Την ανάθεση της εποπτείας των Ταμείων σε ανεξάρτητη Αρχή, προτείνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Νικόλαος Γκαργκάνας, στην ετήσια έκθεσή του για την οικονομία, προκαλώντας την αντίδραση των συνδικαλιστών.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, δήλωσε ότι απαιτείται πρώτα να εκκαθαριστεί το τρέχον σκάνδαλο, να αποκατασταθούν οι ζημίες και μετά μπορεί να προχωρήσει η συζήτηση πάνω σε κάθε πρόταση και ιδέα. Ο κ. Παναγόπουλος σημείωσε πάντως ότι στα πλαίσια της Τράπεζας της Ελλάδος υπήρχε αρμόδια επιτροπή για τα αποθεματικά των ταμείων, η οποία όμως αδράνησε εντελώς.
Ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, Σπύρος Παπασπύρος, σημείωσε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν ο θεματοφύλακας των αποθεματικών των ταμείων και τα παρέδωσε στα σκάνδαλα και τη λεηλασία.
Η ΤτΕ διαπιστώνει ότι «ο μεγάλος αριθμός των ταμείων, η χαλαρή διοίκησή τους, η έλλειψη υποδομής για σωστή διαχείριση και τα κενά στην εποπτεία τους» αποτελούν χρόνια προβλήματα. Οσον αφορά στις αποφάσεις άμεσης ισχύος που έλαβε η Κυβέρνηση, αλλά και στην προθέσεις αναμόρφωσης του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου «η θέση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ότι αυτή η μεταβολή θα πρέπει να έχει το μέγιστο δυνατό εύρος, ώστε το νέο θεσμικό πλαίσιο, όπως και αλλού (π.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ολλανδία, την Ιταλία), να είναι σύμφωνο με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ όσον αφορά την εταιρική διακυβέρνηση των ασφαλιστικών οργανισμών και τη διαχείριση της περιουσίας τους και να προβλέπει την ανάθεση της εποπτείας τους σε ανεξάρτητη Αρχή».
Ειδικότερα, «πρέπει να εξασφαλίζονται η καταλληλότητα της διοίκησης, ο προσδιορισμός των ευθυνών των υπαλλήλων στο πλαίσιο της λειτουργίας κάθε ταμείου. Τα ταμεία συντάξεων θα πρέπει να διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς ελέγχου, επικοινωνίας και παροχής κινήτρων, ώστε να ενθαρρύνεται η λήψη συνετών αποφάσεων και να υπάρχει διαφάνεια ως προς τις επιλογές τους».
Στην έκθεσή της, η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι «η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ταμείων συντάξεων πρέπει να διασφαλίζει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους έναντι των ασφαλισμένων και προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να τηρούνται οι αρχές της ασφάλειας, της αποδοτικότητας και της διατήρησης της απαραίτητης ρευστότητας».