Μηδενικά περιθώρια εφησυχασμού αφήνει στο οικονομικό επιτελείο η εξέλιξη της πανδημίας. Την ανακούφιση που προκάλεσε η σταδιακή αποκλιμάκωση τόσο στον αριθμό των κρουσμάτων όσο και στον αριθμό των διασωληνωμένων, διαδέχεται ο έντονος προβληματισμός για τις επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει η μετάλλαξη Δέλτα.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Μηδενικά περιθώρια εφησυχασμού αφήνει στο οικονομικό επιτελείο η εξέλιξη της πανδημίας. Την ανακούφιση που προκάλεσε η σταδιακή αποκλιμάκωση τόσο στον αριθμό των κρουσμάτων όσο και στον αριθμό των διασωληνωμένων, διαδέχεται ο έντονος προβληματισμός για τις επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει η μετάλλαξη Δέλτα. H φετινή χρονιά είναι προγραμματισμένο να κλείσει με χρέος άνω του 200% για δεύτερο συνεχόμενο έτος και πολύ υψηλό έλλειμμα τόσο σε πρωτογενές επίπεδο όσο και σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης.
Αυτό δικαιολογεί και τις δηλώσεις που έγιναν σε υψηλούς τόνους το τελευταίο διάστημα από κυβερνητικά στελέχη περί των οικονομικών αντοχών της οικονομίας στο ενδεχόμενο ενός τέταρτου πανδημικού κύματος. Μετά τις προχθεσινές δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης Αδώνιδος Γεωργιάδη, ο οποίος τόνισε ότι «δεν υπάρχουν λεφτά, αν έχουμε έξαρση της πανδημίας τον χειμώνα, τελειώσαμε οικονομικά», στο ίδιο μήκος κύματος «εξέπεμψαν» χθες τόσο ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Άκης Σκέρτσος όσο και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης.
«Οριζόντια περιοριστικά μέτρα προφανώς δεν πρόκειται να ληφθούν ξανά. Η οικονομία και η κοινωνία δεν πρόκειται να ξανακλείσουν για να προστατευτούν οι ανεμβολίαστοι που έχουν δωρεάν και εύκολη πρόσβαση στα εμβόλια» δήλωσε ο κ. Σκέρτσος.
«Από την ώρα που υπάρχει η δυνατότητα του εμβολιασμού, το lockdown δεν μπορεί να είναι λύση. Δεν μπορεί να έχουμε λύσεις που θα έχουν σοβαρές δημοσιονομικές επιπτώσεις που όλοι αντιλαμβανόμαστε γιατί όλα αυτά αθροίζονται. Και εμείς δεν θέλουμε και δεν θα επιτρέψουμε να έχουμε κάποιο ατύχημα στα δημοσιονομικά της χώρας» υποστήριξε από την πλευρά του ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών.
Αύξηση του χρέους
Η 3η φάση της πανδημίας έκλεισε αφήνοντας πίσω της νέα αύξηση του δημόσιου χρέους, πολύ υψηλά πρωτογενή ελλείμματα, ακόμη υψηλότερα ελλείμματα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης και ταμειακά διαθέσιμα που παραμένουν στα προ πανδημίας επίπεδα (κοντά στα 35 δισ. ευρώ), αλλά με «τίμημα» την αύξηση του δημόσιου χρέους. Επίσης, η Ελλάδα έχει ανοικτή πρόσβαση στις αγορές και μάλιστα με εξαιρετικά χαμηλό κόστος. Ωστόσο, αυτό που θέλουν να καταδείξουν και τα κυβερνητικά στελέχη με τις δηλώσεις τους είναι ότι σε αντίθεση με το τι συνέβη μέχρι τώρα, πλέον δεν υπάρχουν τα περιθώρια να δανειζόμαστε από τις αγορές για να χρηματοδοτούμε μέτρα στήριξης, τουλάχιστον όχι με την ένταση που αυτό συνέβη από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι και τώρα.
Πέραν των προφανών επιπτώσεων στο ύψος του χρέους αλλά και στην έκταση των πρωτογενών ελλειμμάτων, τίθεται και θέμα εποπτείας της χώρας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η Ελλάδα παραμένει σε καθεστώς μεταμνημονιακής εποπτείας. Τα ελλείμματα του 2020 και του 2021 «δικαιολογήθηκαν» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς αποφασίστηκε να ενεργοποιηθεί η «ρήτρα διαφυγής» για όλες τις χώρες, μεταξύ των οποίων και για την Ελλάδα, Έτσι, κατέστη εφικτό να κλείσουμε τον φετινό και τον περσινό προϋπολογισμό με πολύ υψηλά ελλείμματα, αλλά να αποφύγουμε και τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5% και για το 2022.
Έλλειμμα 0,5% το 2022
Το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής που συζητήθηκε και χθες στη Βουλή προβλέπει ότι και για το 2022 η χρήση θα κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του 0,5%. Το να «φουσκώσει» ο λογαριασμός -στην κατεύθυνση των υψηλότερων ελλειμμάτων- δεν θα είναι και τόσο εύκολο να «περάσει» από τους θεσμούς από τη στιγμή που σε όλη την Ευρώπη κυριαρχεί η εκτίμηση ότι η λύση για να αποφευχθούν και πάλι τα μαζικά περιοριστικά μέτρα που πλήττουν την οικονομία είναι οι εμβολιασμοί. Η περίοδος είναι ούτως ή άλλως δύσκολη σε επίπεδο διαβουλεύσεων με τους θεσμούς καθώς πέραν της ευρύτερης συζήτησης για την αναθεώρηση των στόχων του Συμφώνου Σταθερότητας, εκκρεμεί και ο καθορισμός των δημοσιονομικών στόχων που θα πρέπει να «πιάσει» η Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια.
Ανοιχτή διαπραγμάτευση
Αυτό υποστήριξε άλλωστε, μιλώντας χθες στη Βουλή και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών: «Το επόμενο διάστημα θα έχουμε κάποια επιστροφή σε δημοσιονομικούς κανόνες και αυτό θα πρέπει να το καταλάβουμε. Η επάνοδος αυτή θα είναι για την Ελλάδα το “κλειδί” του επόμενου διαστήματος, διότι εμείς δεν θα έχουμε διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τους ίδιους κανόνες θα εφαρμόσουμε, το θέμα όμως είναι τι θα σημαίνουν αυτοί οι κανόνες για μια χώρα που έχει πολύ μεγάλο χρέος. Γι’ αυτό έχουμε μια ανοικτή διαπραγμάτευση που θα εξελιχθεί τους επόμενους μήνες και ελπίζω ότι όταν θα ολοκληρωθεί με επιτυχία θα μπορέσουμε στο επόμενο μεσοπρόθεσμο και στον επόμενο προϋπολογισμό να αρχίσουμε να αποτυπώνουμε τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν».
21,5 δισ. προσθέτει η πανδημία στο δημόσιο χρέος
Τον χειμώνα -περίοδο στην οποία αναφέρθηκε και ο υπουργός Ανάπτυξης με ανησυχία - σε περίπτωση που δεν προχωρήσουν οι εμβολιασμοί, κάτι που θα οδηγούσε και πάλι σε περιοριστικά μέτρα, το οικονομικό έτος θα κλείνει (με βάση τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου) με έλλειμμα γενικής κυβέρνησης 9,9% του ΑΕΠ, ποσοστό που μεταφράζεται σε 16,99 δισ. ευρώ. Είναι χειρότερη επίδοση ακόμη και από αυτή του 2020, έτος κατά το οποίο το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στα 16,13 δισ. ευρώ, ήτοι στο 9,7% του ΑΕΠ.
Χειρότερη θα είναι φέτος η δημοσιονομική επίδοση και σε επίπεδο πρωτογενούς αποτελέσματος. Το 2020 έκλεισε με πρωτογενές έλλειμμα 11,185 δισ. ευρώ ήτοι 6,7% του ΑΕΠ, ενώ για το 2021 προβλέπεται έλλειμμα 12,247 δισ. ευρώ ήτοι 7,1% του ΑΕΠ (σ.σ.: το οποίο προβλέπεται ότι θα αυξηθεί σε ποσοστό 3,6% φτάνοντας στα 172,089 δισ. ευρώ). Αυτή η εκτίμηση στηρίζεται στο ότι τα φετινά μέτρα στήριξης θα διαμορφωθούν στα 15,9 δισ. ευρώ. Τα μέτρα αυτά έχουν ανακοινωθεί και προϋπολογιστεί αν και ένα τμήμα τους, λιγότερο από 4 δισ. ευρώ, δεν έχει φτάσει ακόμη στην αγορά. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει μείνει ουσιαστικό δημοσιονομικό περιθώριο για πρόσθετα μέτρα στήριξης τον χειμώνα. Αν λοιπόν απαιτηθεί πρόσθετη στήριξη της αγοράς, αυτό θα αποτυπωθεί και στις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας. Σε επίπεδο χρέους, η χρονιά προβλέπεται να κλείσει με χρέος 352,5 δισ. ευρώ από 341,023 δισ. ευρώ το 2020 και 331,07 δισ. ευρώ το 2019. Δηλαδή, μέχρι στιγμής, η πανδημία θα μας έχει κοστίσει σε αύξηση του δημοσίου χρέους κατά 21,5 δισ. ευρώ. Σε επίπεδο ποσοστού, από το 205,6% του ΑΕΠ το 2020 (το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί ποτέ) θα φτάσουμε στο 204,8% του 2021 παρά την αύξηση του χρέους σε απόλυτο αριθμό. Η μικρή έστω αποκλιμάκωση εκτιμάται ότι θα προέλθει από την αύξηση του ΑΕΠ. Και για τις εκτιμήσεις του χρέους έχει προβλεφθεί ότι δεν θα χρειαστεί να δανειστεί η χώρα για να χρηματοδοτήσει πρόσθετα μέτρα στήριξης.