει με συγκεκριμένα στοιχεία. Κατά την εκτίμησή της οι δυσκολίες ξεκινούν από την «αδυναμία» των αρμοδίων αρχών, αλλά και των πολιτικών να κατανοήσουν το πρόβλημα. Για τους εγκληματίες το ξέπλυμα είναι εύκολη υπόθεση, προειδοποιεί η Διεθνής Διαφάνεια, από τη στιγμή που μπορούν να εμβάσουν ακόμη και στο εξωτερικό μεγάλα ποσά χωρίς να γίνονται αντιληπτοί. Κάτι στο οποίο πολλές φορές τους διευκολύνουν χονδρέμποροι, έμποροι τέχνης και μεσίτες ακινήτων. 

Μία ακόμη δυσκολία είναι η αποκαλούμενη «ανωνυμία των αγορών», λέει ο Τράουτβετερ και εξηγεί ότι «εδώ και 20 χρόνια ισχύει ο κανόνας ότι οι τράπεζες θα πρέπει να γνωρίζουν καλά τους πελάτες τους. Κι όμως, εξακολουθούν να έχουν πολλούς 'σκελετούς στο ντουλάπι' τους». Συν τοις άλλοις, επισημαίνει ο γερμανός ειδικός, δεν υπάρχει το απαραίτητο, καταρτισμένο προσωπικό για να αντιμετωπίσει το ξέπλυμα χρήματος. Άλλωστε η Γερμανία δεν διαθέτει ακόμη εξειδικευμένη Οικονομική Αστυνομία. Για τον Κρίστοφ Τραόυτβετερ είναι «τρέλα», όπως χαρακτηριστικά λέει, αυτό που διαπιστώθηκε στο πρόσφατο σκάνδαλο για τις μάσκες προστασίας με την εμπλοκή πολιτικών, ότι δηλαδή κυκλοφορούν εμβάσματα σε ανώνυμους τραπεζικούς λογαριασμούς στο Λιχτενστάϊν ή σε εταιρίες-σφραγίδες με έδρα την Καραϊβική. Επιπλέον, υποστηρίζει, «είναι αδιανόητο να παραμένουν μέχρι σήμερα άγνωστοι οι ιδιοκτήτες για το 10% των ακινήτων σε όλη τη Γερμανία».

Η Γερμανία στο μικροσκόπιο

Ποια είναι λοιπόν η λύση; Σύμφωνα με τον Κρίστοφ Τράουτβετερ το κράτος δεν θα πρέπει να επαναπαύεται στους ελεγκτικούς μηχανισμούς τραπεζών ή συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων που είναι υποχρεωμένες να ενημερώνουν τις αρχές για ύποπτες κινήσεις, αλλά θα πρέπει και το ίδιο «να τις στηρίζει, να τις ενημερώνει, να τις ελέγχει και αν χρειαστεί να επιβάλει ακόμη και κυρώσεις». Επιπλέον η μελέτη προβλέπει ένα «μητρώο διαφάνειας» για τα ακίνητα, καλύτερη στατιστική καταγραφή και ανάλυση των εμβασμάτων, καθώς και ενίσχυση των εποπτικών αρχών με προσλήψεις εξειδικευμένου προσωπικού, αλλά και βελτίωση της συνεργασίας με την ΕΕ και τις διεθνείς αρμόδιες αρχές.

«Η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να αποτελεί ασφαλές λιμάνι για παράνομες ροές χρημάτων» προειδοποιεί ο Στέφαν Όμε, οικονομικός εμπειρογνώμων της Διεθνούς Διαφάνειας. «Με το σημερινό, καθόλου ικανοποιητικό καθεστώς, η χώρα ουσιαστικά ανέχεται ένα σκιώδες σύστημα συναλλαγών, που δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για τη διαφθορά», υποστηρίζει. Ο Στέφαν Όμε θεωρεί δεδομένο ότι την κριτική της Διεθνούς Διαφάνειας θα προσυπογράψουν το φθινόπωρο και οι ελεγκτές της Financial Action Task Force (FATF), η οποία ιδρύθηκε από την ομάδα G7 το 1989 και έκτοτε διενεργεί εκ περιτροπής ελέγχους. Ήδη κατά τον τελευταίο έλεγχο, το 2010, η Γερμανία δεν κατάφερε να εκπληρώσει πολλά από τα κριτήρια της FATF και παρ' ολίγον να συμπεριληφθεί στη σχετική «μαύρη λίστα». Ο Στέφαν Όμε προβλέπει ότι και αυτή τη φορά οι ελεγκτές θα αντιμετωπίσουν τη Γερμανία με κριτική διάθεση. Το ζήτημα είναι, επισημαίνει, «να αξιοποιηθεί η συνεργασία με την FATF, ώστε να υπάρξει πρόοδος στην καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος».