Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 26 Απριλίου 2007 13:46

Starwood: Σημαντικά κέρδη από τα δωμάτια πολυτελείας

ΑΥΞΗΣΗ, αποτέλεσμα της ζήτησης για δωμάτια πολυτελείας σημείωσαν τα καθαρά κέρδη της Starwood Hotels & Resorts Worldwide Inc., η οποία απομάκρυνε τον ανώτατο εκτελεστικό της διευθυντή, Steven Heyer, νωρίτερα αυτόν τον μήνα, σε συνδυασμό με τις λογιστικές αλλαγές.

Τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν 24 φορές, στα 122 εκατ. δολ. ή 56 σεντς ανά μετοχή, από 5 εκατ. δολ. ή 2 σεντς ανά μετοχή πριν από ένα χρόνο, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση της εταιρείας, που εδρεύει στο Γουάϊτ Πλέϊνς της Ν. Υόρκης. Εξαιρουμένων κάποιων δαπανών, τα κέρδη της υπερέβησαν κατά 10 σεντς τις προβλέψεις των οικονομικών αναλυτών.

Οι τιμές των δωματίων στη Starwood, την τρίτη μεγαλύτερη εταιρεία ξενοδοχείων των ΗΠΑ, αυξήθηκαν, καθώς οι ταξιδιώτες κατέβαλαν περισσότερα για δωμάτια στις αλυσίδες τις εταιρείες, όπως στα ξενοδοχεία W Hotels και Le Meridien. Ανοδικά επίσης κινήθηκε η ζήτηση στο εξωτερικό όπου βρίσκεται το 40% των δωματίων της εταιρείας.

Τα έσοδα μειώθηκαν 0,7%, φθάνοντας στο 1,43 δισ. δολ. από 1,44 δισ. δολάρια.

Το πρώτο τρίμηνο τα έσοδα ανά δωμάτιο, αυξήθηκαν 10,2%, περισσότερο από την πρόβλεψη της Starwood τον Φεβρουάριο για αύξηση 8% έως 10%.

Οι μετοχές της Starwood υποχώρησαν 28 σεντς, φθάνοντας χθες στα 69,04 δολ. η μία στη Νέα Υόρκη. Από τις 30 Μαρτίου την τελευταία ημέρα πριν από την παραίτηση του Heyer, οι μετοχές σημείωσαν άνοδο 6,5%.

Η Marriott International Inc. και η Hilton Hotels Corp. είναι οι δύο μεγαλύτερες ξενοδοχειακές εταιρείες των ΗΠΑ.

Η Starwood έχει στην κυριότητά της, διαχειρίζεται ή διαθέτει με τη μέθοδο του franchising, 850 ξενοδοχεία, συμπεριλαμβανομένων των ξενοδοχείων St. Regis, Sheraton και Westin και δημιουργεί άλλες αλυσίδες για να ανταγωνιστεί με την Marriott και την Hilton.

Πέρυσι η εταιρεία πούλησε 33 ξενοδοχεία προς 3,63 δισ. δολ. στο πλαίσιο σχεδίου να εξέλθει κάποιων επενδύσεων. Τον Φεβρουάριο η εταιρεία ανακοίνωσε ότι προβλέπει να πουλήσει 14 ξενοδοχεία της και οκτώ συνεργασίες μέσα στο έτος, αντί ποσού τουλάχιστον 500 εκατ. δολαρίων.